Ο Αμερικανός που αγάπησε την Ελλάδα
«Για να επιβιώσει ένα ίδρυμα, πρέπει να εξελίσσεται και να προσαρμόζεται στην πραγματικότητα», επισημαίνει ο πρώην πρόεδρος του Ανατόλια και συγγραφέας Γουίλιαμ Μακ Γκρου.
Την αυγή της 20ής Ιουλίου 1974 ξεκινούσε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, λίγες ημέρες πριν από την πτώση της χούντας στην Αθήνα. Εκείνο το πρωινό ένας Αμερικανός πρώην διπλωμάτης πετάει για Αθήνα με τελικό προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Οι πτήσεις όμως στον ελληνικό εναέριο χώρο έχουν απαγορευθεί και το αεροπλάνο του αλλάζει πορεία για Ιταλία.
Αυτή θα μπορούσε να ήταν η αρχή ενός συναρπαστικού μυθιστορήματος, αλλά η σύμπτωση είναι καθ’ όλα πραγματική και στο αεροπλάνο δεν ήταν άλλος από τον Γουίλιαμ Μακ Γκρου, τον τότε νέο πρόεδρο του Κολεγίου Ανατόλια, που έφτασε τελικώς στη Θεσσαλονίκη, ύστερα από ταξίδι τριών ημερών μέσω Ρώμης, για να αναλάβει τα καθήκοντά του.
«Ο πρώτος άνθρωπος που είδα ήταν ο μαθηματικός του σχολείου Αναστάσιος Αγάπης, ντυμένος με στρατιωτική στολή», θυμάται ο κ. Μακ Γκρου. Με την ιδιότητα του ιστορικού, ο πρώην πρόεδρος του κολεγίου παραθέτει την περιπετειώδη ιστορία του Ανατόλια, από την ίδρυσή του στη Μερζιφούντα της Μικράς Ασίας μέχρι την εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη και τη σύγχρονη εποχή, στον αγγλόφωνο τόμο «Educating Across Cultures: Anatolia College in Turkey and Greece» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Rowman & Littlefield.
Ενας διπλωμάτης για πρόεδρος
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 το Ανατόλια βρίσκεται αντιμέτωπο για πολλοστή φορά στην ιστορία του με νέες προκλήσεις: δύο πρόεδροι είχαν παραιτηθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα, οι χουντικές εκπαιδευτικές παρεμβάσεις και διώξεις δημιούργησαν σκέψεις αποχώρησής του από την Ελλάδα, ενώ το αίσθημα του αντιαμερικανισμού φούντωνε λόγω της στάσης των ΗΠΑ απέναντι στο καθεστώς των συνταγματαρχών και στα γεγονότα της Κύπρου.
Την ίδια εποχή, ο Γουίλιαμ Μακ Γκρου, υποψήφιος διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο Σινσινάτι στην Ελληνική και Μοντέρνα Ευρωπαϊκή Ιστορία, είχε ήδη αποχωρήσει από μια δεκαετή καριέρα στο διπλωματικό σώμα των ΗΠΑ. «Ο κύριος λόγος [που έφυγα] ήταν το Βιετνάμ. Δεν συμφωνούσα με την πολιτική. Με βάραινε πολύ. Δεν πίστευα ότι ήταν σωστό αυτό που γινόταν», σημειώνει.
Μελετώντας στα υπόγεια της Εθνικής Βιβλιοθήκης και στη Γεννάδειο, έμαθε πως το κολέγιο αναζητούσε νέο πρόεδρο, μακριά από το τυπικό πρότυπο του αμιγώς εκπαιδευτικού και με γνώσεις για τη σύγχρονη Ελλάδα ώστε να ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες. Γίνεται ομόφωνα δεκτός και η πρώτη κίνηση του νέου προέδρου ήταν ουσιαστική και συμβολική: όπως διαβάζουμε στο βιβλίο, έδωσε πλήρη υποτροφία σε 26 Κύπριους φοιτητές που είχαν εκδιωχθεί από τα Κατεχόμενα, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Παναγιώτης Αντωνίου, ο οποίος διετέλεσε διευθυντής του γραφείου του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας.
«Ηξερα την Κύπρο, ήμουν εκεί ως εκπρόσωπος της αμερικανικής πρεσβείας στο Ιδρυμα Fulbright. Είχα ιδιαίτερη συμπάθεια για τους Κυπρίους και μεγάλη λύπη για αυτό που έγινε το ’74. Ηταν πολύ δύσκολο να μας εμπιστευτούν οι κυπριακές οικογένειες. Εφευγαν από την πατρίδα τους και πήγαιναν σε ένα αμερικανικό σχολείο στην Ελλάδα. Ημασταν όλοι πολύ συγκινημένοι όταν ήρθαν και πολύ περήφανοι γι’ αυτά τα παιδιά», μας λέει ο κ. Μακ Γκρου.
Η μεταπολίτευση
Κάπως έτσι ξεκίνησε η θητεία του συγγραφέα στο Κολέγιο Ανατόλια και δεν ήταν ανέφελη τα επόμενα χρόνια. Στο βιβλίο του κ. Μακ Γκρου περιγράφεται η ταραγμένη περίοδος του ’74, οι επιφυλάξεις για την αμερικανική επιρροή στην Ελλάδα και το έλλειμμα εμπιστοσύνης που προκάλεσαν οι πρακτικές της CIA.
Η αποστολή του κολεγίου ήταν «καθαρά εκπαιδευτική, χωρίς πολιτικά κίνητρα ή διαστάσεις», αναφέρει ο συγγραφέας. «Είμαι βέβαιος ότι δεν χρειάζεται να σας το πω, αλλά για τυπικούς λόγους θα το κάνω, ότι κανένας στο Ανατόλια δεν θα δώσει οποιαδήποτε πληροφορία σε οποιονδήποτε θα μπορούσε να συνδέεται με τη CIA. Δεν μπορώ να σκεφτώ γρηγορότερο δρόμο προς την καταστροφή μας στην Ελλάδα από το να εμπλακούμε με αυτή την οργάνωση», αναφέρει χαρακτηριστικά ο τότε πρόεδρος των Εφόρων Εβερετ Στίβενς σε επιστολή του.
«Είχα την ίδια αντίληψη εκατό τοις εκατό, μακριά απ’ αυτά», τονίζει σήμερα ο κ. Μακ Γκρου και σημειώνει με έμφαση ότι κανείς στο Ανατόλια δεν είχε ποτέ σχέση με τον οργανισμό αυτό. Ο συγγραφέας αναφέρεται ακόμη στην πρώτη τετραετία του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου και στον «πόλεμο» εναντίον της ιδιωτικής εκπαίδευσης, στη χωροταξική επέκταση του Ανατόλια και στη δημιουργία τριτοβάθμιας βαθμίδας εκπαίδευσης (ACT) στα πρότυπα των αμερικανικών πανεπιστημίων.
Η αγάπη του για τη χώρα μας ξεκίνησε σχεδόν τυχαία, όταν ως νεαρός ιστορικός έγινε δεκτός το 1958 στο αμερικανικό διπλωματικό σώμα και έπρεπε να ειδικευτεί σε μια χώρα ενδιαφέροντος για τις ΗΠΑ. «Επρεπε να επιλέξουμε μεταξύ διαφόρων χωρών. Είχα επισκεφθεί την Ευρώπη με τον πατέρα μου. Ανάμεσα στην Αφρική, την Ασία και σε άλλα μέρη βρισκόταν και η Ελλάδα. Σκέφτηκα ότι η Ελλάδα είναι Ευρώπη και τη διάλεξα. Πέρασα εννέα μήνες εντατικών μαθημάτων κι έπειτα με έστειλαν στην Αθήνα», τονίζει. Από εκεί υπηρέτησε στη Θεσσαλονίκη, τη Σμύρνη και την Κύπρο, πριν από την οριστική αποχώρησή του. «Ηταν μια πρόκληση να αναλάβω το σχολείο και μετά δέθηκα με τον τόπο», μας λέει.
Η σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα είναι κάτι που τον στενοχωρεί, όπως μας εξομολογείται, κάτι που συχνά συζητάει με τον γιο του Γουές Μακ Γκρου, τον εκπρόσωπο του ΔΝΤ στη χώρα μας, σπεύδοντας να επισημάνει ότι ο παππούς του Γουές, ο Ρόμπερτ Μίλικαν, είχε τιμηθεί με το Νομπέλ Φυσικής το 1923. «Ποτέ στην Ιστορία δεν υπήρξε κράτος ή έθνος που να μην έχει το δικό του νόμισμα. Επομένως όλα αυτά είναι καινούργια φαινόμενα και είναι δύσκολο να καταλάβει κάποιος πού θα οδηγήσει αυτό το πράγμα. Ακόμη και οι οικονομολόγοι δεν συμφωνούν μεταξύ τους», σχολιάζει.
Εξέλιξη και προσαρμογή
Ο συγγραφέας περιγράφει ακόμα την εξέλιξη της εκπαιδευτικής φιλοσοφίας του Ανατόλια με τα διεθνή της χαρακτηριστικά και τη σταδιακή «ελληνοποίηση» του ιδρύματος με την τοποθέτηση Ελλήνων εφόρων, ενώ για πρώτη φορά ο νυν πρόεδρος είναι Ελληνας, ο δρ Πάνος Βλάχος. «Για να επιβιώσει ένα ίδρυμα, πρέπει να εξελίσσεται και να προσαρμόζεται στην πραγματικότητα», επισημαίνει ο κ. Μακ Γκρου και καταλήγει ότι κατά την άποψή του η ποιοτική εκπαίδευση παρέχεται όταν οι καθηγητές κάνουν μάθημα σε μικρό αριθμό μαθητών και όχι «διαλέξεις» σε μεγάλα ακροατήρια, ενώ το σημαντικότερο καθήκον τους είναι «να εμπνεύσουν» τους μαθητές τους, καθότι είναι στο χέρι τους να επηρεάσουν καταλυτικά την υπόλοιπη ζωή τους.
Τσολάκογλου, Βαλντχάιμ και Μάικλ Τζόρνταν
Αν και υπήρξε ο μακροβιότερος πρόεδρος στη μέχρι τώρα ιστορία του κολεγίου -25 συναπτά έτη-, η θητεία του καταλαμβάνει τη μικρότερη έκταση και αποτελεί το τελευταίο κεφάλαιο του πολυσέλιδου βιβλίου.
Μέσα σε έντεκα πυκνογραμμένα κεφάλαια ο κ. Μακ Γκρου καταγράφει την περιπετειώδη πορεία ενός μη κερδοσκοπικού εκπαιδευτικού ιδρύματος που συνεχίζει και επιβιώνει κόντρα σε όλες τις αντιξοότητες. Ο αναγνώστης παρακολουθεί την ίδρυση του κολεγίου στη Μερζιφούντα και το κίνημα των ιεραποστόλων, την αρμενική γενοκτονία και τους διωγμούς των Ελλήνων μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη μετεγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη το 1924. Επειτα, οι συνέπειες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, του Εμφυλίου και της δικτατορίας αντανακλώνται πάνω στο κολέγιο, το προσωπικό και τους μαθητές του. Η επιστημονική παράθεση των γεγονότων διανθίζεται από μια ζωντανή αφήγηση και δεν λείπουν ενδιαφέρουσες ιστορικές λεπτομέρειες, όπως ότι η συνθήκη Τσολάκογλου υπογράφτηκε, σύμφωνα με τον συγγραφέα, στην κοντινή κατοικία του Γερμανού εμπόρου Χάιτμαν και όχι σε αίθουσα του Ανατόλια όπως είναι ευρύτερα γνωστό, ότι ο μετέπειτα πρόεδρος της Αυστρίας Κουρτ Βαλντχάιμ, που υπηρέτησε στη ναζιστική αντικατασκοπεία, είχε τοποθετηθεί στην περιοχή την περίοδο 1942-44, ότι ο Γρηγόριος Στακτόπουλος ήταν απόφοιτος του κολεγίου και πως ο τότε πρόεδρος, Καρλ Κόμπτον, είχε καταθέσει ως μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη για τη δολοφονία του Πολκ, αλλά και ότι έπαιξε μπάσκετ στο σχολείο ο Μάικλ Τζόρνταν το 1982.
No comments:
Post a Comment