Αντίστροφη μέτρηση για την Ελλάδα
CHRISTIAN SCHULZ*
Οποιος παρακολουθεί το ελληνικό ζήτημα θα πρέπει να αναρωτιέται τι εξακολουθεί να περιμένει ο κ. Τσίπρας. Την ίδια στιγμή που η ελληνική οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα απειλούνται όλο και περισσότερο από συστημική κατάρρευση, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ουσιαστικά πετύχει τίποτε στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα. Οι βασικοί όροι για την εκταμίευση των 7,2 δισ. ευρώ που απομένουν από τη δεύτερη συμφωνία διάσωσης παραμένουν οι ίδιοι. Ακόμη χειρότερα, είναι αναπόφευκτο ότι τον Ιούλιο θα απαιτηθεί κι ένα τρίτο πακέτο βοήθειας. Με την Ευρωζώνη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους προς την ελληνική κυβέρνηση, οι όροι του νέου πακέτου θα είναι σκληροί και η επίβλεψή τους πολύ στενή. Συγκριτικά με το τι θα πετύχαινε, υποθετικά, ο κ. Σαμαράς εάν επανεκλεγόταν, ο κ. Τσίπρας αποτελεί, αναμφίβολα, καταστροφή. Πλησιάζει η ώρα της κρίσης; Χθες η ΕΚΤ διατήρησε ίδιο το επίπεδο της ρευστότητας έκτακτης ανάγκης (ELA), μόλις για δεύτερη φορά από τον Φεβρουάριο, γεγονός που αιφνιδίασε.
Οι εκροές καταθέσεων αυξήθηκαν στα 300 εκατ. ευρώ την ημέρα από 100 εκατ. ευρώ που ήταν μέχρι την περασμένη εβδομάδα, σύμφωνα με αναφορές του ελληνικού Τύπου. Η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών δεν απειλείται άμεσα, δεδομένου ότι όπως λέγεται διέθεταν την περασμένη εβδομάδα περιθώριο ύψους 3 δισ. ευρώ. Ωστόσο, υπάρχει ανησυχία για δύο λόγους. Πρώτον, η μειοψηφία εντός της ΕΚΤ, που ανησυχεί ανοιχτά για την επίδραση που θα έχει στη φερεγγυότητα των ελληνικών τραπεζών η εντεινόμενη ύφεση της ελληνικής οικονομίας. Δεύτερον, επειδή δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία σχετικά με τη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών, η μη αύξηση του ELA θα μπορούσε να προκαλέσει μεγαλύτερη ανησυχία σε ελληνικά νοικοκυριά και εταιρείες σε σχέση με πιθανή επιβολή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων και, συνεπώς, να προκληθεί ακόμη μεγαλύτερη εκροή καταθέσεων.
Ο υπουργός Οικονομικών κ. Βαρουφάκης θα μπορούσε να αποτελεί έναν ακόμη παράγοντα ανησυχίας. Οχι μόνον έχει αναδειχτεί σε παράγοντα ενόχλησης στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα, αλλά το παιχνίδι με την επιβολή εισφοράς στις αναλήψεις, κάτι το οποίο απέσυρε γρήγορα, θα μπορούσε να αυξήσει την ανησυχία των ανθρώπων. Είναι αξιομνημόνευτη η εμπιστοσύνη που εξακολουθούν να επιδεικνύουν οι Ελληνες καταθέτες δεδομένου ότι μια ισχυρή μειοψηφία του κυβερνώντος κόμματος διάκειται ανοιχτά θετικά υπέρ της εξόδου από το ευρώ. Η προσωρινή αύξηση της εκροής καταθέσεων μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου εξομαλύνθηκε και περιορίστηκε σε σχετικά συνηθισμένα ποσά. Ωστόσο η διαφαινόμενη επιτάχυνση των εκροών θα μπορούσε να είναι σημάδι νέας νευρικότητας από τους καταθέτες, νευρικότητα που πιθανώς έχουν επιδεινώσει η ΕΚΤ και ο κ. Βαρουφάκης. Αυτός θα μπορούσε να αποδειχτεί ένας τρόπος ώστε να επιβληθεί λύση του ελληνικού ζητήματος παράλληλα με το γεγονός ότι εξαντλούνται τα χρήματα που διαθέτει η ελληνική κυβέρνηση.
Ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση. Από τη μία πλευρά, η Ευρωζώνη και το ΔΝΤ δεν θα τον βοηθήσουν προκειμένου να πραγματοποιήσει τις ανεφάρμοστες προεκλογικές του υποσχέσεις. Από την άλλη πλευρά, μεγάλο τμήμα του κόμματός του δεν αντιλαμβάνεται ακόμη τα πράγματα με τον πραγματισμό που είναι αναγκαίος ώστε να υποβαθμίσει τις προεκλογικές υποσχέσεις και να θέσει το συμφέρον της χώρας πάνω από την ιδεολογία. Η θέση του κ. Τσίπρα εξαρτάται από την αριστερή πτέρυγα του κόμματος που συνασπίζεται γύρω από τον υπουργό Ενέργειας κ. Λαφαζάνη. Η αντιπολίτευση θα μπορούσε να βοηθήσει τον κ. Τσίπρα να περάσει από το Κοινοβούλιο τους νόμους που απαιτούνται ώστε να μη βουλιάξει η Ελλάδα, ωστόσο θα απαιτήσει την εκπλήρωση όρων που θα μπορούσαν να σημάνουν το τέλος της κυβέρνησης Τσίπρα ακόμη και της ίδιας της πολιτικής του καριέρας. Είναι λοιπόν κατανοητό γιατί αναβάλλει ο κ. Τσίπρας τη δύσκολη απόφαση που πρέπει να πάρει. Ωστόσο, κάθε ημέρα καθυστέρησης ενισχύει την ύφεση, διαβρώνει τη διεθνή εμπιστοσύνη, μειώνει τις καταθέσεις στις τράπεζες, πλήττει τις επιχειρήσεις και αυξάνει την απώλεια θέσεων εργασίας.
Οι εκροές καταθέσεων αυξήθηκαν στα 300 εκατ. ευρώ την ημέρα από 100 εκατ. ευρώ που ήταν μέχρι την περασμένη εβδομάδα, σύμφωνα με αναφορές του ελληνικού Τύπου. Η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών δεν απειλείται άμεσα, δεδομένου ότι όπως λέγεται διέθεταν την περασμένη εβδομάδα περιθώριο ύψους 3 δισ. ευρώ. Ωστόσο, υπάρχει ανησυχία για δύο λόγους. Πρώτον, η μειοψηφία εντός της ΕΚΤ, που ανησυχεί ανοιχτά για την επίδραση που θα έχει στη φερεγγυότητα των ελληνικών τραπεζών η εντεινόμενη ύφεση της ελληνικής οικονομίας. Δεύτερον, επειδή δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία σχετικά με τη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών, η μη αύξηση του ELA θα μπορούσε να προκαλέσει μεγαλύτερη ανησυχία σε ελληνικά νοικοκυριά και εταιρείες σε σχέση με πιθανή επιβολή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων και, συνεπώς, να προκληθεί ακόμη μεγαλύτερη εκροή καταθέσεων.
Ο υπουργός Οικονομικών κ. Βαρουφάκης θα μπορούσε να αποτελεί έναν ακόμη παράγοντα ανησυχίας. Οχι μόνον έχει αναδειχτεί σε παράγοντα ενόχλησης στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα, αλλά το παιχνίδι με την επιβολή εισφοράς στις αναλήψεις, κάτι το οποίο απέσυρε γρήγορα, θα μπορούσε να αυξήσει την ανησυχία των ανθρώπων. Είναι αξιομνημόνευτη η εμπιστοσύνη που εξακολουθούν να επιδεικνύουν οι Ελληνες καταθέτες δεδομένου ότι μια ισχυρή μειοψηφία του κυβερνώντος κόμματος διάκειται ανοιχτά θετικά υπέρ της εξόδου από το ευρώ. Η προσωρινή αύξηση της εκροής καταθέσεων μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου εξομαλύνθηκε και περιορίστηκε σε σχετικά συνηθισμένα ποσά. Ωστόσο η διαφαινόμενη επιτάχυνση των εκροών θα μπορούσε να είναι σημάδι νέας νευρικότητας από τους καταθέτες, νευρικότητα που πιθανώς έχουν επιδεινώσει η ΕΚΤ και ο κ. Βαρουφάκης. Αυτός θα μπορούσε να αποδειχτεί ένας τρόπος ώστε να επιβληθεί λύση του ελληνικού ζητήματος παράλληλα με το γεγονός ότι εξαντλούνται τα χρήματα που διαθέτει η ελληνική κυβέρνηση.
Ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση. Από τη μία πλευρά, η Ευρωζώνη και το ΔΝΤ δεν θα τον βοηθήσουν προκειμένου να πραγματοποιήσει τις ανεφάρμοστες προεκλογικές του υποσχέσεις. Από την άλλη πλευρά, μεγάλο τμήμα του κόμματός του δεν αντιλαμβάνεται ακόμη τα πράγματα με τον πραγματισμό που είναι αναγκαίος ώστε να υποβαθμίσει τις προεκλογικές υποσχέσεις και να θέσει το συμφέρον της χώρας πάνω από την ιδεολογία. Η θέση του κ. Τσίπρα εξαρτάται από την αριστερή πτέρυγα του κόμματος που συνασπίζεται γύρω από τον υπουργό Ενέργειας κ. Λαφαζάνη. Η αντιπολίτευση θα μπορούσε να βοηθήσει τον κ. Τσίπρα να περάσει από το Κοινοβούλιο τους νόμους που απαιτούνται ώστε να μη βουλιάξει η Ελλάδα, ωστόσο θα απαιτήσει την εκπλήρωση όρων που θα μπορούσαν να σημάνουν το τέλος της κυβέρνησης Τσίπρα ακόμη και της ίδιας της πολιτικής του καριέρας. Είναι λοιπόν κατανοητό γιατί αναβάλλει ο κ. Τσίπρας τη δύσκολη απόφαση που πρέπει να πάρει. Ωστόσο, κάθε ημέρα καθυστέρησης ενισχύει την ύφεση, διαβρώνει τη διεθνή εμπιστοσύνη, μειώνει τις καταθέσεις στις τράπεζες, πλήττει τις επιχειρήσεις και αυξάνει την απώλεια θέσεων εργασίας.
* Ο κ. Christian Schulz είναι επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg Bank.
No comments:
Post a Comment