Ποιά Αθήνα βλέπουν οι τουρίστες;
Φωτογραφίες: Βαγγέλης Ζαβός
Ηταν μία από εκείνες τις ημέρες που είναι τόσο ωραίες, που δεν ξέρεις τι να πρωτοκάνεις. Οι πρώιμοι καλοκαιρινοί τουρίστες γυρόφερναν στο κέντρο απολαμβάνοντας την εσχάτως ακριβοθώρητη λιακάδα και τα κόκκινα και κίτρινα διώροφα τουριστικά λεωφορεία της Sightseeing Athens & Pireaus έκαναν τις βόλτες τους σε Αθήνα και Πειραιά, όπως κάθε μέρα (από τις 8.30 το πρωί μέχρι τις 7 το απόγευμα), με τον καιρό επιτέλους στο πλευρό τους. Τα είχα δει πολλές φορές, συχνά σε ημέρες με πορείες ή μποτιλιαρίσματα, σε δρόμους πηγμένους από διπλοπαρκαρίσματα, παρατημένα οδικά έργα και ξεχειλισμένους σκουπιδοτενεκέδες, και αναρωτιόμουν τι βλέπουν τελικά οι τουρίστες από την ανοιχτή οροφή τους όταν ξεναγούνται στην Αθήνα. Σήμερα θα μάθαινα.
Στο Public του Συντάγματος είναι συνήθως η αφετηρία από όπου τα λεωφορεία φεύγουν ανά μισάωρο. Βασικοί σταθμοί στη διαδρομή τους, η οποία κάνει πολλούς κύκλους, είναι, μεταξύ άλλων, το Μουσείο Ακρόπολης, η Ακρόπολη, το Μουσείο Μπενάκη (της Κουμπάρη), το Καλλιμάρμαρο, το Αρχαιολογικό Μουσείο, η Ομόνοια. Αυτό των 11.30 π.μ. ήταν τόσο γεμάτο, που προτίμησα να περιμένω το επόμενο, προκειμένου να εξασφαλίσω σίγουρα μια θέση στον ήλιο. Στην παρέα μου ήταν Αμερικανοί, Κινέζοι, Γερμανοί, Γάλλοι, με κοντομάνικα και βερμούδες, αλλά και μερικοί Ελληνες από άλλες πόλεις ή Αθηναίοι που μάλλον είχαν την ίδια περιέργεια μ’ εμένα.
Μπαίνοντας, ο οδηγός μάς μοίρασε ακουστικά με τα οποία θα ακούγαμε την ξενάγηση σε έξι γλώσσες, διανθισμένη με μουσική υπόκρουση ελληνικών ορχηστρικών κομματιών, όπως το συρτάκι του Ζορμπά, το «Σου το ’πα μια, και δυο, και τρεις» και λοιπά... φολκλόρ. Με το εισιτήριό μας είχαμε το δικαίωμα να κατεβαίνουμε και να ξανανεβαίνουμε στο λεωφορείο σε όποια στάση θέλαμε όλη την ημέρα, κάνοντας στο ενδιάμεσο περιπάτους τους οποίους μας πρότεινε η ξενάγηση.
Απέναντι από την Πύλη του Αδριανού, μπροστά στην προτομή της Μελίνας Μερκούρη, ένα ζευγάρι από τη Γαλλία φωτογραφιζόταν ξαπλωμένο στο γκαζόν, ενώ ο δεύτερος όροφος του λεωφορείου είχε ήδη αναδειχθεί σε... παράδεισο του σέλφι, αφού (με σέλφι στικ ή χωρίς) οι τουρίστες απαθανάτιζαν τους εαυτούς τους με φόντο κτίρια, πολύχρωμα γκραφίτι ή τα κινέζικα μαγαζιά της οδού Θερμοπυλών - όχι όλα «κλασικά» αξιοθέατα μιας ιστορικής πόλης. (Κι αν πρέπει να απαντήσω λακωνικά στο ερώτημα τι βλέπουν τελικά οι τουρίστες στην Αθήνα, τότε θα έλεγα πως κυρίως βλέπουν... άλλους τουρίστες και αφίσες του Πάνου Κιάμου!)
Στα στενάκια στο Κουκάκι, πάντως, θαύμασαν μια όμορφη αστική συνοικία που ευλογήθηκε με τη θέα της Ακρόπολης, ενώ στον «Διόνυσο» τους ξεμυάλισαν οι μυρωδιές από μαγειρευτά εδέσματα. Τα ομορφότερα κομμάτια της πόλης, δηλαδή τα πεζοδρομημένα, τα περάσαμε ξυστά, ενώ στη Βουλή μάθαμε για τις 400 πτυχώσεις της φουστανέλας των ευζώνων - μία για κάθε χρόνο τουρκικής κατοχής. Στη συνέχεια της Θερμοπυλών προς το Θησείο, κουτσουπιές μάς έραναν με άνθη, αφού ακλάδευτες καθώς ήταν σάρωσαν τον δεύτερο όροφο του λεωφορείου. Ανεβαίνοντας την Ερμού, χαζέψαμε παλαιοπωλεία, διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα, άστεγους να κοιμούνται σε υπνόσακους, κιόσκια με έθνικ φαγητό δρόμου και μια ατέλειωτη ουρά από ταξί, ενώ στην Αθηνάς ήρθαμε αντιμέτωποι με το... πατροπαράδοτο μποτιλιάρισμα κοντά στην κεντρική αγορά.
Ομως, ακόμη κι αν όλα αυτά φαίνονται ίσως παράξενα για κάποιον που πιστεύει ότι οι τουρίστες πρέπει να βλέπουν μια clean-cut εκδοχή της πόλης, η ξενάγηση σε μια Αθήνα με όλα της τα κουσούρια αλλά και τις ομορφιές έχει τη χάρη της. Οι ξένοι βλέπουν μια πόλη ζωντανή, με χίλια, ίσως, προβλήματα, αλλά που όταν βγαίνει ο ήλιος μεταμορφώνεται μαγικά. Και αυτό που κυρίως απολαμβάνουν εκεί, στα ψηλά των διώροφων τουριστικών λεωφορείων, είναι οι ηλιόλουστες αθηναϊκές μέρες, όταν ακόμη και από την υποβαθμισμένη Θερμοπυλών μπορούν να δουν την Ακρόπολη -μέσα σε μια θολούρα ζέστης και καυσαερίου- και παιδάκια από το δρόμο να τους χαιρετούν και να τους φωνάζουν «καλό ταξίδι».
Η βόλτα του Πειραιά -ένα «ενισχυμένο» δρομολόγιο- ξεκινά από την Ακρόπολη και το λεωφορείο κατεβαίνει με ταχύτητα τη Συγγρού. Οι ζακέτες ξαναφοριούνται και μερικά καπέλα φεύγουν από τα κεφάλια και πετούν προς τον ουρανό. Η Πειραϊκή, το Μικρολίμανο και η θέα από το λόφο της Καστέλλας αποζημιώνουν και οι φωτογραφικές μηχανές παίρνουν φωτιά. Γυρνώντας στην Ακρόπολη, ροδοκοκκινισμένοι και (ακόμη κι εμείς οι Ελληνες) αρκετά πιο ενημερωμένοι για τα αξιοθέατα της πόλης, κατεβαίνουμε περπατώντας την πεζοδρομημένη Αποστόλου Παύλου. Ενα ζευγάρι Αμερικανών δίπλα μου έχουν πιαστεί χέρι-χέρι και χαμογελούν. «Μου αρέσει η Αθήνα», λέει το κορίτσι στον αγαπημένο της και μετά διστάζει λίγο ψάχνοντας να βρει τις κατάλληλες λέξεις. «Είναι, you know, πολύ αληθινή!»
Στο Public του Συντάγματος είναι συνήθως η αφετηρία από όπου τα λεωφορεία φεύγουν ανά μισάωρο. Βασικοί σταθμοί στη διαδρομή τους, η οποία κάνει πολλούς κύκλους, είναι, μεταξύ άλλων, το Μουσείο Ακρόπολης, η Ακρόπολη, το Μουσείο Μπενάκη (της Κουμπάρη), το Καλλιμάρμαρο, το Αρχαιολογικό Μουσείο, η Ομόνοια. Αυτό των 11.30 π.μ. ήταν τόσο γεμάτο, που προτίμησα να περιμένω το επόμενο, προκειμένου να εξασφαλίσω σίγουρα μια θέση στον ήλιο. Στην παρέα μου ήταν Αμερικανοί, Κινέζοι, Γερμανοί, Γάλλοι, με κοντομάνικα και βερμούδες, αλλά και μερικοί Ελληνες από άλλες πόλεις ή Αθηναίοι που μάλλον είχαν την ίδια περιέργεια μ’ εμένα.
Μπαίνοντας, ο οδηγός μάς μοίρασε ακουστικά με τα οποία θα ακούγαμε την ξενάγηση σε έξι γλώσσες, διανθισμένη με μουσική υπόκρουση ελληνικών ορχηστρικών κομματιών, όπως το συρτάκι του Ζορμπά, το «Σου το ’πα μια, και δυο, και τρεις» και λοιπά... φολκλόρ. Με το εισιτήριό μας είχαμε το δικαίωμα να κατεβαίνουμε και να ξανανεβαίνουμε στο λεωφορείο σε όποια στάση θέλαμε όλη την ημέρα, κάνοντας στο ενδιάμεσο περιπάτους τους οποίους μας πρότεινε η ξενάγηση.
Απέναντι από την Πύλη του Αδριανού, μπροστά στην προτομή της Μελίνας Μερκούρη, ένα ζευγάρι από τη Γαλλία φωτογραφιζόταν ξαπλωμένο στο γκαζόν, ενώ ο δεύτερος όροφος του λεωφορείου είχε ήδη αναδειχθεί σε... παράδεισο του σέλφι, αφού (με σέλφι στικ ή χωρίς) οι τουρίστες απαθανάτιζαν τους εαυτούς τους με φόντο κτίρια, πολύχρωμα γκραφίτι ή τα κινέζικα μαγαζιά της οδού Θερμοπυλών - όχι όλα «κλασικά» αξιοθέατα μιας ιστορικής πόλης. (Κι αν πρέπει να απαντήσω λακωνικά στο ερώτημα τι βλέπουν τελικά οι τουρίστες στην Αθήνα, τότε θα έλεγα πως κυρίως βλέπουν... άλλους τουρίστες και αφίσες του Πάνου Κιάμου!)
Στα στενάκια στο Κουκάκι, πάντως, θαύμασαν μια όμορφη αστική συνοικία που ευλογήθηκε με τη θέα της Ακρόπολης, ενώ στον «Διόνυσο» τους ξεμυάλισαν οι μυρωδιές από μαγειρευτά εδέσματα. Τα ομορφότερα κομμάτια της πόλης, δηλαδή τα πεζοδρομημένα, τα περάσαμε ξυστά, ενώ στη Βουλή μάθαμε για τις 400 πτυχώσεις της φουστανέλας των ευζώνων - μία για κάθε χρόνο τουρκικής κατοχής. Στη συνέχεια της Θερμοπυλών προς το Θησείο, κουτσουπιές μάς έραναν με άνθη, αφού ακλάδευτες καθώς ήταν σάρωσαν τον δεύτερο όροφο του λεωφορείου. Ανεβαίνοντας την Ερμού, χαζέψαμε παλαιοπωλεία, διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα, άστεγους να κοιμούνται σε υπνόσακους, κιόσκια με έθνικ φαγητό δρόμου και μια ατέλειωτη ουρά από ταξί, ενώ στην Αθηνάς ήρθαμε αντιμέτωποι με το... πατροπαράδοτο μποτιλιάρισμα κοντά στην κεντρική αγορά.
Ομως, ακόμη κι αν όλα αυτά φαίνονται ίσως παράξενα για κάποιον που πιστεύει ότι οι τουρίστες πρέπει να βλέπουν μια clean-cut εκδοχή της πόλης, η ξενάγηση σε μια Αθήνα με όλα της τα κουσούρια αλλά και τις ομορφιές έχει τη χάρη της. Οι ξένοι βλέπουν μια πόλη ζωντανή, με χίλια, ίσως, προβλήματα, αλλά που όταν βγαίνει ο ήλιος μεταμορφώνεται μαγικά. Και αυτό που κυρίως απολαμβάνουν εκεί, στα ψηλά των διώροφων τουριστικών λεωφορείων, είναι οι ηλιόλουστες αθηναϊκές μέρες, όταν ακόμη και από την υποβαθμισμένη Θερμοπυλών μπορούν να δουν την Ακρόπολη -μέσα σε μια θολούρα ζέστης και καυσαερίου- και παιδάκια από το δρόμο να τους χαιρετούν και να τους φωνάζουν «καλό ταξίδι».
Η βόλτα του Πειραιά -ένα «ενισχυμένο» δρομολόγιο- ξεκινά από την Ακρόπολη και το λεωφορείο κατεβαίνει με ταχύτητα τη Συγγρού. Οι ζακέτες ξαναφοριούνται και μερικά καπέλα φεύγουν από τα κεφάλια και πετούν προς τον ουρανό. Η Πειραϊκή, το Μικρολίμανο και η θέα από το λόφο της Καστέλλας αποζημιώνουν και οι φωτογραφικές μηχανές παίρνουν φωτιά. Γυρνώντας στην Ακρόπολη, ροδοκοκκινισμένοι και (ακόμη κι εμείς οι Ελληνες) αρκετά πιο ενημερωμένοι για τα αξιοθέατα της πόλης, κατεβαίνουμε περπατώντας την πεζοδρομημένη Αποστόλου Παύλου. Ενα ζευγάρι Αμερικανών δίπλα μου έχουν πιαστεί χέρι-χέρι και χαμογελούν. «Μου αρέσει η Αθήνα», λέει το κορίτσι στον αγαπημένο της και μετά διστάζει λίγο ψάχνοντας να βρει τις κατάλληλες λέξεις. «Είναι, you know, πολύ αληθινή!»
No comments:
Post a Comment