Το εφετείο του Μονάχου πρόσφατα αποφάσισε τον επαναπατρισμό 173 κλεμμένων αρχαιοτήτων στην Κύπρο. Σε τι κατάσταση φυλάσσονται αυτές και πως μπορεί να προστατευθεί η πολιτιστική κληρονομιά;
Μέσα στη δίνη των τελευταίων εξελίξεων στην Κύπρο, πριν από λίγες ημέρες έγινε γνωστή και μια καλή είδηση που αφορούσε το νησί. Το εφετείο του Μονάχου με απόφασή του επιτρέπει τον επαναπατρισμό 173 αρχαιοτήτων, οι οποίες το 1997 είχαν βρεθεί σε διαμέρισμα του Τούρκου αρχαιοκάπηλου Αϊντίν Ντικμέν στη βαυαρική πρωτεύουσα.
Η απόφαση του δικαστηρίου βασίστηκε σε γνωμοδότηση του καθηγητή Βυζαντινολογίας Γιοχάνες Ντέκερς. Ο καθηγητής κλήθηκε πριν από μια εβδομάδα περίπου να γνωμοδοτήσει για την προέλευση άλλων περίπου 60 αντικείμενων, ώστε να αποδειχθεί η ταυτότητα τους και να μπορέσουν να επιστρέψουν στην Κύπρο. Συνολικά πάντως πρόκειται για σπαράγματα ψηφιδωτού διάκοσμου του 6ου αιώνα, τοιχογραφιών του 12ου, 14ου και 15ου αιώνα, βυζαντινών και μεταβυζαντινών φορητών εικόνων, χειρόγραφων, αλλά και αντικειμένων της προϊστορικής περιόδου. Τα αντικείμενα αυτά φυλάσσονται από το 1997 σε αποθήκες της Υπηρεσίας Δίωξης Εγκλήματος στο Μόναχο. Θελήσαμε να μάθουμε σε ποια κατάσταση βρίσκονται σήμερα και ποιες είναι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες φυλάσσονται.
Ασφαλής φύλαξη
Ο Ντέτλεφ Πούχελτ, επικεφαλής εκπρόσωπος τύπου της Υπηρεσίας Δίωξης του Μονάχου μας είπε: «Έχουμε στην υπηρεσία μας ένα ειδικό δωμάτιο, με ειδικές τεχνικές προδιαγραφές, είναι ασφαλές από κίνδυνο πυρκαγιάς και διαθέτει ένα ειδικό σύστημα εξαερισμού. Το κάθε αντικείμενο είναι ξεχωριστά πακεταρισμένο με ειδικό χαρτί. Η όλη διαδικασία έγινε κάτω από την επίβλεψη ειδικών. Τα αντικείμενα δεν είναι άτακτα σπαρμένα στο χώρο αλλά τοποθετημένα με ειδικό τρόπο».
Να συμπληρώσουμε ότι πληροφορίες που ήθελαν την Κυπριακή Δημοκρατία να πληρώνει στις γερμανικές αρχές ποσά για τη φύλαξή τους δεν ευσταθούν. Ο εντοπισμός του τούρκου αρχαιοκάπηλου πριν από χρόνια στάθηκε δυνατός μετά από πληροφορίες που έδωσε ένας πρώην συνεργάτης του, ο Ολλανδός Μισέλ Βαν Ράιν και ο οποίος εν τω μεταξύ συνεργάζεται με τις διωκτικές αρχές.
Ο Ντικμέν ζούσε μεταξύ άλλων πόλεων και στο Μόναχο, το οποίο θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα παράνομου εμπορίου έργων τέχνης στη Γερμανία, γεγονός που μας επιβεβαίωσε και ο Ντέτλεφ Πούχελτ. Σχετικά με το εάν υπάρχει μια εικόνα για το πόσοι κυπριακοί θησαυροί έχουν κλαπεί και διοχετευθεί στις διεθνείς αγορές, η Κατερίνα Χατζηστύλλη, αρχαιολόγος-βυζαντινολόγος και υποψήφια διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Μονάχου μας λέει σχετικά: «Άγνωστος παραμένει ο ακριβής αριθμός των αντικειμένων που έχουν κλαπεί. Εκτιμάται ότι περί τις 25 χιλιάδες εικόνες εξαφανίστηκαν μετά την τουρκική εισβολή. Οι περισσότεροι από τους θησαυρούς αγνοούνται -σπαράγματα, τοιχογραφίες, ψηφιδωτά, φορητές εικόνες, χειρόγραφα, αρχαία αντικείμενα- ενώ άλλοι έχουν εντοπισθεί και επαναπατριστεί. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις των ψηφιδωτών της Κανακαριάς, και των τοιχογραφιών της Συλλογής Μενίλ».
Δημιουργία Παρατηρητηρίου
Για τον Ντέτλεφ Πούχελτ η υπόθεση Ντικμέν είναι μια από τις εντυπωσιακότερες που έχει αντιμετωπίσει η συγκεκριμένη βαυαρική υπηρεσία:«Πρόκειται για την πρώτη υπόθεση τέτοιου μεγέθους. Λίγα χρόνια αργότερα αντιμετωπίσαμε μια παρόμοια περίπτωση αυτή τη φορά με αντικείμενα που προέρχονταν από μια άλλη γωνιά του κόσμου, τη νότια και κεντρική Αμερική. Αυτές οι δυο περιπτώσεις ήταν οι πιο μεγάλες που είχαμε αντιμετωπίσει στην Ευρώπη. Η περίπτωση των κλεμμένων κυπριακών θησαυρών ήταν η μεγαλύτερη για την εποχή της».
Ποιο είναι όμως το δίδαγμα της υπόθεσης Ντικμέν; Τι μπορεί να κάνει η Κύπρος ώστε να προστατεύσει την πολιτιστική της κληρονομιά; Η κυρία Χατζηστύλλη, η όποια ήταν υπεύθυνη μελέτης του υλικού, σε ερευνητικό πρόγραμμα καταγραφής και μελέτης των χριστιανικών μνημείων στα κατεχόμενα υπό την επίβλεψη του Δρος Χαράλαμπου Χοτζάκογλου λέει σχετικά:
«Δεδομένου του μεγέθους της αρχαιοκαπηλίας και της τυμβωρυχίας που υπέστη η Κύπρος προβάλλεται όλο και επιτακτικότερα η ανάγκη άμεσης παρέμβασης με τη δημιουργία ενός κεντρικού φορέα, που να λειτουργεί ως Παρατηρητήριο σε συνεργασία φυσικά με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, το Τμήμα Αρχαιοτήτων, την Εκκλησία της Κύπρου, το Υπουργείο Εξωτερικών, την κυπριακή αστυνομία, το τμήμα τελωνείων και τη νομική υπηρεσία. Στόχος πρέπει να είναι η συστηματική παρακολούθηση της παράνομης διακίνησης κυπριακών αρχαιοτήτων στο εξωτερικό, η συνεργασία με διεθνείς φορείς, αστυνομικές και τελωνειακές αρχές, ο εντοπισμός, τεκμηρίωση και ταυτοποίηση των έργων τέχνης και η κίνηση νομικών διαδικασιών επαναπατρισμού τους».
Μαρία Ρηγούτσου
Yπεύθ. σύνταξης: Δήμητρα Κυρανούδη dw de
No comments:
Post a Comment