Σκοντάφτοντας στην εθνική μας αφήγηση
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Οταν είχε επιλεγεί η Αθήνα ως πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους το 1834, αριθμούσε 6.000 πολίτες. Λιγότερους συγκριτικά με το Ναύπλιο και τους 60.000 της σκλαβωμένης ακόμη Θεσσαλονίκης. Η επιλογή αυτή έγινε από τον βασιλοπάτoρα Λουδοβίκο, καθώς η δολοφονία του κυβερνήτη Καποδίστρια από τη συνωμοσία Μαυροκορδάτου-προεστών είχε δρομολογήσει την άφιξη ενός ξένου βασιλιά που θα έβγαζε τη χώρα από την αναρχία στην οποία είχε εισέλθει. Μέσα σε λιγότερο από δύο αιώνες ο συνωστισμός που παρουσίασε η Αθήνα έφτασε τον αριθμό των κατοίκων στα 6 εκατ., ο Καποδίστριας απέκτησε πανεπιστήμιο, έγινε όνομα μεταρρυθμιστικού σχέδιου δημόσιας διοίκησης και πήρε τη θέση του στην πίσω μεριά του νομίσματος των 20 λεπτών, θέση την οποία κινδύνευσε μάλιστα πρόσφατα να χάσει μέσω «δημοψηφίσματος».
Ενα από τα πρώτα στοιχεία της προσωπικότητας του αθηνόφιλου μετοίκου ήταν η οικειοθελής ισοπέδωση της ταυτότητάς του, της διαλέκτου, των ηθών και εθίμων του τόπου από τον οποίον προερχόταν. Ολα εις τον ιερόν βωμόν της αθηνοποίησης. Η αυτολησμόνηση οδήγησε στη δημιουργία ενός πολίτη με χαρακτηριστικά επιφανειακού τυχοδιώκτη. Χωρίς διάθεση για διατήρηση της ιστορικής του συνέχειας, ψάχνει τον καινούργιο του ρόλο και αποτάσσεται τις ρίζες του. Ως συνέπεια της πολιτισμικής του ανευθυνότητας καταλήγει έρμαιο των κομμάτων, τα οποία, από τη δολοφονία του Καποδίστρια και έκτοτε, χειραγωγούνται και κατευθύνονται από τις μεγάλες δυνάμεις της εκάστοτε εποχής. Η παραμελημένη του γενέτειρα, η «Περιφέρεια», και ο ξεχασμένος ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης, του Πόντου, της Σμύρνης, της Κύπρου και της Β. Ηπείρου καλούνται συχνά να πληρώσουν το τίμημα ανεπαρκών και άτυχων πολιτικών αποφάσεων των λησμονούντων νεοαστών της Αθήνας.
Η υπερπόντια δε γέφυρα μεταξύ του χρυσού αιώνα του Περικλή και του επίχρυσου αιώνα των Ολυμπιακών του 2004 σείσθηκε συθέμελα με το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης χρέους. Η σταδιακή κατάρρευσή της απέτυχε να κρατήσει ζωντανή την εθνική υπερηφάνεια που μόλις είχε δημιουργήσει, οδηγώντας τον Ελληνα πρώτα σε απογοήτευση και έπειτα σε ανησυχητική αποσύνδεση από τα κοινά. Ενώ το μεταπολιτευτικό κράτος των Αθηνών καταρρέει, με την αποχή στις τελευταίες εκλογές να έχει φτάσει το 45,5%, ο Ελληνας πολίτης νιώθει την ανάγκη να στηριχθεί αυτή τη φορά σε κάτι πιο γνώριμο από τη φωνή του Ανδρέα Παπανδρέου. Κάτι ξεχασμένο, που να τον αναπαύει, ώστε να νιώσει τον κοινωνικό επαναπατρισμό του, ανακτώντας τη χαμένη του υπόσταση, δημιουργώντας συνοχή στην ύπαρξή του. Η ένταση που δημιούργησαν οι πρόσφατες ατυχείς δηλώσεις του υπουργού Παιδείας δίνουν το έναυσμα για εθνική περισυλλογή. Αυτή που ποτέ δεν βρήκαμε τον χρόνο και το θάρρος να τολμήσουμε, γιατί ήμασταν είτε εθνικά είτε οικονομικά «απασχολημένοι».
Φθάνει η ώρα για τον εθνικό μας επαναπροσδιορισμό. Αυτόν που ξεκίνησε να συμβαίνει επί Καποδίστρια, αλλά σταμάτησε με «τρία ασημένια βόλια». Πρώτον, διότι ως ευρω-διαπομπευμένοι δεν έχουμε πλέον την ανάγκη να διχαζόμαστε σε δοτές και ετεροχρονισμένες ξένες ιδεολογίες, που ουδέποτε είχαν σχέση με την πολιτισμική ταυτότητα του ελληνισμού και σήμερα έχουν αντίκτυπο στην επιβίωση του Ελληνα. Δεύτερον, διότι δεν «ανήκομεν» απλά εις την Δύσιν, καθώς ήμασταν για πάνω από 1.000 χρόνια και Δύση και Ανατολή, κι ας καταλήξαμε για τους Δυτικούς από «Εγγύς Ανατολή» σε έναν «πυλώνα σταθερότητητας κι ασφάλειας». Τρίτον, διότι πρέπει ο Ελληνας πολίτης να απογαλακτιστεί από την εθνική αφήγηση που έχει πλασαριστεί εντέχνως από Γάλλους αρχαιολόγους και Βρετανούς υπαλλήλους, χωρίς αυτόματα να αμφιταλαντεύεται για τον υπερατλαντικό του προσανατολισμό. Μια αφήγηση που εμμένει σε στοιχεία Διαφωτισμού εμποτισμένα με κλασικισμό και ουμανισμό, διαγράφοντας με μια μονοκονδυλιά μια πλούσια και αξιοζήλευτη ιστορία και παράδοση άνω των δέκα αιώνων. Μια ιστορία που έχει σκοπίμως αποσιωπηθεί και διαστρεβλωθεί μέσω της συστηματικής της απόκρυψης από παλαιότερους Δυτικούς συγγραφείς, μέσω της απουσίας της από ακαδημαϊκά ιδρύματα και αγγλοσαξονικές βιβλιοθήκες. Αποτελεί πνευματικό κατόρθωμα των παλαιών δυτικών κύκλων το γεγονός ότι η οποιαδήποτε ανάσυρσή της ταυτίζεται άμεσα με εθνικιστικές ή ακόμα και γραφικές επιδιώξεις, τη στιγμή που σήμερα στην Αμερική το ενδιαφέρον για αυτή την άγνωστη περίοδο ολοένα και ανθεί.
Ερχεται ο καιρός που το ελληνικό εθνος από ανάγκη για επιβίωση θα αναζητήσει να βρει φωνές καθαρές, χωρίς παρελθόν φτιαγμένο από φάμπρικες επίπλαστων προσωπικοτήτων, και θα επισκεφθεί το παρελθόν αναζητώντας την ιστορική αλήθεια που θα τον οδηγήσει στην αλλαγή νου, συνηθειών και πράξεων. Είναι σημαντικό ο ελληνισμός να κατανοήσει πλέον εις βάθος πως το «ψευδορωμαίικο» είχε κοντά ποδάρια. Μακριά όμως από εθνικιστικές κορώνες και απαλλαγμένος από σύγχρονους προκρίτους, καλείται να επαναδιεργαστεί την Ιστορία του. Η Αθήνα κρίνεται ακόμη και έπειτα από 181 χρόνια μικρή για να χωρέσει όλη την αλήθεια του ελληνισμού. Κι αν θελήσει να τη χωρέσει, θα πρέπει να αλλάξει.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Παπαλουκάς είναι επιστημονικός συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο του Harvard στο Belfer Center for Science and International Affairs.
No comments:
Post a Comment