DAVID CAMERON, πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου
Προασπίζοντας τη δημοκρατία και το ευρωπαϊκό συμφέρον
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Για πολλούς Ευρωπαίους το πιο ενδιαφέρον ζήτημα των ημερών είναι το ποια ομάδα θα σηκώσει το κύπελλο στο Μουντιάλ. Μόνο μια ισχνή μειοψηφία θα παρακολουθεί με ενδιαφέρον τη συζήτηση σχετικά με την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Πρόκειται, βέβαια, για ένα πολύ σημαντικό ζήτημα που φθάνει στην καρδιά του τρόπου με τον οποίο η Ε.Ε. παίρνει αποφάσεις, της ανάγκης να σεβαστούμε τους κανόνες της και της σωστής σχέσης μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών και των θεσμών της Ε.Ε.
Στις εκλογές του Μαΐου οι ψηφοφόροι έστειλαν ένα σαφές μήνυμα. Είναι απογοητευμένοι από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η Ευρώπη. Απαιτούν αλλαγές για να ασχοληθεί η Ευρώπη με τα θέματα που τους αφορούν: την ανάπτυξη και τις θέσεις εργασίας.
Αυτό έγινε σαφές μέσα από την άνοδο αντιευρωπαϊκών κομμάτων, την αύξηση της αποχής και την πτώση των ποσοστών των μεγαλύτερων πολιτικών ομάδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το ερώτημα τώρα για τους ηγέτες της Ευρώπης είναι: Πώς να ανταποκριθούμε σ’ αυτό το μήνυμα; Το διακύβευμα είναι το μέλλον της Ε.Ε., που πρέπει είτε να αλλάξει είτε να συμβιβαστεί με μια συνεχιζόμενη παρακμή. Η θέση της Βρετανίας είναι σαφής: Θέλουμε να πετύχει η Ε.Ε. Θέλουμε να προασπίσουμε τις αξίες της ελευθερίας και της δημοκρατίας σε ολόκληρη την ήπειρό μας και να φέρουμε την ευημερία. Αυτή είναι η κύρια αποστολή της Ε.Ε. σήμερα. Και αυτό προϋποθέτει μια πιο ανοιχτή, εξωστρεφή, ευέλικτη και ανταγωνιστική Ε.Ε. Προϋποθέτει επίσης τολμηρή ηγεσία – ανθρώπους διατεθειμένους να δώσουν προσοχή στις ανησυχίες των ψηφοφόρων και να αναλάβουν δράση για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη.
Η πρώτη δοκιμασία είναι ο διορισμός του επόμενου προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Βάσει των ευρωπαϊκών συνθηκών, όπως έχουν επικυρωθεί από τα εθνικά Κοινοβούλια, οι επικεφαλής των κυβερνήσεων κρατών-μελών έχουν την αρμοδιότητα να προτείνουν τον υποψήφιο πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – «λαμβάνοντας υπόψη τους», βεβαίως, το αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών εκλογών. Και βέβαια, η πρότασή τους πρέπει να εγκριθεί από τους ευρωβουλευτές με μυστική ψηφοφορία. Πρόκειται για μια σαφή διαδικασία που προβλέπεται από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας έπειτα από εξαντλητικές διαπραγματεύσεις σχετικά με την ισορροπία εξουσιών μεταξύ των εθνικών κρατών και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ομως, ορισμένοι ευρωβουλευτές έχουν εφεύρει μια νέα διαδικασία, με την οποία προσπαθούν και να επιλέξουν και να εκλέξουν τον υποψήφιο πρόεδρο οι ίδιοι. Κάθε μία από τις βασικές πολιτικές ομάδες του Ευρωκοινοβουλίου επέλεξε τον λεγόμενο «κύριο υποψήφιό» της κατά τη διάρκεια των εκλογών και συμφώνησαν εν κρυπτώ να στηρίξουν από κοινού μετά τις εκλογές τον «κύριο υποψήφιο» του κόμματος που κατέλαβε τις περισσότερες έδρες. Αυτή η ιδέα δεν συμφωνήθηκε ποτέ στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Δεν τέθηκε προς διαπραγμάτευση στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών θεσμών. Και βέβαια, δεν επικυρώθηκε ποτέ από τα εθνικά Κοινοβούλια. Και όμως, οι υποστηρικτές της ιδέας του «κύριου υποψήφιου» ισχυρίζονται ότι οι εκλογές έγιναν και οι πολίτες της Ευρώπης προφανώς επέλεξαν τον Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ ως τον επόμενο πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ότι θα ήταν αντιδημοκρατικό να επιλέξουν κάποιον άλλον οι εκλεγμένοι ηγέτες των κρατών-μελών.
Δεν αποτελεί επίθεση κατά του κ. Γιουνκέρ, ενός παλαιού και έμπειρου Ευρωπαίου πολιτικού, το να χαρακτηρίσει κανείς την παραπάνω επιχειρηματολογία ανοησία. Η πλειοψηφία των Ευρωπαίων πολιτών απείχε από τις ευρωεκλογές, ενώ στις περισσότερες χώρες η συμμετοχή μειώθηκε σε σχέση με τις προηγούμενες. Το όνομα του Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ δεν υπήρχε σε κανένα ψηφοδέλτιο. Ακόμα και στη Γερμανία, όπου η ιδέα του «κύριου υποψήφιου» συζητήθηκε δημόσια περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού, μόνο το 15% των πολιτών γνώριζε ότι ήταν «υποψήφιος». Οσοι ψήφισαν το έκαναν για να επιλέξουν τον ευρωβουλευτή που θα τους εκπροσωπήσει, όχι τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ο κ. Γιουνκέρ δεν έθεσε πουθενά υποψηφιότητα και δεν εξελέγη από κανέναν. Η αποδοχή ενός τέτοιου ισχυρισμού θα υπονόμευε τη δημοκρατική νομιμοποίηση της Ε.Ε. αντί να την ενισχύσει. Θα μετέφερε ισχύ από τις εθνικές κυβερνήσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο χωρίς την έγκριση του εκλογικού σώματος. Στην πραγματικότητα θα στερούσε από οποιονδήποτε πρωθυπουργό ή πρόεδρο εν ενεργεία τη δυνατότητα να γίνει ποτέ πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – περιορίζοντας έτσι τεχνητά τη δεξαμενή των υποψηφίων ακριβώς τη στιγμή που η Ε.Ε. θα έπρεπε με ζήλο να αναζητεί τον απολύτως καλύτερο.
Θα πολιτικοποιούσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πρόκειται για έναν κίνδυνο για τον οποίο ο Ζισκάρ ντ’ Εστέν είχε προειδοποιήσει την Ευρώπη, όταν πριν από μια δεκαετία η ιδέα της εκλογής του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από τους ευρωβουλευτές είχε απορριφθεί. Ο Ντ’ Εστέν είχε προειδοποιήσει τότε ότι μια τέτοια κίνηση θα δυσχέραινε το έργο της Επιτροπής «να ενσαρκώνει την αμεροληψία και το κοινό καλό της Ενωσης». Θα έθετε σε κίνδυνο την αξιοπιστία της Επιτροπής κατά την άσκηση των κανονιστικών εξουσιών και κατά την επίλυση διαφορών. Και το σημαντικότερο, θα έδινε το πράσινο φως σε όσους επιθυμούν να παραβούν τους κοινοτικούς κανόνες από την πίσω πόρτα. Κανόνες που έχουν κυρωθεί από τα εθνικά μας Κοινοβούλια και έχουν περιληφθεί στο διεθνές δίκαιο. Είτε επιθυμεί κανείς περισσότερη άμεση δημοκρατία στην Ευρώπη είτε όχι, θα πρέπει όλοι μας να συμφωνήσουμε ότι καταρχήν πρέπει να τηρούμε τον βασικό νόμο.
Πολλοί είναι αυτοί που έχουν σοβαρούς προβληματισμούς για όλη αυτή την προσέγγιση, για την υφαρπαγή εξουσιών από την πίσω πόρτα. Και δεν πρέπει να αποδεχτούμε μια κατάσταση που κάποιοι επιδιώκουν να διαμορφώσουν πάνω στο θέμα αυτό, όταν ξέρουμε ότι κάτι τέτοιο θα δημιουργήσει ένα πολύ επικίνδυνο προηγούμενο. Θα πρέπει να ασχοληθούμε με την αναζήτηση του καλύτερου υποψήφιου για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Κάποιου που θα προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις, που θα δώσει προτεραιότητα σε πολιτικές για την ανάπτυξη και θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας και που θα αποδέχεται ότι οι ανάγκες της Ευρώπης μπορεί και να εξυπηρετούνται καλύτερα σε εθνικό επίπεδο. Ενας τέτοιος υποψήφιος θα αναγνωρίζεται ως έντιμος και αξιόπιστος μεσολαβητής και θα κάνει τους Ευρωπαίους πολίτες να ενδιαφερθούν ξανά για την Ευρώπη.
Η Βρετανία έχει τη φήμη ότι παλεύει για τη δημοκρατία αλλά και για το εθνικό της συμφέρον. Αλλά αυτή η μάχη δίνεται για το συμφέρον της Ευρώπης. Και τα τρία μεγαλύτερα βρετανικά κόμματα είναι ενωμένα στο ζήτημα αυτό. Τώρα είναι η στιγμή που οι εκλεγμένοι πολιτικοί ηγέτες της Ευρώπης πρέπει να έχουν το θάρρος της γνώμης τους και να διεκδικήσουν τη θέση τους στην Ε.Ε. και αυτό που είναι σωστό για το μέλλον της Ε.Ε. Τώρα είναι η στιγμή να στηρίξουμε μια υποψηφιότητα που θα πείσει τους Ευρωπαίους ψηφοφόρους ότι αναλαμβάνουμε δράση για να αντιμετωπίσουμε όσα τους απασχολούν.
Πρόσφατα γεγονότα μάς υπενθυμίζουν το τίμημα που πλήρωσαν τα ευρωπαϊκά έθνη στον αγώνα τους για ελευθερία και δημοκρατία. Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν πετύχαμε πολλά, δείχνοντας σεβασμό στις διαφορές μας, ακολουθώντας τους κανόνες, χαρτογραφώντας υπομονετικά την κοινή μας πορεία προς τα εμπρός μέσα στο ευρωπαϊκό πνεύμα. Και σ’ αυτήν τη σημαντική στιγμή για την Ευρώπη, αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε.
Έντυπη
Για πολλούς Ευρωπαίους το πιο ενδιαφέρον ζήτημα των ημερών είναι το ποια ομάδα θα σηκώσει το κύπελλο στο Μουντιάλ. Μόνο μια ισχνή μειοψηφία θα παρακολουθεί με ενδιαφέρον τη συζήτηση σχετικά με την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Πρόκειται, βέβαια, για ένα πολύ σημαντικό ζήτημα που φθάνει στην καρδιά του τρόπου με τον οποίο η Ε.Ε. παίρνει αποφάσεις, της ανάγκης να σεβαστούμε τους κανόνες της και της σωστής σχέσης μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών και των θεσμών της Ε.Ε.
Στις εκλογές του Μαΐου οι ψηφοφόροι έστειλαν ένα σαφές μήνυμα. Είναι απογοητευμένοι από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η Ευρώπη. Απαιτούν αλλαγές για να ασχοληθεί η Ευρώπη με τα θέματα που τους αφορούν: την ανάπτυξη και τις θέσεις εργασίας.
Αυτό έγινε σαφές μέσα από την άνοδο αντιευρωπαϊκών κομμάτων, την αύξηση της αποχής και την πτώση των ποσοστών των μεγαλύτερων πολιτικών ομάδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το ερώτημα τώρα για τους ηγέτες της Ευρώπης είναι: Πώς να ανταποκριθούμε σ’ αυτό το μήνυμα; Το διακύβευμα είναι το μέλλον της Ε.Ε., που πρέπει είτε να αλλάξει είτε να συμβιβαστεί με μια συνεχιζόμενη παρακμή. Η θέση της Βρετανίας είναι σαφής: Θέλουμε να πετύχει η Ε.Ε. Θέλουμε να προασπίσουμε τις αξίες της ελευθερίας και της δημοκρατίας σε ολόκληρη την ήπειρό μας και να φέρουμε την ευημερία. Αυτή είναι η κύρια αποστολή της Ε.Ε. σήμερα. Και αυτό προϋποθέτει μια πιο ανοιχτή, εξωστρεφή, ευέλικτη και ανταγωνιστική Ε.Ε. Προϋποθέτει επίσης τολμηρή ηγεσία – ανθρώπους διατεθειμένους να δώσουν προσοχή στις ανησυχίες των ψηφοφόρων και να αναλάβουν δράση για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη.
Η πρώτη δοκιμασία είναι ο διορισμός του επόμενου προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Βάσει των ευρωπαϊκών συνθηκών, όπως έχουν επικυρωθεί από τα εθνικά Κοινοβούλια, οι επικεφαλής των κυβερνήσεων κρατών-μελών έχουν την αρμοδιότητα να προτείνουν τον υποψήφιο πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – «λαμβάνοντας υπόψη τους», βεβαίως, το αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών εκλογών. Και βέβαια, η πρότασή τους πρέπει να εγκριθεί από τους ευρωβουλευτές με μυστική ψηφοφορία. Πρόκειται για μια σαφή διαδικασία που προβλέπεται από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας έπειτα από εξαντλητικές διαπραγματεύσεις σχετικά με την ισορροπία εξουσιών μεταξύ των εθνικών κρατών και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ομως, ορισμένοι ευρωβουλευτές έχουν εφεύρει μια νέα διαδικασία, με την οποία προσπαθούν και να επιλέξουν και να εκλέξουν τον υποψήφιο πρόεδρο οι ίδιοι. Κάθε μία από τις βασικές πολιτικές ομάδες του Ευρωκοινοβουλίου επέλεξε τον λεγόμενο «κύριο υποψήφιό» της κατά τη διάρκεια των εκλογών και συμφώνησαν εν κρυπτώ να στηρίξουν από κοινού μετά τις εκλογές τον «κύριο υποψήφιο» του κόμματος που κατέλαβε τις περισσότερες έδρες. Αυτή η ιδέα δεν συμφωνήθηκε ποτέ στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Δεν τέθηκε προς διαπραγμάτευση στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών θεσμών. Και βέβαια, δεν επικυρώθηκε ποτέ από τα εθνικά Κοινοβούλια. Και όμως, οι υποστηρικτές της ιδέας του «κύριου υποψήφιου» ισχυρίζονται ότι οι εκλογές έγιναν και οι πολίτες της Ευρώπης προφανώς επέλεξαν τον Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ ως τον επόμενο πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ότι θα ήταν αντιδημοκρατικό να επιλέξουν κάποιον άλλον οι εκλεγμένοι ηγέτες των κρατών-μελών.
Δεν αποτελεί επίθεση κατά του κ. Γιουνκέρ, ενός παλαιού και έμπειρου Ευρωπαίου πολιτικού, το να χαρακτηρίσει κανείς την παραπάνω επιχειρηματολογία ανοησία. Η πλειοψηφία των Ευρωπαίων πολιτών απείχε από τις ευρωεκλογές, ενώ στις περισσότερες χώρες η συμμετοχή μειώθηκε σε σχέση με τις προηγούμενες. Το όνομα του Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ δεν υπήρχε σε κανένα ψηφοδέλτιο. Ακόμα και στη Γερμανία, όπου η ιδέα του «κύριου υποψήφιου» συζητήθηκε δημόσια περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού, μόνο το 15% των πολιτών γνώριζε ότι ήταν «υποψήφιος». Οσοι ψήφισαν το έκαναν για να επιλέξουν τον ευρωβουλευτή που θα τους εκπροσωπήσει, όχι τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ο κ. Γιουνκέρ δεν έθεσε πουθενά υποψηφιότητα και δεν εξελέγη από κανέναν. Η αποδοχή ενός τέτοιου ισχυρισμού θα υπονόμευε τη δημοκρατική νομιμοποίηση της Ε.Ε. αντί να την ενισχύσει. Θα μετέφερε ισχύ από τις εθνικές κυβερνήσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο χωρίς την έγκριση του εκλογικού σώματος. Στην πραγματικότητα θα στερούσε από οποιονδήποτε πρωθυπουργό ή πρόεδρο εν ενεργεία τη δυνατότητα να γίνει ποτέ πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – περιορίζοντας έτσι τεχνητά τη δεξαμενή των υποψηφίων ακριβώς τη στιγμή που η Ε.Ε. θα έπρεπε με ζήλο να αναζητεί τον απολύτως καλύτερο.
Θα πολιτικοποιούσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πρόκειται για έναν κίνδυνο για τον οποίο ο Ζισκάρ ντ’ Εστέν είχε προειδοποιήσει την Ευρώπη, όταν πριν από μια δεκαετία η ιδέα της εκλογής του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από τους ευρωβουλευτές είχε απορριφθεί. Ο Ντ’ Εστέν είχε προειδοποιήσει τότε ότι μια τέτοια κίνηση θα δυσχέραινε το έργο της Επιτροπής «να ενσαρκώνει την αμεροληψία και το κοινό καλό της Ενωσης». Θα έθετε σε κίνδυνο την αξιοπιστία της Επιτροπής κατά την άσκηση των κανονιστικών εξουσιών και κατά την επίλυση διαφορών. Και το σημαντικότερο, θα έδινε το πράσινο φως σε όσους επιθυμούν να παραβούν τους κοινοτικούς κανόνες από την πίσω πόρτα. Κανόνες που έχουν κυρωθεί από τα εθνικά μας Κοινοβούλια και έχουν περιληφθεί στο διεθνές δίκαιο. Είτε επιθυμεί κανείς περισσότερη άμεση δημοκρατία στην Ευρώπη είτε όχι, θα πρέπει όλοι μας να συμφωνήσουμε ότι καταρχήν πρέπει να τηρούμε τον βασικό νόμο.
Πολλοί είναι αυτοί που έχουν σοβαρούς προβληματισμούς για όλη αυτή την προσέγγιση, για την υφαρπαγή εξουσιών από την πίσω πόρτα. Και δεν πρέπει να αποδεχτούμε μια κατάσταση που κάποιοι επιδιώκουν να διαμορφώσουν πάνω στο θέμα αυτό, όταν ξέρουμε ότι κάτι τέτοιο θα δημιουργήσει ένα πολύ επικίνδυνο προηγούμενο. Θα πρέπει να ασχοληθούμε με την αναζήτηση του καλύτερου υποψήφιου για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Κάποιου που θα προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις, που θα δώσει προτεραιότητα σε πολιτικές για την ανάπτυξη και θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας και που θα αποδέχεται ότι οι ανάγκες της Ευρώπης μπορεί και να εξυπηρετούνται καλύτερα σε εθνικό επίπεδο. Ενας τέτοιος υποψήφιος θα αναγνωρίζεται ως έντιμος και αξιόπιστος μεσολαβητής και θα κάνει τους Ευρωπαίους πολίτες να ενδιαφερθούν ξανά για την Ευρώπη.
Η Βρετανία έχει τη φήμη ότι παλεύει για τη δημοκρατία αλλά και για το εθνικό της συμφέρον. Αλλά αυτή η μάχη δίνεται για το συμφέρον της Ευρώπης. Και τα τρία μεγαλύτερα βρετανικά κόμματα είναι ενωμένα στο ζήτημα αυτό. Τώρα είναι η στιγμή που οι εκλεγμένοι πολιτικοί ηγέτες της Ευρώπης πρέπει να έχουν το θάρρος της γνώμης τους και να διεκδικήσουν τη θέση τους στην Ε.Ε. και αυτό που είναι σωστό για το μέλλον της Ε.Ε. Τώρα είναι η στιγμή να στηρίξουμε μια υποψηφιότητα που θα πείσει τους Ευρωπαίους ψηφοφόρους ότι αναλαμβάνουμε δράση για να αντιμετωπίσουμε όσα τους απασχολούν.
Πρόσφατα γεγονότα μάς υπενθυμίζουν το τίμημα που πλήρωσαν τα ευρωπαϊκά έθνη στον αγώνα τους για ελευθερία και δημοκρατία. Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν πετύχαμε πολλά, δείχνοντας σεβασμό στις διαφορές μας, ακολουθώντας τους κανόνες, χαρτογραφώντας υπομονετικά την κοινή μας πορεία προς τα εμπρός μέσα στο ευρωπαϊκό πνεύμα. Και σ’ αυτήν τη σημαντική στιγμή για την Ευρώπη, αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε.
Στις εκλογές του Μαΐου οι ψηφοφόροι έστειλαν ένα σαφές μήνυμα. Είναι απογοητευμένοι από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η Ευρώπη. Απαιτούν αλλαγές για να ασχοληθεί η Ευρώπη με τα θέματα που τους αφορούν: την ανάπτυξη και τις θέσεις εργασίας.
Αυτό έγινε σαφές μέσα από την άνοδο αντιευρωπαϊκών κομμάτων, την αύξηση της αποχής και την πτώση των ποσοστών των μεγαλύτερων πολιτικών ομάδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το ερώτημα τώρα για τους ηγέτες της Ευρώπης είναι: Πώς να ανταποκριθούμε σ’ αυτό το μήνυμα; Το διακύβευμα είναι το μέλλον της Ε.Ε., που πρέπει είτε να αλλάξει είτε να συμβιβαστεί με μια συνεχιζόμενη παρακμή. Η θέση της Βρετανίας είναι σαφής: Θέλουμε να πετύχει η Ε.Ε. Θέλουμε να προασπίσουμε τις αξίες της ελευθερίας και της δημοκρατίας σε ολόκληρη την ήπειρό μας και να φέρουμε την ευημερία. Αυτή είναι η κύρια αποστολή της Ε.Ε. σήμερα. Και αυτό προϋποθέτει μια πιο ανοιχτή, εξωστρεφή, ευέλικτη και ανταγωνιστική Ε.Ε. Προϋποθέτει επίσης τολμηρή ηγεσία – ανθρώπους διατεθειμένους να δώσουν προσοχή στις ανησυχίες των ψηφοφόρων και να αναλάβουν δράση για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη.
Η πρώτη δοκιμασία είναι ο διορισμός του επόμενου προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Βάσει των ευρωπαϊκών συνθηκών, όπως έχουν επικυρωθεί από τα εθνικά Κοινοβούλια, οι επικεφαλής των κυβερνήσεων κρατών-μελών έχουν την αρμοδιότητα να προτείνουν τον υποψήφιο πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – «λαμβάνοντας υπόψη τους», βεβαίως, το αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών εκλογών. Και βέβαια, η πρότασή τους πρέπει να εγκριθεί από τους ευρωβουλευτές με μυστική ψηφοφορία. Πρόκειται για μια σαφή διαδικασία που προβλέπεται από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας έπειτα από εξαντλητικές διαπραγματεύσεις σχετικά με την ισορροπία εξουσιών μεταξύ των εθνικών κρατών και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ομως, ορισμένοι ευρωβουλευτές έχουν εφεύρει μια νέα διαδικασία, με την οποία προσπαθούν και να επιλέξουν και να εκλέξουν τον υποψήφιο πρόεδρο οι ίδιοι. Κάθε μία από τις βασικές πολιτικές ομάδες του Ευρωκοινοβουλίου επέλεξε τον λεγόμενο «κύριο υποψήφιό» της κατά τη διάρκεια των εκλογών και συμφώνησαν εν κρυπτώ να στηρίξουν από κοινού μετά τις εκλογές τον «κύριο υποψήφιο» του κόμματος που κατέλαβε τις περισσότερες έδρες. Αυτή η ιδέα δεν συμφωνήθηκε ποτέ στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Δεν τέθηκε προς διαπραγμάτευση στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών θεσμών. Και βέβαια, δεν επικυρώθηκε ποτέ από τα εθνικά Κοινοβούλια. Και όμως, οι υποστηρικτές της ιδέας του «κύριου υποψήφιου» ισχυρίζονται ότι οι εκλογές έγιναν και οι πολίτες της Ευρώπης προφανώς επέλεξαν τον Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ ως τον επόμενο πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ότι θα ήταν αντιδημοκρατικό να επιλέξουν κάποιον άλλον οι εκλεγμένοι ηγέτες των κρατών-μελών.
Δεν αποτελεί επίθεση κατά του κ. Γιουνκέρ, ενός παλαιού και έμπειρου Ευρωπαίου πολιτικού, το να χαρακτηρίσει κανείς την παραπάνω επιχειρηματολογία ανοησία. Η πλειοψηφία των Ευρωπαίων πολιτών απείχε από τις ευρωεκλογές, ενώ στις περισσότερες χώρες η συμμετοχή μειώθηκε σε σχέση με τις προηγούμενες. Το όνομα του Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ δεν υπήρχε σε κανένα ψηφοδέλτιο. Ακόμα και στη Γερμανία, όπου η ιδέα του «κύριου υποψήφιου» συζητήθηκε δημόσια περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού, μόνο το 15% των πολιτών γνώριζε ότι ήταν «υποψήφιος». Οσοι ψήφισαν το έκαναν για να επιλέξουν τον ευρωβουλευτή που θα τους εκπροσωπήσει, όχι τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ο κ. Γιουνκέρ δεν έθεσε πουθενά υποψηφιότητα και δεν εξελέγη από κανέναν. Η αποδοχή ενός τέτοιου ισχυρισμού θα υπονόμευε τη δημοκρατική νομιμοποίηση της Ε.Ε. αντί να την ενισχύσει. Θα μετέφερε ισχύ από τις εθνικές κυβερνήσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο χωρίς την έγκριση του εκλογικού σώματος. Στην πραγματικότητα θα στερούσε από οποιονδήποτε πρωθυπουργό ή πρόεδρο εν ενεργεία τη δυνατότητα να γίνει ποτέ πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – περιορίζοντας έτσι τεχνητά τη δεξαμενή των υποψηφίων ακριβώς τη στιγμή που η Ε.Ε. θα έπρεπε με ζήλο να αναζητεί τον απολύτως καλύτερο.
Θα πολιτικοποιούσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πρόκειται για έναν κίνδυνο για τον οποίο ο Ζισκάρ ντ’ Εστέν είχε προειδοποιήσει την Ευρώπη, όταν πριν από μια δεκαετία η ιδέα της εκλογής του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από τους ευρωβουλευτές είχε απορριφθεί. Ο Ντ’ Εστέν είχε προειδοποιήσει τότε ότι μια τέτοια κίνηση θα δυσχέραινε το έργο της Επιτροπής «να ενσαρκώνει την αμεροληψία και το κοινό καλό της Ενωσης». Θα έθετε σε κίνδυνο την αξιοπιστία της Επιτροπής κατά την άσκηση των κανονιστικών εξουσιών και κατά την επίλυση διαφορών. Και το σημαντικότερο, θα έδινε το πράσινο φως σε όσους επιθυμούν να παραβούν τους κοινοτικούς κανόνες από την πίσω πόρτα. Κανόνες που έχουν κυρωθεί από τα εθνικά μας Κοινοβούλια και έχουν περιληφθεί στο διεθνές δίκαιο. Είτε επιθυμεί κανείς περισσότερη άμεση δημοκρατία στην Ευρώπη είτε όχι, θα πρέπει όλοι μας να συμφωνήσουμε ότι καταρχήν πρέπει να τηρούμε τον βασικό νόμο.
Πολλοί είναι αυτοί που έχουν σοβαρούς προβληματισμούς για όλη αυτή την προσέγγιση, για την υφαρπαγή εξουσιών από την πίσω πόρτα. Και δεν πρέπει να αποδεχτούμε μια κατάσταση που κάποιοι επιδιώκουν να διαμορφώσουν πάνω στο θέμα αυτό, όταν ξέρουμε ότι κάτι τέτοιο θα δημιουργήσει ένα πολύ επικίνδυνο προηγούμενο. Θα πρέπει να ασχοληθούμε με την αναζήτηση του καλύτερου υποψήφιου για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Κάποιου που θα προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις, που θα δώσει προτεραιότητα σε πολιτικές για την ανάπτυξη και θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας και που θα αποδέχεται ότι οι ανάγκες της Ευρώπης μπορεί και να εξυπηρετούνται καλύτερα σε εθνικό επίπεδο. Ενας τέτοιος υποψήφιος θα αναγνωρίζεται ως έντιμος και αξιόπιστος μεσολαβητής και θα κάνει τους Ευρωπαίους πολίτες να ενδιαφερθούν ξανά για την Ευρώπη.
Η Βρετανία έχει τη φήμη ότι παλεύει για τη δημοκρατία αλλά και για το εθνικό της συμφέρον. Αλλά αυτή η μάχη δίνεται για το συμφέρον της Ευρώπης. Και τα τρία μεγαλύτερα βρετανικά κόμματα είναι ενωμένα στο ζήτημα αυτό. Τώρα είναι η στιγμή που οι εκλεγμένοι πολιτικοί ηγέτες της Ευρώπης πρέπει να έχουν το θάρρος της γνώμης τους και να διεκδικήσουν τη θέση τους στην Ε.Ε. και αυτό που είναι σωστό για το μέλλον της Ε.Ε. Τώρα είναι η στιγμή να στηρίξουμε μια υποψηφιότητα που θα πείσει τους Ευρωπαίους ψηφοφόρους ότι αναλαμβάνουμε δράση για να αντιμετωπίσουμε όσα τους απασχολούν.
Πρόσφατα γεγονότα μάς υπενθυμίζουν το τίμημα που πλήρωσαν τα ευρωπαϊκά έθνη στον αγώνα τους για ελευθερία και δημοκρατία. Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν πετύχαμε πολλά, δείχνοντας σεβασμό στις διαφορές μας, ακολουθώντας τους κανόνες, χαρτογραφώντας υπομονετικά την κοινή μας πορεία προς τα εμπρός μέσα στο ευρωπαϊκό πνεύμα. Και σ’ αυτήν τη σημαντική στιγμή για την Ευρώπη, αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε.
Για πολλούς Ευρωπαίους το πιο ενδιαφέρον ζήτημα των ημερών είναι το ποια ομάδα θα σηκώσει το κύπελλο στο Μουντιάλ. Μόνο μια ισχνή μειοψηφία θα παρακολουθεί με ενδιαφέρον τη συζήτηση σχετικά με την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Πρόκειται, βέβαια, για ένα πολύ σημαντικό ζήτημα που φθάνει στην καρδιά του τρόπου με τον οποίο η Ε.Ε. παίρνει αποφάσεις, της ανάγκης να σεβαστούμε τους κανόνες της και της σωστής σχέσης μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών και των θεσμών της Ε.Ε.
Στις εκλογές του Μαΐου οι ψηφοφόροι έστειλαν ένα σαφές μήνυμα. Είναι απογοητευμένοι από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η Ευρώπη. Απαιτούν αλλαγές για να ασχοληθεί η Ευρώπη με τα θέματα που τους αφορούν: την ανάπτυξη και τις θέσεις εργασίας.
Αυτό έγινε σαφές μέσα από την άνοδο αντιευρωπαϊκών κομμάτων, την αύξηση της αποχής και την πτώση των ποσοστών των μεγαλύτερων πολιτικών ομάδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το ερώτημα τώρα για τους ηγέτες της Ευρώπης είναι: Πώς να ανταποκριθούμε σ’ αυτό το μήνυμα; Το διακύβευμα είναι το μέλλον της Ε.Ε., που πρέπει είτε να αλλάξει είτε να συμβιβαστεί με μια συνεχιζόμενη παρακμή. Η θέση της Βρετανίας είναι σαφής: Θέλουμε να πετύχει η Ε.Ε. Θέλουμε να προασπίσουμε τις αξίες της ελευθερίας και της δημοκρατίας σε ολόκληρη την ήπειρό μας και να φέρουμε την ευημερία. Αυτή είναι η κύρια αποστολή της Ε.Ε. σήμερα. Και αυτό προϋποθέτει μια πιο ανοιχτή, εξωστρεφή, ευέλικτη και ανταγωνιστική Ε.Ε. Προϋποθέτει επίσης τολμηρή ηγεσία – ανθρώπους διατεθειμένους να δώσουν προσοχή στις ανησυχίες των ψηφοφόρων και να αναλάβουν δράση για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη.
Η πρώτη δοκιμασία είναι ο διορισμός του επόμενου προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Βάσει των ευρωπαϊκών συνθηκών, όπως έχουν επικυρωθεί από τα εθνικά Κοινοβούλια, οι επικεφαλής των κυβερνήσεων κρατών-μελών έχουν την αρμοδιότητα να προτείνουν τον υποψήφιο πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – «λαμβάνοντας υπόψη τους», βεβαίως, το αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών εκλογών. Και βέβαια, η πρότασή τους πρέπει να εγκριθεί από τους ευρωβουλευτές με μυστική ψηφοφορία. Πρόκειται για μια σαφή διαδικασία που προβλέπεται από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας έπειτα από εξαντλητικές διαπραγματεύσεις σχετικά με την ισορροπία εξουσιών μεταξύ των εθνικών κρατών και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ομως, ορισμένοι ευρωβουλευτές έχουν εφεύρει μια νέα διαδικασία, με την οποία προσπαθούν και να επιλέξουν και να εκλέξουν τον υποψήφιο πρόεδρο οι ίδιοι. Κάθε μία από τις βασικές πολιτικές ομάδες του Ευρωκοινοβουλίου επέλεξε τον λεγόμενο «κύριο υποψήφιό» της κατά τη διάρκεια των εκλογών και συμφώνησαν εν κρυπτώ να στηρίξουν από κοινού μετά τις εκλογές τον «κύριο υποψήφιο» του κόμματος που κατέλαβε τις περισσότερες έδρες. Αυτή η ιδέα δεν συμφωνήθηκε ποτέ στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Δεν τέθηκε προς διαπραγμάτευση στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών θεσμών. Και βέβαια, δεν επικυρώθηκε ποτέ από τα εθνικά Κοινοβούλια. Και όμως, οι υποστηρικτές της ιδέας του «κύριου υποψήφιου» ισχυρίζονται ότι οι εκλογές έγιναν και οι πολίτες της Ευρώπης προφανώς επέλεξαν τον Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ ως τον επόμενο πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ότι θα ήταν αντιδημοκρατικό να επιλέξουν κάποιον άλλον οι εκλεγμένοι ηγέτες των κρατών-μελών.
Δεν αποτελεί επίθεση κατά του κ. Γιουνκέρ, ενός παλαιού και έμπειρου Ευρωπαίου πολιτικού, το να χαρακτηρίσει κανείς την παραπάνω επιχειρηματολογία ανοησία. Η πλειοψηφία των Ευρωπαίων πολιτών απείχε από τις ευρωεκλογές, ενώ στις περισσότερες χώρες η συμμετοχή μειώθηκε σε σχέση με τις προηγούμενες. Το όνομα του Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ δεν υπήρχε σε κανένα ψηφοδέλτιο. Ακόμα και στη Γερμανία, όπου η ιδέα του «κύριου υποψήφιου» συζητήθηκε δημόσια περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού, μόνο το 15% των πολιτών γνώριζε ότι ήταν «υποψήφιος». Οσοι ψήφισαν το έκαναν για να επιλέξουν τον ευρωβουλευτή που θα τους εκπροσωπήσει, όχι τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ο κ. Γιουνκέρ δεν έθεσε πουθενά υποψηφιότητα και δεν εξελέγη από κανέναν. Η αποδοχή ενός τέτοιου ισχυρισμού θα υπονόμευε τη δημοκρατική νομιμοποίηση της Ε.Ε. αντί να την ενισχύσει. Θα μετέφερε ισχύ από τις εθνικές κυβερνήσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο χωρίς την έγκριση του εκλογικού σώματος. Στην πραγματικότητα θα στερούσε από οποιονδήποτε πρωθυπουργό ή πρόεδρο εν ενεργεία τη δυνατότητα να γίνει ποτέ πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – περιορίζοντας έτσι τεχνητά τη δεξαμενή των υποψηφίων ακριβώς τη στιγμή που η Ε.Ε. θα έπρεπε με ζήλο να αναζητεί τον απολύτως καλύτερο.
Θα πολιτικοποιούσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πρόκειται για έναν κίνδυνο για τον οποίο ο Ζισκάρ ντ’ Εστέν είχε προειδοποιήσει την Ευρώπη, όταν πριν από μια δεκαετία η ιδέα της εκλογής του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από τους ευρωβουλευτές είχε απορριφθεί. Ο Ντ’ Εστέν είχε προειδοποιήσει τότε ότι μια τέτοια κίνηση θα δυσχέραινε το έργο της Επιτροπής «να ενσαρκώνει την αμεροληψία και το κοινό καλό της Ενωσης». Θα έθετε σε κίνδυνο την αξιοπιστία της Επιτροπής κατά την άσκηση των κανονιστικών εξουσιών και κατά την επίλυση διαφορών. Και το σημαντικότερο, θα έδινε το πράσινο φως σε όσους επιθυμούν να παραβούν τους κοινοτικούς κανόνες από την πίσω πόρτα. Κανόνες που έχουν κυρωθεί από τα εθνικά μας Κοινοβούλια και έχουν περιληφθεί στο διεθνές δίκαιο. Είτε επιθυμεί κανείς περισσότερη άμεση δημοκρατία στην Ευρώπη είτε όχι, θα πρέπει όλοι μας να συμφωνήσουμε ότι καταρχήν πρέπει να τηρούμε τον βασικό νόμο.
Πολλοί είναι αυτοί που έχουν σοβαρούς προβληματισμούς για όλη αυτή την προσέγγιση, για την υφαρπαγή εξουσιών από την πίσω πόρτα. Και δεν πρέπει να αποδεχτούμε μια κατάσταση που κάποιοι επιδιώκουν να διαμορφώσουν πάνω στο θέμα αυτό, όταν ξέρουμε ότι κάτι τέτοιο θα δημιουργήσει ένα πολύ επικίνδυνο προηγούμενο. Θα πρέπει να ασχοληθούμε με την αναζήτηση του καλύτερου υποψήφιου για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Κάποιου που θα προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις, που θα δώσει προτεραιότητα σε πολιτικές για την ανάπτυξη και θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας και που θα αποδέχεται ότι οι ανάγκες της Ευρώπης μπορεί και να εξυπηρετούνται καλύτερα σε εθνικό επίπεδο. Ενας τέτοιος υποψήφιος θα αναγνωρίζεται ως έντιμος και αξιόπιστος μεσολαβητής και θα κάνει τους Ευρωπαίους πολίτες να ενδιαφερθούν ξανά για την Ευρώπη.
Η Βρετανία έχει τη φήμη ότι παλεύει για τη δημοκρατία αλλά και για το εθνικό της συμφέρον. Αλλά αυτή η μάχη δίνεται για το συμφέρον της Ευρώπης. Και τα τρία μεγαλύτερα βρετανικά κόμματα είναι ενωμένα στο ζήτημα αυτό. Τώρα είναι η στιγμή που οι εκλεγμένοι πολιτικοί ηγέτες της Ευρώπης πρέπει να έχουν το θάρρος της γνώμης τους και να διεκδικήσουν τη θέση τους στην Ε.Ε. και αυτό που είναι σωστό για το μέλλον της Ε.Ε. Τώρα είναι η στιγμή να στηρίξουμε μια υποψηφιότητα που θα πείσει τους Ευρωπαίους ψηφοφόρους ότι αναλαμβάνουμε δράση για να αντιμετωπίσουμε όσα τους απασχολούν.
Πρόσφατα γεγονότα μάς υπενθυμίζουν το τίμημα που πλήρωσαν τα ευρωπαϊκά έθνη στον αγώνα τους για ελευθερία και δημοκρατία. Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν πετύχαμε πολλά, δείχνοντας σεβασμό στις διαφορές μας, ακολουθώντας τους κανόνες, χαρτογραφώντας υπομονετικά την κοινή μας πορεία προς τα εμπρός μέσα στο ευρωπαϊκό πνεύμα. Και σ’ αυτήν τη σημαντική στιγμή για την Ευρώπη, αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε.
Στις εκλογές του Μαΐου οι ψηφοφόροι έστειλαν ένα σαφές μήνυμα. Είναι απογοητευμένοι από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η Ευρώπη. Απαιτούν αλλαγές για να ασχοληθεί η Ευρώπη με τα θέματα που τους αφορούν: την ανάπτυξη και τις θέσεις εργασίας.
Αυτό έγινε σαφές μέσα από την άνοδο αντιευρωπαϊκών κομμάτων, την αύξηση της αποχής και την πτώση των ποσοστών των μεγαλύτερων πολιτικών ομάδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το ερώτημα τώρα για τους ηγέτες της Ευρώπης είναι: Πώς να ανταποκριθούμε σ’ αυτό το μήνυμα; Το διακύβευμα είναι το μέλλον της Ε.Ε., που πρέπει είτε να αλλάξει είτε να συμβιβαστεί με μια συνεχιζόμενη παρακμή. Η θέση της Βρετανίας είναι σαφής: Θέλουμε να πετύχει η Ε.Ε. Θέλουμε να προασπίσουμε τις αξίες της ελευθερίας και της δημοκρατίας σε ολόκληρη την ήπειρό μας και να φέρουμε την ευημερία. Αυτή είναι η κύρια αποστολή της Ε.Ε. σήμερα. Και αυτό προϋποθέτει μια πιο ανοιχτή, εξωστρεφή, ευέλικτη και ανταγωνιστική Ε.Ε. Προϋποθέτει επίσης τολμηρή ηγεσία – ανθρώπους διατεθειμένους να δώσουν προσοχή στις ανησυχίες των ψηφοφόρων και να αναλάβουν δράση για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη.
Η πρώτη δοκιμασία είναι ο διορισμός του επόμενου προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Βάσει των ευρωπαϊκών συνθηκών, όπως έχουν επικυρωθεί από τα εθνικά Κοινοβούλια, οι επικεφαλής των κυβερνήσεων κρατών-μελών έχουν την αρμοδιότητα να προτείνουν τον υποψήφιο πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – «λαμβάνοντας υπόψη τους», βεβαίως, το αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών εκλογών. Και βέβαια, η πρότασή τους πρέπει να εγκριθεί από τους ευρωβουλευτές με μυστική ψηφοφορία. Πρόκειται για μια σαφή διαδικασία που προβλέπεται από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας έπειτα από εξαντλητικές διαπραγματεύσεις σχετικά με την ισορροπία εξουσιών μεταξύ των εθνικών κρατών και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ομως, ορισμένοι ευρωβουλευτές έχουν εφεύρει μια νέα διαδικασία, με την οποία προσπαθούν και να επιλέξουν και να εκλέξουν τον υποψήφιο πρόεδρο οι ίδιοι. Κάθε μία από τις βασικές πολιτικές ομάδες του Ευρωκοινοβουλίου επέλεξε τον λεγόμενο «κύριο υποψήφιό» της κατά τη διάρκεια των εκλογών και συμφώνησαν εν κρυπτώ να στηρίξουν από κοινού μετά τις εκλογές τον «κύριο υποψήφιο» του κόμματος που κατέλαβε τις περισσότερες έδρες. Αυτή η ιδέα δεν συμφωνήθηκε ποτέ στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Δεν τέθηκε προς διαπραγμάτευση στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών θεσμών. Και βέβαια, δεν επικυρώθηκε ποτέ από τα εθνικά Κοινοβούλια. Και όμως, οι υποστηρικτές της ιδέας του «κύριου υποψήφιου» ισχυρίζονται ότι οι εκλογές έγιναν και οι πολίτες της Ευρώπης προφανώς επέλεξαν τον Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ ως τον επόμενο πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ότι θα ήταν αντιδημοκρατικό να επιλέξουν κάποιον άλλον οι εκλεγμένοι ηγέτες των κρατών-μελών.
Δεν αποτελεί επίθεση κατά του κ. Γιουνκέρ, ενός παλαιού και έμπειρου Ευρωπαίου πολιτικού, το να χαρακτηρίσει κανείς την παραπάνω επιχειρηματολογία ανοησία. Η πλειοψηφία των Ευρωπαίων πολιτών απείχε από τις ευρωεκλογές, ενώ στις περισσότερες χώρες η συμμετοχή μειώθηκε σε σχέση με τις προηγούμενες. Το όνομα του Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ δεν υπήρχε σε κανένα ψηφοδέλτιο. Ακόμα και στη Γερμανία, όπου η ιδέα του «κύριου υποψήφιου» συζητήθηκε δημόσια περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού, μόνο το 15% των πολιτών γνώριζε ότι ήταν «υποψήφιος». Οσοι ψήφισαν το έκαναν για να επιλέξουν τον ευρωβουλευτή που θα τους εκπροσωπήσει, όχι τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ο κ. Γιουνκέρ δεν έθεσε πουθενά υποψηφιότητα και δεν εξελέγη από κανέναν. Η αποδοχή ενός τέτοιου ισχυρισμού θα υπονόμευε τη δημοκρατική νομιμοποίηση της Ε.Ε. αντί να την ενισχύσει. Θα μετέφερε ισχύ από τις εθνικές κυβερνήσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο χωρίς την έγκριση του εκλογικού σώματος. Στην πραγματικότητα θα στερούσε από οποιονδήποτε πρωθυπουργό ή πρόεδρο εν ενεργεία τη δυνατότητα να γίνει ποτέ πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – περιορίζοντας έτσι τεχνητά τη δεξαμενή των υποψηφίων ακριβώς τη στιγμή που η Ε.Ε. θα έπρεπε με ζήλο να αναζητεί τον απολύτως καλύτερο.
Θα πολιτικοποιούσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πρόκειται για έναν κίνδυνο για τον οποίο ο Ζισκάρ ντ’ Εστέν είχε προειδοποιήσει την Ευρώπη, όταν πριν από μια δεκαετία η ιδέα της εκλογής του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από τους ευρωβουλευτές είχε απορριφθεί. Ο Ντ’ Εστέν είχε προειδοποιήσει τότε ότι μια τέτοια κίνηση θα δυσχέραινε το έργο της Επιτροπής «να ενσαρκώνει την αμεροληψία και το κοινό καλό της Ενωσης». Θα έθετε σε κίνδυνο την αξιοπιστία της Επιτροπής κατά την άσκηση των κανονιστικών εξουσιών και κατά την επίλυση διαφορών. Και το σημαντικότερο, θα έδινε το πράσινο φως σε όσους επιθυμούν να παραβούν τους κοινοτικούς κανόνες από την πίσω πόρτα. Κανόνες που έχουν κυρωθεί από τα εθνικά μας Κοινοβούλια και έχουν περιληφθεί στο διεθνές δίκαιο. Είτε επιθυμεί κανείς περισσότερη άμεση δημοκρατία στην Ευρώπη είτε όχι, θα πρέπει όλοι μας να συμφωνήσουμε ότι καταρχήν πρέπει να τηρούμε τον βασικό νόμο.
Πολλοί είναι αυτοί που έχουν σοβαρούς προβληματισμούς για όλη αυτή την προσέγγιση, για την υφαρπαγή εξουσιών από την πίσω πόρτα. Και δεν πρέπει να αποδεχτούμε μια κατάσταση που κάποιοι επιδιώκουν να διαμορφώσουν πάνω στο θέμα αυτό, όταν ξέρουμε ότι κάτι τέτοιο θα δημιουργήσει ένα πολύ επικίνδυνο προηγούμενο. Θα πρέπει να ασχοληθούμε με την αναζήτηση του καλύτερου υποψήφιου για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Κάποιου που θα προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις, που θα δώσει προτεραιότητα σε πολιτικές για την ανάπτυξη και θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας και που θα αποδέχεται ότι οι ανάγκες της Ευρώπης μπορεί και να εξυπηρετούνται καλύτερα σε εθνικό επίπεδο. Ενας τέτοιος υποψήφιος θα αναγνωρίζεται ως έντιμος και αξιόπιστος μεσολαβητής και θα κάνει τους Ευρωπαίους πολίτες να ενδιαφερθούν ξανά για την Ευρώπη.
Η Βρετανία έχει τη φήμη ότι παλεύει για τη δημοκρατία αλλά και για το εθνικό της συμφέρον. Αλλά αυτή η μάχη δίνεται για το συμφέρον της Ευρώπης. Και τα τρία μεγαλύτερα βρετανικά κόμματα είναι ενωμένα στο ζήτημα αυτό. Τώρα είναι η στιγμή που οι εκλεγμένοι πολιτικοί ηγέτες της Ευρώπης πρέπει να έχουν το θάρρος της γνώμης τους και να διεκδικήσουν τη θέση τους στην Ε.Ε. και αυτό που είναι σωστό για το μέλλον της Ε.Ε. Τώρα είναι η στιγμή να στηρίξουμε μια υποψηφιότητα που θα πείσει τους Ευρωπαίους ψηφοφόρους ότι αναλαμβάνουμε δράση για να αντιμετωπίσουμε όσα τους απασχολούν.
Πρόσφατα γεγονότα μάς υπενθυμίζουν το τίμημα που πλήρωσαν τα ευρωπαϊκά έθνη στον αγώνα τους για ελευθερία και δημοκρατία. Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν πετύχαμε πολλά, δείχνοντας σεβασμό στις διαφορές μας, ακολουθώντας τους κανόνες, χαρτογραφώντας υπομονετικά την κοινή μας πορεία προς τα εμπρός μέσα στο ευρωπαϊκό πνεύμα. Και σ’ αυτήν τη σημαντική στιγμή για την Ευρώπη, αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε.
No comments:
Post a Comment