Διανύουμε έναν κρίσιμο αιώνα για το κλίμα
Ο παγετώνας Σέλντον και το Ορος Μπαρ, όπως φαίνονται από τον Κόλπο Ράιντερ κοντά στον Ερευνητικό Σταθμό Ροθέρα στη Νήσο Αδελαΐδα της Ανταρκτικής.
5η Ιουνίου, άλλη μία Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος, άλλη μία ημέρα που θυμόμαστε για λίγες ώρες την κλιματική αλλαγή. Την ίδια στιγμή όμως που το 97% της επιστημονικής κοινότητας έχει φτάσει να συμφωνεί ότι η κλιματική αλλαγή έχει ανθρωπογενείς αιτίες, τo ενδιαφέρον του κοινού για τις επιπτώσεις της, αλλά και γενικότερα για το φαινόμενο, εμφανίζει διαρκή πτωτική πορεία από το 2007, φτάνοντας πρόσφατα σε ανησυχητικά χαμηλά επίπεδα, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε τον Μάιο από επιστήμονες του Πανεπιστημίου Πρίνστον και του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Ο Ζαν Ζουζέλ, κλιματολόγος, ειδικός στους παγετώνες και αντιπρόεδρος της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), και ο Χρήστος Ζερεφός, καθηγητής Φυσικής της Ατμόσφαιρας και διευθυντής στο Κέντρο Ερευνας Φυσικής της Ατμοσφαίρας και Κλιματολογίας της Ακαδημίας Αθηνών, οι οποίοι συναντήθηκαν την περασμένη εβδομάδα στο πλαίσιο του φεστιβάλ «Γεωσυναντήσεις» που συνδιοργανώνεται από το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδας και το Μαριολοπούλειο-Καναγκίνειο Ιδρυμα Επιστημών Περιβάλλοντος, μιλούν στην «Κ» δίνοντας εξηγήσεις για την «κλιματική κόπωση» που νιώθουν σήμερα οι πολίτες.
«Είναι αλήθεια ότι από το 1990 που η IPCC συνέταξε την πρώτη της έκθεση, το κύριο μήνυμά μας έχει μείνει το ίδιο. Αυτό είναι το πρόβλημά μας», παραδέχεται ο κ. Ζουζέλ. «Δεν μπορούμε όμως να αλλάξουμε το βασικό μας μήνυμα, το οποίο είναι: Οσο περισσότερα αέρια του θερμοκηπίου εκλύουμε στην ατμόσφαιρα με τις δραστηριότητές μας τόσο θερμότερο θα είναι το κλίμα στο τέλος του αιώνα». Το μήνυμα εμπλουτίζεται συνεχώς, αφού τα επιχειρήματα και οι προβλέψεις της επιστημονικής κοινότητας βελτιώνονται. «Σήμερα μπορούμε να γίνουμε πιο σαφείς», λέει ο κ. Ζερεφός. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της IPCC, της οποίας η τελική έκδοση θα δημοσιευθεί τον Νοέμβριο του 2014, αν συνεχίσουμε τη δραστηριότητά μας όπως κάνουμε τα τελευταία 25 χρόνια, μέχρι το τέλος του αιώνα η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη θα υπερβεί τους 4 βαθμούς Κελσίου, και, όπως προειδοποιεί ο κ. Ζουζέλ, η προσαρμογή σε αυτές τις συνθήκες θα είναι πολύ δύσκολη. Αν όμως δράσουμε άμεσα και καταφέρουμε να περιορίσουμε την αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2 βαθμούς Κελσίου, η προσαρμογή θα είναι πιο ομαλή, κάτι που όμως συνεπάγεται την κατανάλωση μόνο του 20% των ορυκτών καυσίμων που χρησιμοποιούμε σήμερα.
Η οικονομική κρίση
«Το γνωρίζω ότι οι άνθρωποι λένε ότι έχουν άλλα προβλήματα», λέει ο κ. Ζουζέλ. «Η σύμπτωση της περιβαλλοντικής με την οικονομική κρίση οδήγησε σε μια απαξίωση της ανθρωπογενούς παρέμβασης στο κλίμα, διότι θεωρήθηκε από πολλούς πολυτέλεια να μιλάμε για το κλίμα όταν οι άνθρωποι χάνουν τις δουλειές τους», λέει ο κ. Ζερεφός. Η οικονομία πράγματι είναι αυτή που κινεί τις κοινωνίες μας, όμως η κλιματική αλλαγή είναι το σημαντικότερο πρόβλημα του αιώνα μας, τονίζει ο κ. Ζουζέλ. «Δεν είναι μόνο οι περιβαλλοντικοί πρόσφυγες ή μόνο το Μπανγκλαντές που θα έχουν πρόβλημα, είναι πάρα πολλοί οι λόγοι για τους οποίους πρέπει να είμαστε προσεκτικοί», λέει ο κ. Ζουζέλ. Αν συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε ορυκτά καύσιμα, προειδοποιεί, θα οδηγηθούμε σε έναν κόσμο που δεν θα είναι καθόλου ελκυστικός. Αν έως το τέλος του αιώνα η στάθμη της θάλασσας ανεβεί ένα μέτρο, 200 εκατομμύρια άνθρωποι αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τις περιοχές όπου διαμένουν, η θερμοκρασία το καλοκαίρι στην Αθήνα αυξηθεί κατά 8 βαθμούς Κελσίου, μειωθεί ο τουρισμός, επιδεινωθεί η ρύπανση, γίνει πιο δύσκολη η εξασφάλιση τροφής και η πρόσβαση σε νερό, η προσαρμογή θα είναι δύσκολη. «Είναι ξεκάθαρο ότι η ανάπτυξη του πολιτισμού έχει επωφεληθεί από το γεγονός ότι το κλίμα, πρακτικά, δεν έχει μεταβληθεί τα τελευταία 10.000 χρόνια», λέει ο κ. Ζουζέλ.
Ο Ζαν Ζουζέλ, κλιματολόγος, ειδικός στους παγετώνες και αντιπρόεδρος της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), και ο Χρήστος Ζερεφός, καθηγητής Φυσικής της Ατμόσφαιρας και διευθυντής στο Κέντρο Ερευνας Φυσικής της Ατμοσφαίρας και Κλιματολογίας της Ακαδημίας Αθηνών, οι οποίοι συναντήθηκαν την περασμένη εβδομάδα στο πλαίσιο του φεστιβάλ «Γεωσυναντήσεις» που συνδιοργανώνεται από το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδας και το Μαριολοπούλειο-Καναγκίνειο Ιδρυμα Επιστημών Περιβάλλοντος, μιλούν στην «Κ» δίνοντας εξηγήσεις για την «κλιματική κόπωση» που νιώθουν σήμερα οι πολίτες.
«Είναι αλήθεια ότι από το 1990 που η IPCC συνέταξε την πρώτη της έκθεση, το κύριο μήνυμά μας έχει μείνει το ίδιο. Αυτό είναι το πρόβλημά μας», παραδέχεται ο κ. Ζουζέλ. «Δεν μπορούμε όμως να αλλάξουμε το βασικό μας μήνυμα, το οποίο είναι: Οσο περισσότερα αέρια του θερμοκηπίου εκλύουμε στην ατμόσφαιρα με τις δραστηριότητές μας τόσο θερμότερο θα είναι το κλίμα στο τέλος του αιώνα». Το μήνυμα εμπλουτίζεται συνεχώς, αφού τα επιχειρήματα και οι προβλέψεις της επιστημονικής κοινότητας βελτιώνονται. «Σήμερα μπορούμε να γίνουμε πιο σαφείς», λέει ο κ. Ζερεφός. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της IPCC, της οποίας η τελική έκδοση θα δημοσιευθεί τον Νοέμβριο του 2014, αν συνεχίσουμε τη δραστηριότητά μας όπως κάνουμε τα τελευταία 25 χρόνια, μέχρι το τέλος του αιώνα η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη θα υπερβεί τους 4 βαθμούς Κελσίου, και, όπως προειδοποιεί ο κ. Ζουζέλ, η προσαρμογή σε αυτές τις συνθήκες θα είναι πολύ δύσκολη. Αν όμως δράσουμε άμεσα και καταφέρουμε να περιορίσουμε την αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2 βαθμούς Κελσίου, η προσαρμογή θα είναι πιο ομαλή, κάτι που όμως συνεπάγεται την κατανάλωση μόνο του 20% των ορυκτών καυσίμων που χρησιμοποιούμε σήμερα.
Η οικονομική κρίση
«Το γνωρίζω ότι οι άνθρωποι λένε ότι έχουν άλλα προβλήματα», λέει ο κ. Ζουζέλ. «Η σύμπτωση της περιβαλλοντικής με την οικονομική κρίση οδήγησε σε μια απαξίωση της ανθρωπογενούς παρέμβασης στο κλίμα, διότι θεωρήθηκε από πολλούς πολυτέλεια να μιλάμε για το κλίμα όταν οι άνθρωποι χάνουν τις δουλειές τους», λέει ο κ. Ζερεφός. Η οικονομία πράγματι είναι αυτή που κινεί τις κοινωνίες μας, όμως η κλιματική αλλαγή είναι το σημαντικότερο πρόβλημα του αιώνα μας, τονίζει ο κ. Ζουζέλ. «Δεν είναι μόνο οι περιβαλλοντικοί πρόσφυγες ή μόνο το Μπανγκλαντές που θα έχουν πρόβλημα, είναι πάρα πολλοί οι λόγοι για τους οποίους πρέπει να είμαστε προσεκτικοί», λέει ο κ. Ζουζέλ. Αν συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε ορυκτά καύσιμα, προειδοποιεί, θα οδηγηθούμε σε έναν κόσμο που δεν θα είναι καθόλου ελκυστικός. Αν έως το τέλος του αιώνα η στάθμη της θάλασσας ανεβεί ένα μέτρο, 200 εκατομμύρια άνθρωποι αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τις περιοχές όπου διαμένουν, η θερμοκρασία το καλοκαίρι στην Αθήνα αυξηθεί κατά 8 βαθμούς Κελσίου, μειωθεί ο τουρισμός, επιδεινωθεί η ρύπανση, γίνει πιο δύσκολη η εξασφάλιση τροφής και η πρόσβαση σε νερό, η προσαρμογή θα είναι δύσκολη. «Είναι ξεκάθαρο ότι η ανάπτυξη του πολιτισμού έχει επωφεληθεί από το γεγονός ότι το κλίμα, πρακτικά, δεν έχει μεταβληθεί τα τελευταία 10.000 χρόνια», λέει ο κ. Ζουζέλ.
«Κλειδί», η παιδεία και ο διαχωρισμός ρόλων και ευθυνών
Οι επιστήμονες επανέλαβαν το μήνυμά τους, έγιναν πιο σαφείς, όμως όλο και περισσότερα αυτιά συνεχίζουν να κλείνουν στο άκουσμα του φαινομένου. Οι κοινωνικοί επιστήμονες πήραν την κατάσταση στα χέρια τους και προτείνουν μία πιθανή απάντηση. Η περισσότερη πληροφόρηση δεν βοηθάει τους σκεπτικιστές να ανακαλύψουν τις καλύτερες αποδείξεις. Αντίθετα, τους βάζει στη διαδικασία να αναζητήσουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι έχουν δίκιο, πρότεινε μια παλαιότερη έρευνα του Πανεπιστημίου Γέιλ. Σε αυτή την έρευνα, οι επιστήμονες αναφέρουν ότι δεν βρήκαν καμία απόδειξη ότι οι άνθρωποι με περισσότερες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις πάνω στο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής ήταν περισσότερο ευαισθητοποιημένοι. «Τα θέματα αυτά δεν ενδείκνυνται για διάλεξη, αλλά για βαθύτερη κατανόηση και παιδεία», λέει ο κ. Ζερεφός, που είναι ένας από τους βασικούς διοργανωτές του διεθνούς συνεδρίου «The Mediterranean City 2014», με αντικείμενο την αποτύπωση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στις πόλεις με μεσογειακό κλίμα και τη χάραξη στρατηγικών προσαρμοσμένων στις εξειδικευμένες τους ανάγκες, που θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα στις 10 και 11 Ιουνίου.
Σε πιο πρόσφατη μελέτη της ομάδας του Γέιλ, προτείνονται δύο λύσεις. Η πρώτη είναι να ενδυναμωθεί η επιστημονική εκπαίδευση και η διδασκαλία δεξιοτήτων κριτικής και λογικής σκέψης, ώστε ο πολίτης να έχει τα απαραίτητα εφόδια για να αντεπεξέλθει στις γνωστικές απαιτήσεις ενός δημοκρατικού πολιτεύματος. Για να μπορέσουν οι απλοί πολίτες να συμβάλουν ουσιαστικά στη χάραξη δημόσιας πολιτικής, δεν χρειάζεται να είναι ειδικοί σε κάθε επιστήμη, αλλά να είναι ειδικοί σε ένα και μοναδικό πράγμα: να αναγνωρίζουν ποιος ξέρει τι για κάποιο ζήτημα. Η δεύτερη πρόταση αφορά τη συρρίκνωση του ρόλου των κυβερνήσεων, αναθέτοντας την ευθύνη για τη χάραξη πολιτικής και ρύθμισης κινδύνου γύρω από επιστημονικά ζητήματα σε πολιτικά «μονωμένους» ειδικούς-ρυθμιστές.
«Η σχέση μεταξύ των μελών των κυβερνητικών φορέων και των υπουργών είναι πολύ διαφορετική από αυτή που έχει ένα ανεξάρτητο άτομο», λέει στην «Κ» ο Iαν Τσαμπ, Chief Scientist (διευθύνων επιστήμονας) της Αυστραλίας. «Ο ρόλος μου είναι ανεξάρτητος. Δεν είμαι μέλος κάποιου κυβερνητικού φορέα», προσθέτει, εξηγώντας ότι ο ρόλος του Chief Scientist στην Αυστραλία, που ως θεσμός υπάρχει από το 1989, είναι να δίνει συμβουλές κατευθείαν στον πρωθυπουργό της χώρας, αλλά και να ενημερώνει τους πολίτες για θέματα που αφορούν την επιστήμη και την τεχνολογία. «Παρότι είμαι προσεκτικός σε αυτά που λέω, την ίδια στιγμή, μπορώ να μιλάω για την κλιματική αλλαγή με διαφορετικό τρόπο από ό,τι μιλάει ένας κυβερνητικός αξιωματούχος», επισημαίνει ο κ. Τσαμπ. «Στην Αυστραλία βλέπουμε ήδη τις αλλαγές στο κλίμα: τα πρότυπα βροχόπτωσης έχουν αλλάξει, ενώ υπάρχουν περιοχές στη χώρα όπου τα τελευταία χρόνια η θερμοκρασία έχει αυξηθεί πάνω από 1 βαθμό Κελσίου. Υπάρχει κόστος στο να κάνουμε κάτι γι’ αυτό, όπως υπάρχει και κόστος στο να μην κάνουμε τίποτα», τονίζει.
Μακροχρόνιο όραμα
«Χρειαζόμαστε ανθρώπους με μακροχρόνιο όραμα για τη χώρα τους και τον κόσμο. Είναι σαφές ότι ένα από τα προβλήματα της κλιματικής αλλαγής είναι ότι οι πολιτικοί θέλουν γρήγορα αποτελέσματα», λέει ο κ. Ζουζέλ. «Δεν μιλάμε όμως πια για μελλοντικές γενιές που θα πληγούν, αλλά για τα παιδιά που σήμερα πηγαίνουν σχολείο», διευκρινίζει.
Σε πιο πρόσφατη μελέτη της ομάδας του Γέιλ, προτείνονται δύο λύσεις. Η πρώτη είναι να ενδυναμωθεί η επιστημονική εκπαίδευση και η διδασκαλία δεξιοτήτων κριτικής και λογικής σκέψης, ώστε ο πολίτης να έχει τα απαραίτητα εφόδια για να αντεπεξέλθει στις γνωστικές απαιτήσεις ενός δημοκρατικού πολιτεύματος. Για να μπορέσουν οι απλοί πολίτες να συμβάλουν ουσιαστικά στη χάραξη δημόσιας πολιτικής, δεν χρειάζεται να είναι ειδικοί σε κάθε επιστήμη, αλλά να είναι ειδικοί σε ένα και μοναδικό πράγμα: να αναγνωρίζουν ποιος ξέρει τι για κάποιο ζήτημα. Η δεύτερη πρόταση αφορά τη συρρίκνωση του ρόλου των κυβερνήσεων, αναθέτοντας την ευθύνη για τη χάραξη πολιτικής και ρύθμισης κινδύνου γύρω από επιστημονικά ζητήματα σε πολιτικά «μονωμένους» ειδικούς-ρυθμιστές.
«Η σχέση μεταξύ των μελών των κυβερνητικών φορέων και των υπουργών είναι πολύ διαφορετική από αυτή που έχει ένα ανεξάρτητο άτομο», λέει στην «Κ» ο Iαν Τσαμπ, Chief Scientist (διευθύνων επιστήμονας) της Αυστραλίας. «Ο ρόλος μου είναι ανεξάρτητος. Δεν είμαι μέλος κάποιου κυβερνητικού φορέα», προσθέτει, εξηγώντας ότι ο ρόλος του Chief Scientist στην Αυστραλία, που ως θεσμός υπάρχει από το 1989, είναι να δίνει συμβουλές κατευθείαν στον πρωθυπουργό της χώρας, αλλά και να ενημερώνει τους πολίτες για θέματα που αφορούν την επιστήμη και την τεχνολογία. «Παρότι είμαι προσεκτικός σε αυτά που λέω, την ίδια στιγμή, μπορώ να μιλάω για την κλιματική αλλαγή με διαφορετικό τρόπο από ό,τι μιλάει ένας κυβερνητικός αξιωματούχος», επισημαίνει ο κ. Τσαμπ. «Στην Αυστραλία βλέπουμε ήδη τις αλλαγές στο κλίμα: τα πρότυπα βροχόπτωσης έχουν αλλάξει, ενώ υπάρχουν περιοχές στη χώρα όπου τα τελευταία χρόνια η θερμοκρασία έχει αυξηθεί πάνω από 1 βαθμό Κελσίου. Υπάρχει κόστος στο να κάνουμε κάτι γι’ αυτό, όπως υπάρχει και κόστος στο να μην κάνουμε τίποτα», τονίζει.
Μακροχρόνιο όραμα
«Χρειαζόμαστε ανθρώπους με μακροχρόνιο όραμα για τη χώρα τους και τον κόσμο. Είναι σαφές ότι ένα από τα προβλήματα της κλιματικής αλλαγής είναι ότι οι πολιτικοί θέλουν γρήγορα αποτελέσματα», λέει ο κ. Ζουζέλ. «Δεν μιλάμε όμως πια για μελλοντικές γενιές που θα πληγούν, αλλά για τα παιδιά που σήμερα πηγαίνουν σχολείο», διευκρινίζει.
No comments:
Post a Comment