Ο
Μπρούνος και η Μπρούνα μιας γειτονιάς εν
έτει 1942
Ήτανε
ωραία και καλή, όμορφη κι'ευγενικώς χαδιάρα.
Τα μάτια μαύρα και γλυκά έξυπνα μα και πονηρά
μ ολάσπρα όλα τ άλλα.
Καθάρια φωνή στο κάθε τί, πούθελε να πεί,
και στον δικό της γάτο πρόκληση και υπακοή.
Περίεργο, δεν τον αγαπούσε, μόνο που τον φοβότανε
γιατί άγριος καθώς ήτανε,
χάριζε του παραδείσου ξύλο,
σαν και το νόμιζε πρεπούμενο.
Μπρούνο τονε φωνάζανε, κ-ήτανε του καιρού μοντέρνος
Εκείνη Μπρούνα στόνομα, κάλλος και τα λοιπά,
συνόρευε με μια λιθιά, από του γείτονα το σπίτι.
Σαν και νιαούριζε μεσημερίς, κι εκείνη αποκρινόταν ενοχλημένη τάχατες, πήδαγε τον φράχτη θυμωμένος, κι αφού χαιρότανε τα φυσικά του, ξέφευγε βρεγμένος στα δικά του.
Τα βραδυνά σαν βγαίναν τσάρκα στ’Αργοστόλι, πιανόντουσαν αλαμπρατσάδα, λές κ'ητανε το επί γής ζευγάρι.
Ητανε συμπαθή τα ζωντανά, είχανε και σόσιαλ στίς σχέσεις,
γνωρίζανε πολύ εμπορικά, για να περνούν καλά,
μέσα στη δυστυχία των καιρών που τ'Αργοστόλι μάστιζε.
Δεν ήτανε παραξενιά καθόλου, πρωινά και μεσημέρια,
νάβλεπες τον γάτο στην γωνιά, φρουρό απόλαυσης μπρουνίσιας.
Δουλιές με φούντες τούτες δώ, και με πολλά τα κέρδη.
Και κείνη η καυμενούλα, σαν την αποστολική τέλειωνε δουλειά της, κλαμμένη και χαρούμενη μαζί, γύριζε της γειτονιάς τίς πόρτες ,για να λέει, τα παράπονα ψυχής πούχε για τον γάτο της.
Κάποια μέρα συμφώνησαν να κάνουν ένα πάρτυ τύπου ινκόγνιτο με τους δυτικούς τους γείτονες τους, ιταλικά γεννήματα όλοι τους, μαζωχτήκαν στου διπλανού αρχοντικού την ταράτσα, απόπου κανείς θωριά δεν είχε, όλοι κι'όλοι καμμιά 30ριά ,γάτοι,γάτες ,κι όργανα, με μουσικάντες Αλσατούς, επίτηδες φερμένους, όπου τορίξαν στο τρικούβερτο με τα λοιπά και τα λοιπά.
Τα μάτια μαύρα και γλυκά έξυπνα μα και πονηρά
μ ολάσπρα όλα τ άλλα.
Καθάρια φωνή στο κάθε τί, πούθελε να πεί,
και στον δικό της γάτο πρόκληση και υπακοή.
Περίεργο, δεν τον αγαπούσε, μόνο που τον φοβότανε
γιατί άγριος καθώς ήτανε,
χάριζε του παραδείσου ξύλο,
σαν και το νόμιζε πρεπούμενο.
Μπρούνο τονε φωνάζανε, κ-ήτανε του καιρού μοντέρνος
Εκείνη Μπρούνα στόνομα, κάλλος και τα λοιπά,
συνόρευε με μια λιθιά, από του γείτονα το σπίτι.
Σαν και νιαούριζε μεσημερίς, κι εκείνη αποκρινόταν ενοχλημένη τάχατες, πήδαγε τον φράχτη θυμωμένος, κι αφού χαιρότανε τα φυσικά του, ξέφευγε βρεγμένος στα δικά του.
Τα βραδυνά σαν βγαίναν τσάρκα στ’Αργοστόλι, πιανόντουσαν αλαμπρατσάδα, λές κ'ητανε το επί γής ζευγάρι.
Ητανε συμπαθή τα ζωντανά, είχανε και σόσιαλ στίς σχέσεις,
γνωρίζανε πολύ εμπορικά, για να περνούν καλά,
μέσα στη δυστυχία των καιρών που τ'Αργοστόλι μάστιζε.
Δεν ήτανε παραξενιά καθόλου, πρωινά και μεσημέρια,
νάβλεπες τον γάτο στην γωνιά, φρουρό απόλαυσης μπρουνίσιας.
Δουλιές με φούντες τούτες δώ, και με πολλά τα κέρδη.
Και κείνη η καυμενούλα, σαν την αποστολική τέλειωνε δουλειά της, κλαμμένη και χαρούμενη μαζί, γύριζε της γειτονιάς τίς πόρτες ,για να λέει, τα παράπονα ψυχής πούχε για τον γάτο της.
Κάποια μέρα συμφώνησαν να κάνουν ένα πάρτυ τύπου ινκόγνιτο με τους δυτικούς τους γείτονες τους, ιταλικά γεννήματα όλοι τους, μαζωχτήκαν στου διπλανού αρχοντικού την ταράτσα, απόπου κανείς θωριά δεν είχε, όλοι κι'όλοι καμμιά 30ριά ,γάτοι,γάτες ,κι όργανα, με μουσικάντες Αλσατούς, επίτηδες φερμένους, όπου τορίξαν στο τρικούβερτο με τα λοιπά και τα λοιπά.
Απουκάτουθε τ'Αργοστόλι στα σκοτεινά, βουβό και πεινασμένο,
ενοχλημένο απ την οχλοβοή, τα γαυγίσματα, τα νιαουρίσματα και τα ντεσιμπέλ της μουσικής μη μπορώντας ν'αντιδράσει,
κοιμότανε στα λάθρα.
Βλέπεις, φόβος και τρόμος τότες η ζωή, στα 1942.
Μα σαν ξημέρωσε την άλλη, η Μπρούνα η παιχνιδιάρα η καλή,
δεν ξαναφάνηκε στης γειτονιάς τους δρόμους.
Λέγανε πώς αρρώστησε βαρειά, που γλυτωμό δεν είχε.
Εφυγε η ψημένη κι'ήτανε τόσο συμπαθητική ψυχή.
Ο σκληρός Μπρούνο μόνος πειά με τα φτερά πεσμένα
χωρίς ταίρι κί αγαθά, ως ήταν μαθημένος, τ'αποφάσισε
μια μέρα να περάσει το γιοφύρι. Νάνοιωσε τύψη για δροσιά στο πέρασμά του ετούτο;
Ενα από τα γραφήματα που δεν ηθελα να ξεχαστεί, ηταν το παραπάνω.Τα καλοκαίρια και τα δειλινά κυλά η ζωή παραδεισένια στο νησί .
ReplyDelete