Η λατρεία της Σπάρτης
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Πολλούς αιώνες πριν από την κυρία Ραχήλ Μακρή, τη Σπάρτη –περί της αρχαίας πρόκειται– την ηγάπησαν διάφοροι επιφανείς Ελληνες. Ο Πλάτων και ο Ξενοφών, δύο εκ των θαυμαστών της, δεν έκαμαν βεβαίως τατουάζ με την περικεφαλαία των οπλιτών της και το αρχικό κεφαλαίο Λ του διασημότερου βασιλιά της, όπως η βουλευτής των Ανεξαρτήτων Ελλήνων. Εγραψαν αντιθέτως διάφορα ενδιαφέροντα γι’ αυτήν, όπως ο Πλάτων στους Νόμους του, αν και οι ίδιοι φρόντισαν να κρατήσουν αποστάσεις από την πραγματικότητα της ζωής στην πόλη των ιδανικών τους. Ούτε ο Ξενοφών, αν και καταδικασμένος σε ισόβια εξορία από την Αθήνα, αν και πρόξενος της Σπάρτης, τόλμησε ποτέ να εγκατασταθεί στην κοιλάδα του Ευρώτα. Ως Αθηναίος, και μαθητής του Σωκράτη, εκτιμούσε ιδιαιτέρως τα ψυχικά και πνευματικά οφέλη της φλυαρίας για να προσαρμοσθεί στα ελάχιστα περιθώρια έκφρασης που άφηνε το «λακωνίζειν». Αναρωτιέμαι πώς ο ουρανίσκος του θα αντιδρούσε στη γεύση του μέλανος ζωμού, αν και πολλοί διατείνονται πως επρόκειτο για νοστιμότατο έδεσμα. Ο δε Πλάτων προτίμησε την έκλυτη ζωή των Συρακουσών, στην αυλή του τυράννου Διονυσίου, τον οποίον ήλπιζε να επηρεάσει. Γνωρίζοντας καλά τη Σπάρτη ήξερε πως δεν θα μπορούσε να παίξει κανέναν πολιτικό ρόλο στην πόλη που τη διοικούσαν κατ’ αποκλειστικότητα οι Ομοιοι.
Η κυρία Ραχήλ Μακρή είναι σαφές πως δεν κινδυνεύει να βρεθεί στη θέση της αρχαίας Σπαρτιάτισσας που έδινε την ασπίδα στο παιδί της λέγοντάς του «Ή ταν ή επί τας». Η αρχαία Σπάρτη δεν υπάρχει πια, οι πόλεμοι δεν γίνονται με ασπίδες, και η ίδια μπορεί να απολαμβάνει και να επιδεικνύει το τατουάζ της ως σύμπτωμα μιας παθογένειας η οποία τα τελευταία χρόνια αποκτά διαστάσεις επιδημίας. Πρόκειται για τη λατρεία προς τη Σπάρτη, αυτή που γέμισε τους κινηματογράφους πριν από μερικά χρόνια με εκείνο το κωμικό κατασκεύασμα που άκουγε στο όνομα «300», και αυτή που τονώνει την εθνική ιδεολογία της Χρυσής Αυγής με τα βραχώδη και αδρανή της υλικά. Η λατρεία της Σπάρτης είναι παράγωγο της αρχαιολατρίας, πλην όμως δεν ταυτίζεται απαραιτήτως μαζί της.
Ζητώ συγγνώμη για την εμπλοκή των δύο πνευματικών κορυφών, του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα, σε ένα κείμενο που αφορά μιαν εντελώς δική μας παθογένεια, όμως το έκανα για να καταδείξω ότι ιστορικά η Σπάρτη έτυχε να έχει πολλούς και σοβαρούς θαυμαστές. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι στη χαραυγή της σύγχρονης εποχής, τον 18ο αιώνα, οι Ιακωβίνοι της επαναστατικής εθνοσυνέλευσης όταν αναφέρονταν στον ελληνορωμαϊκό κόσμο αναφέρονταν στη Ρώμη και τη Σπάρτη. Θαύμαζαν τη Σπάρτη περισσότερο από τη δημοκρατική Αθήνα. Ολα αυτά βέβαια είναι μάλλον μακρινά από ό,τι συμβαίνει σήμερα παρ’ ημίν. Και δύσκολα μπορείς να αφαιρέσεις τον καρτουνίστικο χαρακτήρα από τον θαυμασμό προς μια πλευρά του ελληνικού πολιτισμού την οποία, στο κάτω κάτω θα αγνοούσαμε, αν δεν υπήρχε το αντίβαρό της, η Αθήνα. Η Σπάρτη, ως γνωστόν, δεν ενδιαφερόταν για την υστεροφημία της, και δεν άφησε μνημεία. Ο,τι γνωρίζουμε γι’ αυτήν το χρωστάμε στην Αθήνα. Καρτουνίστικη λατρεία διότι ακριβώς δεν απαιτεί κόπο, ούτε διάβασμα ούτε καμία συγκέντρωση πνευματικής ενέργειας παραπάνω από όση χρειάζεται μισή ώρα καταπόνησης του μυϊκού σου συστήματος στο γυμναστήριο.
Η πιο διαδεδομένη αντίληψη για τη σχέση της σύγχρονης με την αρχαία Ελλάδα είναι ότι εμείς, ως απόγονοί της, μπορούμε να τη μιμηθούμε. Και βέβαια Παρθενώνες το ξέρουμε ότι δεν μπορούμε να χτίσουμε –όσο παρανοϊκοί κι αν είμαστε και η παράνοιά μας έχει τα όριά της– ούτε να γράψουμε πλατωνικούς διαλόγους, αν και λατρεύουμε να μιμούμαστε «τρόπους» της γλώσσας όπως το «Εγέρθητω» του κυρίου Γερμενή. Ομως την παράταξη των γεροδεμένων Σπαρτιατών, όπως τουλάχιστον τη φαντασιώνουμε, μπορούμε να τη μιμηθούμε χωρίς κανένα πρόβλημα. Καθώς και τις ιαχές, και τις πολεμικές κραυγές που ακούγονταν στους κινηματογραφικούς «300», όπου και εμφανώς υπήρχε μια σύγχυση ανάμεσα στο «λακωνίζειν» και το «μουγκρίζειν». Η κυρία Μακρή, εν τη αφελεία της, με το τατουάζ της, έθεσε το δάκτυλο εις τον τύπον των ήλων: η ελληνική αρχαιότητα έχει καταντήσει ένα γκάτζετ, μπρελόκ ή κάτι άλλο διακοσμητικό, που ταιριάζει ή δεν ταιριάζει με το υπόλοιπο ντύσιμο, πάντως είναι εξίσου φωναχτό στην περίπτωσή της και καλύπτει μια χαρά τα γύρω κενά, την άδεια σκέψη, την απουσία κρίσης. Η λατρεία της Σπάρτης είναι κραυγαλέα και τίποτε άλλο.
Δεν μπορώ να μην ομολογήσω την αμαρτία μου. Ολα αυτά τα λέω για να καταλήξω ότι νοσταλγώ την παλιά καλή ελληνική παιδεία, αυτή που στα νιάτα μας θεωρούσαμε συντηρητική και από την οποία θέλαμε να απαλλαγούμε, όμως, όπως και να το κάνουμε, μας έδινε περισσότερα εφόδια για να σταθούμε όρθιοι στον κόσμο μας από τη δήθεν προοδευτική παιδεία που τη διαδέχθηκε. Αν μη τι άλλο, μαθαίναμε αυτά τα πέντε ελληνικά που χρειαζόμασταν για να ξέρουμε ότι αν για κάτι πρέπει να μας ενδιαφέρουν οι αρχαίοι ημών, είναι για τα πολιτισμικά τους επιτεύγματα. Και αν πρέπει να μας ενδιαφέρει η στρατιωτική τους αρετή είναι γιατί τους επέτρεψε να αναδείξουν το πνευματικό τους μέγεθος.
Κάποιοι πίστεψαν ότι αν καταργήσουμε την ελληνική παιδεία θα γίνουμε περισσότερο Ευρωπαίοι. Ευρωπαίοι της Γιουροβίζιον μπορεί. Πάντως, όχι ενεργά υποκείμενα του μεγάλου ευρωπαϊκού πολιτισμού. Μάλλον κάτι γραφικές μαριονέτες οι οποίες θεωρούν πως πολιτισμός είναι τα τατουάζ και τα γκάτζετ και οι φωνές. Σκέψεις που μου ήρθαν από την πολύ απλή απορία: τι μπορεί να ωθήσει μια γυναίκα σαν τη Ραχήλ Μακρή να κάνει τατουάζ με σπαρτιατική περικεφαλαία. Αν είχα υπάρξει δάσκαλός της, δεν θα αισθανόμουν και πολύ καλά.
Η κυρία Ραχήλ Μακρή είναι σαφές πως δεν κινδυνεύει να βρεθεί στη θέση της αρχαίας Σπαρτιάτισσας που έδινε την ασπίδα στο παιδί της λέγοντάς του «Ή ταν ή επί τας». Η αρχαία Σπάρτη δεν υπάρχει πια, οι πόλεμοι δεν γίνονται με ασπίδες, και η ίδια μπορεί να απολαμβάνει και να επιδεικνύει το τατουάζ της ως σύμπτωμα μιας παθογένειας η οποία τα τελευταία χρόνια αποκτά διαστάσεις επιδημίας. Πρόκειται για τη λατρεία προς τη Σπάρτη, αυτή που γέμισε τους κινηματογράφους πριν από μερικά χρόνια με εκείνο το κωμικό κατασκεύασμα που άκουγε στο όνομα «300», και αυτή που τονώνει την εθνική ιδεολογία της Χρυσής Αυγής με τα βραχώδη και αδρανή της υλικά. Η λατρεία της Σπάρτης είναι παράγωγο της αρχαιολατρίας, πλην όμως δεν ταυτίζεται απαραιτήτως μαζί της.
Ζητώ συγγνώμη για την εμπλοκή των δύο πνευματικών κορυφών, του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα, σε ένα κείμενο που αφορά μιαν εντελώς δική μας παθογένεια, όμως το έκανα για να καταδείξω ότι ιστορικά η Σπάρτη έτυχε να έχει πολλούς και σοβαρούς θαυμαστές. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι στη χαραυγή της σύγχρονης εποχής, τον 18ο αιώνα, οι Ιακωβίνοι της επαναστατικής εθνοσυνέλευσης όταν αναφέρονταν στον ελληνορωμαϊκό κόσμο αναφέρονταν στη Ρώμη και τη Σπάρτη. Θαύμαζαν τη Σπάρτη περισσότερο από τη δημοκρατική Αθήνα. Ολα αυτά βέβαια είναι μάλλον μακρινά από ό,τι συμβαίνει σήμερα παρ’ ημίν. Και δύσκολα μπορείς να αφαιρέσεις τον καρτουνίστικο χαρακτήρα από τον θαυμασμό προς μια πλευρά του ελληνικού πολιτισμού την οποία, στο κάτω κάτω θα αγνοούσαμε, αν δεν υπήρχε το αντίβαρό της, η Αθήνα. Η Σπάρτη, ως γνωστόν, δεν ενδιαφερόταν για την υστεροφημία της, και δεν άφησε μνημεία. Ο,τι γνωρίζουμε γι’ αυτήν το χρωστάμε στην Αθήνα. Καρτουνίστικη λατρεία διότι ακριβώς δεν απαιτεί κόπο, ούτε διάβασμα ούτε καμία συγκέντρωση πνευματικής ενέργειας παραπάνω από όση χρειάζεται μισή ώρα καταπόνησης του μυϊκού σου συστήματος στο γυμναστήριο.
Η πιο διαδεδομένη αντίληψη για τη σχέση της σύγχρονης με την αρχαία Ελλάδα είναι ότι εμείς, ως απόγονοί της, μπορούμε να τη μιμηθούμε. Και βέβαια Παρθενώνες το ξέρουμε ότι δεν μπορούμε να χτίσουμε –όσο παρανοϊκοί κι αν είμαστε και η παράνοιά μας έχει τα όριά της– ούτε να γράψουμε πλατωνικούς διαλόγους, αν και λατρεύουμε να μιμούμαστε «τρόπους» της γλώσσας όπως το «Εγέρθητω» του κυρίου Γερμενή. Ομως την παράταξη των γεροδεμένων Σπαρτιατών, όπως τουλάχιστον τη φαντασιώνουμε, μπορούμε να τη μιμηθούμε χωρίς κανένα πρόβλημα. Καθώς και τις ιαχές, και τις πολεμικές κραυγές που ακούγονταν στους κινηματογραφικούς «300», όπου και εμφανώς υπήρχε μια σύγχυση ανάμεσα στο «λακωνίζειν» και το «μουγκρίζειν». Η κυρία Μακρή, εν τη αφελεία της, με το τατουάζ της, έθεσε το δάκτυλο εις τον τύπον των ήλων: η ελληνική αρχαιότητα έχει καταντήσει ένα γκάτζετ, μπρελόκ ή κάτι άλλο διακοσμητικό, που ταιριάζει ή δεν ταιριάζει με το υπόλοιπο ντύσιμο, πάντως είναι εξίσου φωναχτό στην περίπτωσή της και καλύπτει μια χαρά τα γύρω κενά, την άδεια σκέψη, την απουσία κρίσης. Η λατρεία της Σπάρτης είναι κραυγαλέα και τίποτε άλλο.
Δεν μπορώ να μην ομολογήσω την αμαρτία μου. Ολα αυτά τα λέω για να καταλήξω ότι νοσταλγώ την παλιά καλή ελληνική παιδεία, αυτή που στα νιάτα μας θεωρούσαμε συντηρητική και από την οποία θέλαμε να απαλλαγούμε, όμως, όπως και να το κάνουμε, μας έδινε περισσότερα εφόδια για να σταθούμε όρθιοι στον κόσμο μας από τη δήθεν προοδευτική παιδεία που τη διαδέχθηκε. Αν μη τι άλλο, μαθαίναμε αυτά τα πέντε ελληνικά που χρειαζόμασταν για να ξέρουμε ότι αν για κάτι πρέπει να μας ενδιαφέρουν οι αρχαίοι ημών, είναι για τα πολιτισμικά τους επιτεύγματα. Και αν πρέπει να μας ενδιαφέρει η στρατιωτική τους αρετή είναι γιατί τους επέτρεψε να αναδείξουν το πνευματικό τους μέγεθος.
Κάποιοι πίστεψαν ότι αν καταργήσουμε την ελληνική παιδεία θα γίνουμε περισσότερο Ευρωπαίοι. Ευρωπαίοι της Γιουροβίζιον μπορεί. Πάντως, όχι ενεργά υποκείμενα του μεγάλου ευρωπαϊκού πολιτισμού. Μάλλον κάτι γραφικές μαριονέτες οι οποίες θεωρούν πως πολιτισμός είναι τα τατουάζ και τα γκάτζετ και οι φωνές. Σκέψεις που μου ήρθαν από την πολύ απλή απορία: τι μπορεί να ωθήσει μια γυναίκα σαν τη Ραχήλ Μακρή να κάνει τατουάζ με σπαρτιατική περικεφαλαία. Αν είχα υπάρξει δάσκαλός της, δεν θα αισθανόμουν και πολύ καλά.
No comments:
Post a Comment