Η Ευρώπη, η Ελλάδα, το Μνημόνιο και οι ηγεσίες
Η Ελλάδα, παραδοσιακά, είναι χώρα «εξωστρεφής». Σ’ αυτό συνέβαλαν η γεωγραφική της θέση, ο φιλοδυτικός της προσανατολισμός αλλά και το γεγονός ότι δεν είναι χώρα αυτάρκης ώστε να «αντέχει» στην απομόνωση.
Έχοντας κατά νου τα χαρακτηριστικά αυτά, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, με τη μοναδική πολιτική του διορατικότητα, προσπάθησε και, μετά από αντίξοες συνθήκες από το εξωτερικό αλλά και το εσωτερικό, κατάφερε να εντάξει τη χώρα στην τότε ΕΟΚ, σημερινή Ε.Ε. Ήταν, πραγματικά, μια ιστορική επιτυχία, που ολοκληρώθηκε με την είσοδο στην ΟΝΕ και το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα.
Έκτοτε, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε ελληνικό πολιτικό επίπεδο, άρχισαν να διαφαίνονται εκφυλιστικά φαινόμενα. Η έλλειψη ηγεσιών με ευρωπαϊκό όραμα στο εξωτερικό έπληξε τη βασική αρχή της αλληλεγγύης με αποτέλεσμα να υπερτερεί το εθνικό συμφέρον του συλλογικού. Ταυτόχρονα, οι χώρες- μέλη αφέθηκαν χωρίς ενιαία πολιτική ανάπτυξης, με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε μιας, όπως π.χ. ο τουρισμός και η αγροτική πολιτική για την Ελλάδα.
Αυτή ακριβώς η έλλειψη στρατηγικής αλλά και στιβαρών πολιτικών ηγεσιών με ευρωπαϊκό προσανατολισμό μετέτρεψαν την Ε.Ε. σε ένα συνεταιρισμό συμφερόντων με κυρίαρχο το γερμανογαλλικό δίπολο, με αυτονόμηση – νομισματικά και όχι μόνο – της Βρετανίας και με διαβάθμιση της ιεράρχησης των υπολοίπων σε επίπεδα υποτέλειας.
Η οικονομική κρίση που μεσολάβησε, ανέδειξε το πρόβλημα συνοχής, οράματος και στρατηγικής με αποτέλεσμα η σημερινή Ευρώπη μόνο Ένωση δε θυμίζει.
Η διαπίστωση αυτή – ορατή πλέον από όλους – ενίσχυσε και στην Ελλάδα τις φωνές αμφισβήτησης που ξεκίνησαν από την ανεξέλεγκτη αύξηση των τιμών με τη μετατροπή της δραχμής σε ευρώ και οι οποίες από φωνές έγιναν κραυγές απόγνωσης και αγωνίας με τα πρόσφατα μέτρα «δημοσιονομικής πειθαρχίας».
Φυσικά, κανείς δεν αμφισβητεί τις ευθύνες και της Ελλάδας για το σημερινό κατάντημά της. Είναι όμως χαρακτηριστικό ημών των Ελλήνων να επιρρίπτουμε πάντα τις ευθύνες στο διαιτητή όταν χάνει η ομάδα μας. Και το χειρότερο είναι ότι το κάνουμε, όχι μόνο αν είμαστε απλοί οπαδοί, αλλά ακόμα και όταν έχουμε τη διοίκηση της ομάδας!
Με δεδομένο ότι – δυστυχώς – η πολιτική ασκείται με επικοινωνιακούς όρους και μόνο, οι πρόσφατες εκλογές ανέδειξαν δύο – κατά τη γνώμη μου – βασικές λανθασμένες επιλογές: Η μια στο εξωτερικό με κύριο εκφραστή τη γερμανική ηγεσία και η δεύτερη στο εσωτερικό με πρωταγωνιστές τα δύο πρώην κόμματα του διπολισμού.
Στο εξωτερικό λοιπόν, η κυρία Μέρκελ και οι συνοδοιπόροι της εμφανίστηκαν - επικοινωνιακά τουλάχιστον, με ευθύνη και των δικών μας πολιτικών ηγεσιών και κυρίως του ΠΑΣΟΚ - ρυθμιστές της πολιτικής και οικονομικής ζωής της Ελλάδας κάνοντας εμάς τους Έλληνες να αισθανόμαστε υποτελείς και παγιδευμένοι, πράγμα που, ιστορικά, αυτό αντιβαίνει με την ιδιοσυγκρασία μας. Μιλώντας, πάντα, με επικοινωνιακούς όρους, είναι επίκαιρο το κλασικό ανέκδοτο της προπαγάνδας όπου ο μοναχός που ρώτησε τον ηγούμενο «αν μπορεί να καπνίζει όταν προσεύχεται» εισέπραξε άρνηση ενώ ο άλλος που ρώτησε «αν μπορεί να προσεύχεται όταν καπνίζει» έφυγε με ένα μεγάλο «ναι»!
Οι Γερμανοί και οι άλλοι «φίλοι» αγνόησαν λοιπόν το ελληνικό φιλότιμο και αρκέστηκαν να υπαγορεύουν όλο και πιο δυσβάστακτα μέτρα αδιαφορώντας για τις αντοχές ενός λαού που, ιστορικά, έχει αποδείξει ότι δεν διστάζει να αμυνθεί σε κάθε εισβολέα έστω και αν γνωρίζει ότι ο αγώνας είναι άνισος. Πολύ περισσότερο που τώρα, η «εισβολή» δεν έγινε μόνο στη χώρα του αλλά και στην τσέπη του. Και μάλιστα με τη λογική του «τιμωρού» και όχι του ηγέτη που, έστω, προσπαθεί να συνετίσει τον «παραστρατημένο». Η εικόνα των πάντα «βιαστικών» τροϊκανών υπαλλήλων που χτύπαγαν ακόμα και το χέρι στα υπουργικά γραφεία ουδόλως συνέβαλε στην ομαλή «προσγείωση» στην οικονομική πραγματικότητα, έστω και αν γι’ αυτήν ευθυνόμαστε λιγότερο ή περισσότερο, ο καθένας από εμάς. Και το χειρότερο: Η ταπεινωτική (όπως επικοινωνιακά κατέληξε να προβληθεί) δέσμευση των υπογραφών των κ.κ. Βενιζέλου και Σαμαρά που εξαφάνισε κάθε πιθανότητα εναλλακτικής λύσης αφού κατέστησε και τους δύο δέσμιους και υποτελείς της βούλησης των ισχυρών. Και ενώ ο κ. Σαμαράς κατέστη, τελικά, με την υπογραφή και την ψήφο του αξιόπιστος συνομιλητής στους εκτός των συνόρων, εντός της επικράτειας απώλεσε τη δυναμική που χρειαζόταν για να πείσει ότι αποτελεί την εναλλακτική λύση.
Μιλώντας για τους δύο ηγέτες των ελληνικών κομμάτων, ερχόμαστε στο δεύτερο λάθος που – πάντα κατά την άποψή μου – συνέβαλε, ηθελημένα ή αθέλητα, στο, έστω, προσωρινό, πρόβλημα ακυβερνησίας. Η λανθασμένη λοιπόν επιλογή σε επικοινωνιακό πάντα, επίπεδο στο εσωτερικό, ήταν ότι άφησαν να δημιουργηθεί ο διαχωρισμός ανάμεσα σε «μνημονιακούς» και «αντιμνημονιακούς» όταν είναι γνωστό ότι κανένας Έλληνας δεν θα μπορούσε να είναι υπέρ ενός μηχανισμού που τον οδήγησε στην ανέχεια. Αντί λοιπόν το δίλημμα να είναι «φιλοευρωπαϊστής» ή «αντιευρωπαϊστής» που διαφοροποιεί εντελώς το συσχετισμό των δυνάμεων, τα δύο κόμματα επέτρεψαν ώστε ο διάλογος με τους αντιφρονούντες να περιορίζεται στη λογική του «αναγκαίου κακού». Η αλήθεια είναι ότι τις τελευταίες ημέρες πριν τις εκλογές, ο κ. Βενιζέλος προσπάθησε να αντιστρέψει το δίλημμα. Ήταν όμως ήδη αργά.
Η προσέγγιση του σημερινού πολιτικο-οικονομικού προβλήματος που επιχείρησα να κάνω δεν έχει την έννοια της κριτικής. Αποτελεί μια προσωπική διαπιστωτική λογική και μια προσπάθεια αποτύπωσης της πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας στην οποία οφείλουν να προσγειωθούν όσοι από τους ξένους θέλουν την Ευρωπαϊκή Ένωση ζωντανή και όσοι από τους Έλληνες φιλοδοξούν να μας κυβερνήσουν. Και επειδή η σύγκλιση από το εξωτερικό και το εσωτερικό είναι πλέον το βασικό ζητούμενο, ας φανούν οι ξένοι λίγο περισσότερο ρεαλιστές και οι Έλληνες άξιοι να διαχειριστούν την απλή αναλογική που ορισμένοι κραδαίνουν.
-Ο κ. Νότης Μαρτάκης είναι Πρώην Διευθυντής Γραφείου Τύπου Προεδρίας Δημοκρατίας επί Κωνσταντίνου Καραμανλή και Πρώην Εκπρόσωπος τηςΠολιτικής Άνοιξης
Έχοντας κατά νου τα χαρακτηριστικά αυτά, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, με τη μοναδική πολιτική του διορατικότητα, προσπάθησε και, μετά από αντίξοες συνθήκες από το εξωτερικό αλλά και το εσωτερικό, κατάφερε να εντάξει τη χώρα στην τότε ΕΟΚ, σημερινή Ε.Ε. Ήταν, πραγματικά, μια ιστορική επιτυχία, που ολοκληρώθηκε με την είσοδο στην ΟΝΕ και το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα.
Έκτοτε, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε ελληνικό πολιτικό επίπεδο, άρχισαν να διαφαίνονται εκφυλιστικά φαινόμενα. Η έλλειψη ηγεσιών με ευρωπαϊκό όραμα στο εξωτερικό έπληξε τη βασική αρχή της αλληλεγγύης με αποτέλεσμα να υπερτερεί το εθνικό συμφέρον του συλλογικού. Ταυτόχρονα, οι χώρες- μέλη αφέθηκαν χωρίς ενιαία πολιτική ανάπτυξης, με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε μιας, όπως π.χ. ο τουρισμός και η αγροτική πολιτική για την Ελλάδα.
Αυτή ακριβώς η έλλειψη στρατηγικής αλλά και στιβαρών πολιτικών ηγεσιών με ευρωπαϊκό προσανατολισμό μετέτρεψαν την Ε.Ε. σε ένα συνεταιρισμό συμφερόντων με κυρίαρχο το γερμανογαλλικό δίπολο, με αυτονόμηση – νομισματικά και όχι μόνο – της Βρετανίας και με διαβάθμιση της ιεράρχησης των υπολοίπων σε επίπεδα υποτέλειας.
Η οικονομική κρίση που μεσολάβησε, ανέδειξε το πρόβλημα συνοχής, οράματος και στρατηγικής με αποτέλεσμα η σημερινή Ευρώπη μόνο Ένωση δε θυμίζει.
Η διαπίστωση αυτή – ορατή πλέον από όλους – ενίσχυσε και στην Ελλάδα τις φωνές αμφισβήτησης που ξεκίνησαν από την ανεξέλεγκτη αύξηση των τιμών με τη μετατροπή της δραχμής σε ευρώ και οι οποίες από φωνές έγιναν κραυγές απόγνωσης και αγωνίας με τα πρόσφατα μέτρα «δημοσιονομικής πειθαρχίας».
Φυσικά, κανείς δεν αμφισβητεί τις ευθύνες και της Ελλάδας για το σημερινό κατάντημά της. Είναι όμως χαρακτηριστικό ημών των Ελλήνων να επιρρίπτουμε πάντα τις ευθύνες στο διαιτητή όταν χάνει η ομάδα μας. Και το χειρότερο είναι ότι το κάνουμε, όχι μόνο αν είμαστε απλοί οπαδοί, αλλά ακόμα και όταν έχουμε τη διοίκηση της ομάδας!
Με δεδομένο ότι – δυστυχώς – η πολιτική ασκείται με επικοινωνιακούς όρους και μόνο, οι πρόσφατες εκλογές ανέδειξαν δύο – κατά τη γνώμη μου – βασικές λανθασμένες επιλογές: Η μια στο εξωτερικό με κύριο εκφραστή τη γερμανική ηγεσία και η δεύτερη στο εσωτερικό με πρωταγωνιστές τα δύο πρώην κόμματα του διπολισμού.
Στο εξωτερικό λοιπόν, η κυρία Μέρκελ και οι συνοδοιπόροι της εμφανίστηκαν - επικοινωνιακά τουλάχιστον, με ευθύνη και των δικών μας πολιτικών ηγεσιών και κυρίως του ΠΑΣΟΚ - ρυθμιστές της πολιτικής και οικονομικής ζωής της Ελλάδας κάνοντας εμάς τους Έλληνες να αισθανόμαστε υποτελείς και παγιδευμένοι, πράγμα που, ιστορικά, αυτό αντιβαίνει με την ιδιοσυγκρασία μας. Μιλώντας, πάντα, με επικοινωνιακούς όρους, είναι επίκαιρο το κλασικό ανέκδοτο της προπαγάνδας όπου ο μοναχός που ρώτησε τον ηγούμενο «αν μπορεί να καπνίζει όταν προσεύχεται» εισέπραξε άρνηση ενώ ο άλλος που ρώτησε «αν μπορεί να προσεύχεται όταν καπνίζει» έφυγε με ένα μεγάλο «ναι»!
Οι Γερμανοί και οι άλλοι «φίλοι» αγνόησαν λοιπόν το ελληνικό φιλότιμο και αρκέστηκαν να υπαγορεύουν όλο και πιο δυσβάστακτα μέτρα αδιαφορώντας για τις αντοχές ενός λαού που, ιστορικά, έχει αποδείξει ότι δεν διστάζει να αμυνθεί σε κάθε εισβολέα έστω και αν γνωρίζει ότι ο αγώνας είναι άνισος. Πολύ περισσότερο που τώρα, η «εισβολή» δεν έγινε μόνο στη χώρα του αλλά και στην τσέπη του. Και μάλιστα με τη λογική του «τιμωρού» και όχι του ηγέτη που, έστω, προσπαθεί να συνετίσει τον «παραστρατημένο». Η εικόνα των πάντα «βιαστικών» τροϊκανών υπαλλήλων που χτύπαγαν ακόμα και το χέρι στα υπουργικά γραφεία ουδόλως συνέβαλε στην ομαλή «προσγείωση» στην οικονομική πραγματικότητα, έστω και αν γι’ αυτήν ευθυνόμαστε λιγότερο ή περισσότερο, ο καθένας από εμάς. Και το χειρότερο: Η ταπεινωτική (όπως επικοινωνιακά κατέληξε να προβληθεί) δέσμευση των υπογραφών των κ.κ. Βενιζέλου και Σαμαρά που εξαφάνισε κάθε πιθανότητα εναλλακτικής λύσης αφού κατέστησε και τους δύο δέσμιους και υποτελείς της βούλησης των ισχυρών. Και ενώ ο κ. Σαμαράς κατέστη, τελικά, με την υπογραφή και την ψήφο του αξιόπιστος συνομιλητής στους εκτός των συνόρων, εντός της επικράτειας απώλεσε τη δυναμική που χρειαζόταν για να πείσει ότι αποτελεί την εναλλακτική λύση.
Μιλώντας για τους δύο ηγέτες των ελληνικών κομμάτων, ερχόμαστε στο δεύτερο λάθος που – πάντα κατά την άποψή μου – συνέβαλε, ηθελημένα ή αθέλητα, στο, έστω, προσωρινό, πρόβλημα ακυβερνησίας. Η λανθασμένη λοιπόν επιλογή σε επικοινωνιακό πάντα, επίπεδο στο εσωτερικό, ήταν ότι άφησαν να δημιουργηθεί ο διαχωρισμός ανάμεσα σε «μνημονιακούς» και «αντιμνημονιακούς» όταν είναι γνωστό ότι κανένας Έλληνας δεν θα μπορούσε να είναι υπέρ ενός μηχανισμού που τον οδήγησε στην ανέχεια. Αντί λοιπόν το δίλημμα να είναι «φιλοευρωπαϊστής» ή «αντιευρωπαϊστής» που διαφοροποιεί εντελώς το συσχετισμό των δυνάμεων, τα δύο κόμματα επέτρεψαν ώστε ο διάλογος με τους αντιφρονούντες να περιορίζεται στη λογική του «αναγκαίου κακού». Η αλήθεια είναι ότι τις τελευταίες ημέρες πριν τις εκλογές, ο κ. Βενιζέλος προσπάθησε να αντιστρέψει το δίλημμα. Ήταν όμως ήδη αργά.
Η προσέγγιση του σημερινού πολιτικο-οικονομικού προβλήματος που επιχείρησα να κάνω δεν έχει την έννοια της κριτικής. Αποτελεί μια προσωπική διαπιστωτική λογική και μια προσπάθεια αποτύπωσης της πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας στην οποία οφείλουν να προσγειωθούν όσοι από τους ξένους θέλουν την Ευρωπαϊκή Ένωση ζωντανή και όσοι από τους Έλληνες φιλοδοξούν να μας κυβερνήσουν. Και επειδή η σύγκλιση από το εξωτερικό και το εσωτερικό είναι πλέον το βασικό ζητούμενο, ας φανούν οι ξένοι λίγο περισσότερο ρεαλιστές και οι Έλληνες άξιοι να διαχειριστούν την απλή αναλογική που ορισμένοι κραδαίνουν.
-Ο κ. Νότης Μαρτάκης είναι Πρώην Διευθυντής Γραφείου Τύπου Προεδρίας Δημοκρατίας επί Κωνσταντίνου Καραμανλή και Πρώην Εκπρόσωπος τηςΠολιτικής Άνοιξης
No comments:
Post a Comment