Ο κοινωνικός Ατλας μιας Αθήνας που αλλάζει
«Οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες στην Ελλάδα είχαν επί χρόνια μικρή ενίσχυση, στο πλαίσιο της πολιτικής ελαχιστοποίησης των εθνικών πόρων που επενδύονταν στην «ελεύθερη» έρευνα. Δηλαδή, στην έρευνα που κινητοποιούν η επιστημονική περιέργεια και η κριτική προσέγγιση, χωρίς προϋποθέσεις άμεσης ανταπόδοσης ή συμβολής στην επίλυση συγκεκριμένου προβλήματος», λέει στην «Κ» ο κ. Θωμάς Μαλούτας. Γενικός γραμματέας Ερευνας και Τεχνολογίας και καθηγητής στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, ο Θ. Μαλούτας μαζί με άλλους 73 επιστήμονες, οργανώνοντας τον διαδικτυακό κοινωνικό Ατλαντα της Αθήνας, απαντά στα μειονεκτήματα της προσέλκυσης κονδυλίων και της «τοπικότητας» που αντιμετωπίζει η έρευνα των κοινωνικών επιστημών στις περιφερειακές χώρες όπως η Ελλάδα. «Σκεφθείτε το παράδειγμα: η έρευνα μιας πρωτεΐνης δεν αλλάζει σημαντικά μεταξύ διαφορετικών τόπων, όπως αλλάζει εκείνη της πολιτικής κουλτούρας», εξηγεί ο κ. Μαλούτας που επιμελήθηκε τον Ατλαντα μαζί με τον Σταύρο Σπυρέλλη (συμβασιούχος λέκτορας του Université Paris-Est, Marne-la-Vallée και συνεργάτης του εργαστηρίου Géographie-cités του CNRS).
Μέσα από 61 κείμενα, φωτογραφίες και χάρτες που καλύπτουν 15 θεματικές κατηγορίες, οι συγγραφείς - επιστήμονες κάνουν μια αναδρομή στην ιστορική εξέλιξη της Αθήνας από τον 19ο αιώνα, στην κοινωνική της διαστρωμάτωση, στη διοίκησή της, στον διεθνή οικονομικό της ρόλο, στον πολιτισμό, στις μεταναστευτικές ομάδες, στις εμβληματικές περιοχές και γειτονιές της.
Ουσιαστικά, ο Ατλας –online και ελεύθερα προσβάσιμος απ’ όλους στο www.athenssocialatlas.gr.– αποτελεί δυναμικό εργαλείο κοινωνικής έρευνας για την Αθήνα, στην οποία μπορεί να μετάσχει ο καθένας διαδικτυακά, αφού υπάρχει η δυνατότητα εμπλουτισμού με νέα λήμματα. Την ίδια στιγμή, μπορεί να χρησιμοποιηθεί από κάθε περίεργο κάτοικο και επισκέπτη-τουρίστα της Αθήνας, είτε για ξεφύλλισμα είτε για μελέτη. Παρουσιάστηκε άτυπα στις αρχές του 2016, αλλά στον ένα μήνα επίσημης λειτουργίας, ο Ατλαντας, που υλοποιήθηκε με την υποστήριξη του Ιδρύματος Ωνάση, έχει πάνω από 22.500 επισκέπτες.
Βέβαια, εκτός από την αρτιότητα του εγχειρήματος, πτυχές του οποίου παρουσιάζει η «Κ» σήμερα, «πουλάει» το θέμα του: η Αθήνα προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο ένδοξο παρελθόν και στη σημερινή πτώση, στις βάρκες της Ανατολής και της Δύσης, αμήχανη κατά κανόνα απέναντι στους παγκόσμιους κραδασμούς.
Μέσα από 61 κείμενα, φωτογραφίες και χάρτες που καλύπτουν 15 θεματικές κατηγορίες, οι συγγραφείς - επιστήμονες κάνουν μια αναδρομή στην ιστορική εξέλιξη της Αθήνας από τον 19ο αιώνα, στην κοινωνική της διαστρωμάτωση, στη διοίκησή της, στον διεθνή οικονομικό της ρόλο, στον πολιτισμό, στις μεταναστευτικές ομάδες, στις εμβληματικές περιοχές και γειτονιές της.
Ουσιαστικά, ο Ατλας –online και ελεύθερα προσβάσιμος απ’ όλους στο www.athenssocialatlas.gr.– αποτελεί δυναμικό εργαλείο κοινωνικής έρευνας για την Αθήνα, στην οποία μπορεί να μετάσχει ο καθένας διαδικτυακά, αφού υπάρχει η δυνατότητα εμπλουτισμού με νέα λήμματα. Την ίδια στιγμή, μπορεί να χρησιμοποιηθεί από κάθε περίεργο κάτοικο και επισκέπτη-τουρίστα της Αθήνας, είτε για ξεφύλλισμα είτε για μελέτη. Παρουσιάστηκε άτυπα στις αρχές του 2016, αλλά στον ένα μήνα επίσημης λειτουργίας, ο Ατλαντας, που υλοποιήθηκε με την υποστήριξη του Ιδρύματος Ωνάση, έχει πάνω από 22.500 επισκέπτες.
Βέβαια, εκτός από την αρτιότητα του εγχειρήματος, πτυχές του οποίου παρουσιάζει η «Κ» σήμερα, «πουλάει» το θέμα του: η Αθήνα προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο ένδοξο παρελθόν και στη σημερινή πτώση, στις βάρκες της Ανατολής και της Δύσης, αμήχανη κατά κανόνα απέναντι στους παγκόσμιους κραδασμούς.
Αναξιοποίητες δυνατότητες για διεθνή πορεία
Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας είχε διαμορφωθεί η εντύπωση ότι υπήρχε ρεαλιστική δυνατότητα ο διεθνής ρόλος της Αθήνας να ενισχυθεί σημαντικά. Οπως λέει ο καθηγητής Παν. Θεσσαλίας Δ. Οικονόμου, στο κείμενό του για διεθνή ρόλο της πόλης, η εντύπωση βασιζόταν σε σύνολο παραγόντων, μεταξύ των οποίων η δημιουργία ορισμένων νέων υπερτοπικών υποδομών (το αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος» αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση), η αυξητική τάση του ΑΕΠ και το κλίμα που δημιούργησαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004. Ωστόσο, οι εξελίξεις δεν δικαίωσαν τις ελπίδες. Αντίθετα, οι κρίσιμες τριτογενείς δραστηριότητες αιχμής παρέμειναν γενικά στάσιμες, ο απολογισμός των Αγώνων ήταν σαφώς λιγότερο θετικός από όσο θα μπορούσε, ενώ δεν υπήρξαν νέες επενδύσεις σε υπερτοπικές υποδομές. Επιπλέον, είχαν μεσολαβήσει και αρνητικές οικονομικές εξελίξεις. Ενδεικτικό των πιο πάνω προβλημάτων (και της διάψευσης των όποιων ελπίδων) είναι η αδυναμία, τελικά, ενίσχυσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας – κάτι που αντανακλά άμεσα και στην Αθήνα. Η ελληνική κρίση μετά το 2008 έπληξε, έτσι, μια Αθήνα που είχε ήδη διαχρονικά αδύναμο διεθνή ρόλο, δεν είχε αξιοποιήσει τις όποιες δυνατότητες είχαν διαφανεί τα προηγούμενα χρόνια για θετική διεθνή πορεία και χαρακτηριζόταν και από πολλαπλές εσωτερικές αδυναμίες.
Σημαντικό ερώτημα είναι το πώς επηρέασαν/επηρεάζουν τον διεθνή οικονομικό ρόλο της Αθήνας οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν μέχρι σήμερα για την αντιμετώπιση της κρίσης. Επειτα από μία πενταετία νομοθετικών και οργανωτικών προσπαθειών, περί τις 5 - 6 στρατηγικές επενδύσεις, δημόσιες και ιδιωτικές, έχουν φθάσει απλώς στο στάδιο της έγκρισης (όχι έναρξης της επένδυσης καθεαυτής), χωρίς συνεπώς ουσιαστικό δημοσιονομικό ή αναπτυξιακό αποτέλεσμα, προς το παρόν.
Η σημασία του διεθνούς ρόλου μιας μητρόπολης όπως η Αθήνα φαίνεται ότι άρχισε να γίνεται κατανοητή σε επίπεδο στρατηγικών, όπως φαίνεται από τις σχετικές αναφορές στο νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας –εγκρίθηκε το 2014– καθώς και στο νέο ΕΣΠΑ 2014 - 2020, που δίνει έμφαση στον διεθνή ρόλο της Αθήνας - Αττικής τόσο γενικά, όσο και σε κρίσιμες παραμέτρους, όπως η Ερευνα και Τεχνολογική Ανάπτυξη και το ΠΕΠ 2014 - 2020 που υιοθετεί για την Αθήνα τον στόχο ανάδειξής της σε «Μεσογειακή Πρωτεύουσα». Ωστόσο, όπως λέει ο κ. Οικονόμου, τα προγράμματα αυτά αφορούν στην καλύτερη περίπτωση το μέλλον.
Σημαντικό ερώτημα είναι το πώς επηρέασαν/επηρεάζουν τον διεθνή οικονομικό ρόλο της Αθήνας οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν μέχρι σήμερα για την αντιμετώπιση της κρίσης. Επειτα από μία πενταετία νομοθετικών και οργανωτικών προσπαθειών, περί τις 5 - 6 στρατηγικές επενδύσεις, δημόσιες και ιδιωτικές, έχουν φθάσει απλώς στο στάδιο της έγκρισης (όχι έναρξης της επένδυσης καθεαυτής), χωρίς συνεπώς ουσιαστικό δημοσιονομικό ή αναπτυξιακό αποτέλεσμα, προς το παρόν.
Η σημασία του διεθνούς ρόλου μιας μητρόπολης όπως η Αθήνα φαίνεται ότι άρχισε να γίνεται κατανοητή σε επίπεδο στρατηγικών, όπως φαίνεται από τις σχετικές αναφορές στο νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας –εγκρίθηκε το 2014– καθώς και στο νέο ΕΣΠΑ 2014 - 2020, που δίνει έμφαση στον διεθνή ρόλο της Αθήνας - Αττικής τόσο γενικά, όσο και σε κρίσιμες παραμέτρους, όπως η Ερευνα και Τεχνολογική Ανάπτυξη και το ΠΕΠ 2014 - 2020 που υιοθετεί για την Αθήνα τον στόχο ανάδειξής της σε «Μεσογειακή Πρωτεύουσα». Ωστόσο, όπως λέει ο κ. Οικονόμου, τα προγράμματα αυτά αφορούν στην καλύτερη περίπτωση το μέλλον.
Η πόλη, καθρέφτης για τις ανισότητες στην εκπαίδευση
Οι υποψήφιοι για τα ΑΕΙ με γονείς απόφοιτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης το έτος 2010 είχαν σχεδόν διπλάσιες πιθανότητες από τον μέσο υποψήφιο να πετύχουν, ενώ το 2014 η απόσταση αυτή αυξήθηκε από 1,9 σε 2,3 φορές. Πολύ πιο άνισες είναι οι πιθανότητες όσον αφορά τη φοίτηση στις περιζήτητες σχολές: 3,1 φορές περισσότερες από εκείνες του μέσου υποψηφίου για το 2010 και αύξηση σε 3,6 φορές το 2014.
Η ανισότητα είναι καταλυτική όσον αφορά τις πιθανότητες όσων προέρχονται από γονείς τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε σύγκριση με εκείνους που προέρχονται από γονείς γυμνασιακής εκπαίδευσης το πολύ: πενταπλάσιες για την εισαγωγή σε ΑΕΙ το 2010 που διευρύνθηκαν σε 8,6 φορές το 2014 και 17,7 φορές περισσότερες όσον αφορά την εισαγωγή σε περιζήτητες σχολές το 2010, που αυξήθηκαν σε 29,5 φορές περισσότερες το 2014.
Η Αθήνα αποτελεί τον καθρέφτη της χώρας, και στο όνειρο κάθε οικογένειας για τη μόρφωση και κατ’ επέκτασιν την πρόοδο των παιδιών, αποτυπώνει έντονα τις κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές. Τα δεδομένα που αφορούν το επίπεδο εκπαίδευσης των γονέων των φοιτητών σε όλα τα Τμήματα των ΑΕΙ που παρουσιάζει ο Θωμάς Μαλούτας –καθηγητής στο Τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου και νυν γ.γ. Ερευνας και Τεχνολογίας– δείχνουν ότι η κοινωνική προέλευση παίζει πολύ σημαντικό ρόλο και ότι ο ρόλος αυτός διευρύνθηκε μέσα στην κρίση.
Και αυτό διότι η εισοδηματική ανισότητα διευρύνθηκε. Μεταξύ 2009 και 2014, στην Ελλάδα ο δείκτης 80/20 (δηλαδή ο λόγος του εισοδήματος εκείνων που βρίσκονται στο υψηλότερο 20% σε σχέση με εκείνους που βρίσκονται στο χαμηλότερο 20% της σχετικής κλίμακας) αυξήθηκε από 5,8 σε 6,5 φορές.
Από την άλλη, όπως λέει στο κείμενό της η κοινωνιολόγος Δέσποινα Βαλάση, στην Αττική συγκεντρώνεται πάνω από το 50% του συνολικού μαθητικού πληθυσμού των ιδιωτικών σχολείων και των αντίστοιχων σχολικών μονάδων στην Ελλάδα (ένα ακόμη 30% έχει έδρα στην περιοχή της Θεσσαλονίκης). Ωστόσο, λόγω της οικονομικής κρίσης παρατηρείται μείωση του αριθμού των μαθητών στα ιδιωτικά σχολεία, με αποτέλεσμα το ποσοστό τους επί του συνόλου να κυμαίνεται γύρω στο 6%. Το ποσοστό είναι σχετικά υψηλότερο στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και κυρίως στο νηπιαγωγείο, ενώ βαίνει μειούμενο σταδιακά στο επίπεδο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Η ανισότητα είναι καταλυτική όσον αφορά τις πιθανότητες όσων προέρχονται από γονείς τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε σύγκριση με εκείνους που προέρχονται από γονείς γυμνασιακής εκπαίδευσης το πολύ: πενταπλάσιες για την εισαγωγή σε ΑΕΙ το 2010 που διευρύνθηκαν σε 8,6 φορές το 2014 και 17,7 φορές περισσότερες όσον αφορά την εισαγωγή σε περιζήτητες σχολές το 2010, που αυξήθηκαν σε 29,5 φορές περισσότερες το 2014.
Η Αθήνα αποτελεί τον καθρέφτη της χώρας, και στο όνειρο κάθε οικογένειας για τη μόρφωση και κατ’ επέκτασιν την πρόοδο των παιδιών, αποτυπώνει έντονα τις κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές. Τα δεδομένα που αφορούν το επίπεδο εκπαίδευσης των γονέων των φοιτητών σε όλα τα Τμήματα των ΑΕΙ που παρουσιάζει ο Θωμάς Μαλούτας –καθηγητής στο Τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου και νυν γ.γ. Ερευνας και Τεχνολογίας– δείχνουν ότι η κοινωνική προέλευση παίζει πολύ σημαντικό ρόλο και ότι ο ρόλος αυτός διευρύνθηκε μέσα στην κρίση.
Και αυτό διότι η εισοδηματική ανισότητα διευρύνθηκε. Μεταξύ 2009 και 2014, στην Ελλάδα ο δείκτης 80/20 (δηλαδή ο λόγος του εισοδήματος εκείνων που βρίσκονται στο υψηλότερο 20% σε σχέση με εκείνους που βρίσκονται στο χαμηλότερο 20% της σχετικής κλίμακας) αυξήθηκε από 5,8 σε 6,5 φορές.
Από την άλλη, όπως λέει στο κείμενό της η κοινωνιολόγος Δέσποινα Βαλάση, στην Αττική συγκεντρώνεται πάνω από το 50% του συνολικού μαθητικού πληθυσμού των ιδιωτικών σχολείων και των αντίστοιχων σχολικών μονάδων στην Ελλάδα (ένα ακόμη 30% έχει έδρα στην περιοχή της Θεσσαλονίκης). Ωστόσο, λόγω της οικονομικής κρίσης παρατηρείται μείωση του αριθμού των μαθητών στα ιδιωτικά σχολεία, με αποτέλεσμα το ποσοστό τους επί του συνόλου να κυμαίνεται γύρω στο 6%. Το ποσοστό είναι σχετικά υψηλότερο στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και κυρίως στο νηπιαγωγείο, ενώ βαίνει μειούμενο σταδιακά στο επίπεδο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Η πολυκατοικία ως ένδειξη ταξικής διαφοροποίησης
Η μετάβαση της Αθήνας από μία οθωμανικού τύπου παρηκμασμένη πόλη σε μία σύγχρονη πόλη συμπαρέσυρε όλη την κοινωνική διαστρωμάτωσή της, όχι πάντα αναίμακτα.
Η αστυφιλία των δεκαετιών του ’50 και ’60, λόγω της οικονομικής καχεξίας και της ανασφάλειας στη μετεμφυλιακή ύπαιθρο, που συνοδεύτηκε από την ένταση της ανάγκης εξευρωπαϊσμού και αστικοποίησης μιας τραυματισμένης πόλης, εμφανίστηκε ευθέως ανάλογη της πολεοδομικής ανασυγκρότησης της Αθήνας.
Οι ανισότητες και οι διαχωρισμοί ήταν αναπόφευκτα. Η ανατομία της πολυκατοικίας της αντιπαροχής, με τις πολλές ποιότητές της, καταδεικνύει ότι η ελληνική πρωτεύουσα αποτέλεσε όντως χωνευτήρι. Η Αθήνα ώθησε στην αναγκαστική συνύπαρξη των κοινωνικών στρωμάτων, έστω κι αν ο όροφος όπου διέμενε κάποιος αποτελεί στοιχείο κοινωνικής διαφοροποίησης. Ετσι, διαχρονικά, από τον τρίτο όροφο και πάνω, μένουν, ενδεικτικά, επιχειρηματίες, ελεύθεροι επαγγελματίες και συνταξιούχοι, ενώ έως τον δεύτερο όροφο ανειδίκευτοι εργάτες, άνεργοι, οικονομικοί μετανάστες κ.λπ.
Από τα μέσα του 20ού αιώνα, ωστόσο, το αθηναϊκό κέντρο, που αγκάλιασε όσους ήρθαν στην πόλη από την περιφέρεια, μαζικά έως τα τέλη του ’60, αδειάζει τροφοδοτώντας τα προάστια δειλά από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, ενώ ξαναγεμίζει στις αρχές της δεκαετίας του ’90, και συνεχίζει μέχρι σήμερα, από πληθυσμούς από την πρώην Σοβιετική Ενωση, τα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, αλλά και από μία νέα μορφή αστυφιλίας, τη μητροπολιτική.
Η αναγκαστική συνύπαρξη λαμβάνει μοιραία νέα χαρακτηριστικά. Η πολυκατοικία, μέχρι σήμερα, παραμένει η βασική ένδειξη της κάθετης κοινωνικής διαφοροποίησης. Ωστόσο, το στοιχείο της ιδιοκατοίκησης έπαιζε έως πολύ πρόσφατα εξισωτικό ρόλο, αφού η οικογενειακή χρηματοδότηση και η εύκολη πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό, με τρομερή έξαρση την περίοδο 1997 - 2007, επιστρεφόταν ως μερική εξάλειψη των ταξικών διαφορών. Μάλιστα, από τη δεκαετία του ’80 έως σήμερα, η ιδιοκατοίκηση στην Αθήνα αγγίζει, συμπεριλαμβανομένων των μεταναστών, το 65%.
Η κατανόηση της Αθήνας ως μεγάλης κλίμακας κοινωνικής και πολεοδομικής ανάπτυξης είναι το πρώτο σοβαρό βήμα για τον σχεδιασμό του μέλλοντός της, που δεν θα χαρακτηριστεί από την «ομορφιά της βιτρίνας» της, αλλά από την εδραίωση της πρωτεύουσας ως μιας πόλης ανοιχτής για όλους.
Η αστυφιλία των δεκαετιών του ’50 και ’60, λόγω της οικονομικής καχεξίας και της ανασφάλειας στη μετεμφυλιακή ύπαιθρο, που συνοδεύτηκε από την ένταση της ανάγκης εξευρωπαϊσμού και αστικοποίησης μιας τραυματισμένης πόλης, εμφανίστηκε ευθέως ανάλογη της πολεοδομικής ανασυγκρότησης της Αθήνας.
Οι ανισότητες και οι διαχωρισμοί ήταν αναπόφευκτα. Η ανατομία της πολυκατοικίας της αντιπαροχής, με τις πολλές ποιότητές της, καταδεικνύει ότι η ελληνική πρωτεύουσα αποτέλεσε όντως χωνευτήρι. Η Αθήνα ώθησε στην αναγκαστική συνύπαρξη των κοινωνικών στρωμάτων, έστω κι αν ο όροφος όπου διέμενε κάποιος αποτελεί στοιχείο κοινωνικής διαφοροποίησης. Ετσι, διαχρονικά, από τον τρίτο όροφο και πάνω, μένουν, ενδεικτικά, επιχειρηματίες, ελεύθεροι επαγγελματίες και συνταξιούχοι, ενώ έως τον δεύτερο όροφο ανειδίκευτοι εργάτες, άνεργοι, οικονομικοί μετανάστες κ.λπ.
Από τα μέσα του 20ού αιώνα, ωστόσο, το αθηναϊκό κέντρο, που αγκάλιασε όσους ήρθαν στην πόλη από την περιφέρεια, μαζικά έως τα τέλη του ’60, αδειάζει τροφοδοτώντας τα προάστια δειλά από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, ενώ ξαναγεμίζει στις αρχές της δεκαετίας του ’90, και συνεχίζει μέχρι σήμερα, από πληθυσμούς από την πρώην Σοβιετική Ενωση, τα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, αλλά και από μία νέα μορφή αστυφιλίας, τη μητροπολιτική.
Η αναγκαστική συνύπαρξη λαμβάνει μοιραία νέα χαρακτηριστικά. Η πολυκατοικία, μέχρι σήμερα, παραμένει η βασική ένδειξη της κάθετης κοινωνικής διαφοροποίησης. Ωστόσο, το στοιχείο της ιδιοκατοίκησης έπαιζε έως πολύ πρόσφατα εξισωτικό ρόλο, αφού η οικογενειακή χρηματοδότηση και η εύκολη πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό, με τρομερή έξαρση την περίοδο 1997 - 2007, επιστρεφόταν ως μερική εξάλειψη των ταξικών διαφορών. Μάλιστα, από τη δεκαετία του ’80 έως σήμερα, η ιδιοκατοίκηση στην Αθήνα αγγίζει, συμπεριλαμβανομένων των μεταναστών, το 65%.
Η κατανόηση της Αθήνας ως μεγάλης κλίμακας κοινωνικής και πολεοδομικής ανάπτυξης είναι το πρώτο σοβαρό βήμα για τον σχεδιασμό του μέλλοντός της, που δεν θα χαρακτηριστεί από την «ομορφιά της βιτρίνας» της, αλλά από την εδραίωση της πρωτεύουσας ως μιας πόλης ανοιχτής για όλους.
Xωρίς σχέδιο ή όραμα ο αστικός «εξευγενισμός»
Το 1964, η Βρετανίδα κοινωνιολόγος Ρουθ Γκλας χρησιμοποιεί επισήμως τον όρο «gentrification» («εξευγενισμός») για να περιγράψει τις μετακινήσεις της μεσαίας τάξης του Λονδίνου προς το εργατικό Ισλινγκτον, εκτοπίζοντας τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα μέσω της αύξησης της αξίας της γης, δημιουργώντας τους λεγόμενους αστικούς νομάδες. Στην Αθήνα, δύο ζεύγη αστικού «εξευγενισμού» παρατηρούνται από τα μέσα της δεκαετίας του ’90: Μεταξουργείο - Γκάζι και Εξάρχεια - Πετράλωνα, ενώ το πρώτο φαινόμενo παρατηρήθηκε στην Πλάκα λίγο νωρίτερα την ίδια δεκαετία, μέσα από κρατικές παρεμβάσεις, όπως η κήρυξη του αστικού ιστού ως διατηρητέου και η θέσπιση συγκεκριμένων όρων δόμησης, κυκλοφορίας και εμπορικών και ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, ωστόσο, «gentrification» είναι τα όμορα Μεταξουργείο και Γκάζι. Με πιο αργούς ρυθμούς από το Γκάζι, όπου τα φαινόμενα νέων μορφών διασκέδασης, δόμησης (λοφτ κ.λπ.) και εισροής νέων κατοίκων, με την «υποβοήθηση» της Τεχνόπολης και του μετρό, ήταν μαζικά, το Μεταξουργείο γίνεται πόλος έλξης για ανώτερα κοινωνικά στρώματα που αγοράζουν και ανακαινίζουν κατοικίες με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον. Θέατρα, κλαμπ, «νεοκαφενεία», εθνικές κουζίνες και «εναλλακτικά» καταστήματα αλλάζουν πλήρως τον χάρτη. Ωστόσο, και οι δύο περιοχές δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες των νέων κατοίκων, είτε λόγω της επικρατούσας κατάστασης (Μεταξουργείο) είτε λόγω της κρίσης (Γκάζι).
Στα Εξάρχεια και στα Πετράλωνα ο «εξευγενισμός» παίρνει διαφορετικές μορφές. Ενώ οι γειτονιές γίνονται πόλος έλξης για νέες και εν γένει μαζικότερες μορφές διασκέδασης, παλαιοί και νέοι κάτοικοι εναντιώνονται στον «εξευγενισμό» της νυχτερινής διασκέδασης, όπως παρατηρήθηκε στα Πετράλωνα. Στα Εξάρχεια, επίσης, παλαιοί και νέοι κάτοικοι –που ανέκαθεν ανήκαν, ωστόσο, στη μεσαία και ανώτερη τάξη– δείχνουν ιδιαίτερη ευαισθησία στην ποιότητα ζωής στη γειτονιά, καθώς ο Δήμος Αθηναίων παίζει ένα διαρκές blame game με την Πολιτεία για τα ακραία φαινόμενα παραβατικότητας.
Ο όρος «εξευγενισμός» παραμένει εντός εισαγωγικών στην περίπτωση της Αθήνας, κυρίως διότι ο οραματικός αστικός σχεδιασμός της πρωτεύουσας βρίσκεται σε αδράνεια, ενώ οι σύγχρονοι αστικοί νομάδες μετατρέπονται σε θύματα αυτής της ύπνωσης. Μένει να φανεί κατά πόσο η περιώνυμη κρίση θα λειτουργήσει όντως ως ευκαιρία ή θα μας αποκοιμίσει – ως άτομα, κοινωνία και Πολιτεία.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, ωστόσο, «gentrification» είναι τα όμορα Μεταξουργείο και Γκάζι. Με πιο αργούς ρυθμούς από το Γκάζι, όπου τα φαινόμενα νέων μορφών διασκέδασης, δόμησης (λοφτ κ.λπ.) και εισροής νέων κατοίκων, με την «υποβοήθηση» της Τεχνόπολης και του μετρό, ήταν μαζικά, το Μεταξουργείο γίνεται πόλος έλξης για ανώτερα κοινωνικά στρώματα που αγοράζουν και ανακαινίζουν κατοικίες με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον. Θέατρα, κλαμπ, «νεοκαφενεία», εθνικές κουζίνες και «εναλλακτικά» καταστήματα αλλάζουν πλήρως τον χάρτη. Ωστόσο, και οι δύο περιοχές δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες των νέων κατοίκων, είτε λόγω της επικρατούσας κατάστασης (Μεταξουργείο) είτε λόγω της κρίσης (Γκάζι).
Στα Εξάρχεια και στα Πετράλωνα ο «εξευγενισμός» παίρνει διαφορετικές μορφές. Ενώ οι γειτονιές γίνονται πόλος έλξης για νέες και εν γένει μαζικότερες μορφές διασκέδασης, παλαιοί και νέοι κάτοικοι εναντιώνονται στον «εξευγενισμό» της νυχτερινής διασκέδασης, όπως παρατηρήθηκε στα Πετράλωνα. Στα Εξάρχεια, επίσης, παλαιοί και νέοι κάτοικοι –που ανέκαθεν ανήκαν, ωστόσο, στη μεσαία και ανώτερη τάξη– δείχνουν ιδιαίτερη ευαισθησία στην ποιότητα ζωής στη γειτονιά, καθώς ο Δήμος Αθηναίων παίζει ένα διαρκές blame game με την Πολιτεία για τα ακραία φαινόμενα παραβατικότητας.
Ο όρος «εξευγενισμός» παραμένει εντός εισαγωγικών στην περίπτωση της Αθήνας, κυρίως διότι ο οραματικός αστικός σχεδιασμός της πρωτεύουσας βρίσκεται σε αδράνεια, ενώ οι σύγχρονοι αστικοί νομάδες μετατρέπονται σε θύματα αυτής της ύπνωσης. Μένει να φανεί κατά πόσο η περιώνυμη κρίση θα λειτουργήσει όντως ως ευκαιρία ή θα μας αποκοιμίσει – ως άτομα, κοινωνία και Πολιτεία.
No comments:
Post a Comment