Ο υπερόπτης Σουλτάνος
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Είχα την ευκαιρία να γνωρίσω πέντε Τούρκους πρωθυπουργούς. Ο καθένας είχε το στυλ του, αλλά κανείς δεν προέβαλλε τη «ζωώδη δύναμη» του Ταγίπ Ερντογάν. Ο Ετσεβίτ ήταν ένας περίεργος συνδυασμός πολιτικού και διανοουμένου, ο οποίος ένιωθε ενοχές για την εισβολή στην Κύπρο και προσπαθούσε πάντοτε να αποδείξει ότι είναι υπέρμαχος των καλών ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η Τσιλέρ ήταν απλώς αλαζών και άσχετη, γι’ αυτό και εξαφανίστηκε από την πολιτική σκηνή. Ο Γιλμάζ ήταν ένας άχρωμος, «γκρίζος» πολιτικός και όμηρος του βαθέος κράτους και της γραφειοκρατίας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μία συνέντευξη μαζί του. Οταν έφτασε η ώρα να συζητήσουμε για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, κάποιος που στεκόταν πίσω μου του έδειχνε ένα χαρτί. Διέκοψε τη ροή της συνέντευξης και μου είπε: «Α ναι, να μην ξεχάσω, υπάρχει και το πολύ σοβαρό θέμα των γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο». Το βαθύ κράτος είχε υπαγορεύσει το πρόσθετο, εκτός σειράς, σχόλιο. Ο Ντεμιρέλ ήταν μια «αλεπού» παλαιάς κοπής, ευγενής, «πασάς», αλλά και πολύ εξοικειωμένος με τον δυτικό τρόπο συνδιαλλαγής, μια τουρκική εκδοχή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Ο Ερντογάν είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Την πρώτη φορά που τον συνάντησα, ήταν στο πλαίσιο μιας συνάντησης του «Νταβός» στη Νέα Υόρκη, το 2002. Καθόταν σε ένα τραπέζι με δύο συνεργάτες του και παρακολουθούσε αμίλητος. Δεν μιλούσε αγγλικά και όλοι ψιθύριζαν γύρω του: «Αυτός είναι ο ανερχόμενος ισλαμιστής Τούρκος πολιτικός, έχει πολύ μέλλον». Την επόμενη φορά που τον συνάντησα ήταν στα γραφεία του κόμματός του, σε μια φτωχική γειτονιά στην Κωνσταντινούπολη. Το κτίριο έμοιαζε με εργατική πολυκατοικία. Ο ίδιος ήταν μαζεμένος, περιοριζόταν σε πολύ γενικόλογες απαντήσεις και δεν έμοιαζε να τον ενδιαφέρει και πολύ η Ελλάδα ως θέμα. Πέρασαν πάλι μερικά χρόνια και τον συνάντησα για μια συνέντευξη στο περιθώριο του Νταβός. Ηταν πολύ διαφορετικός. Δεν είχε καθόλου υπομονή, άρχιζε να κοιτάζει αυστηρά στις δύσκολες ερωτήσεις και ήταν σαφές πλέον ότι ήταν «Σουλτάνος» κανονικός και με τη βούλα. Οι επιτελείς και οι αυλικοί τον αντιμετώπιζαν με δέος και λίγο φόβο. Η συνέντευξη διεκόπη σχετικά πρόωρα. Δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν επειδή, όπως μου ελέχθη, δεν προλάβαινε να πετάξει το ελικόπτερο έως το αεροδρόμιο της Ζυρίχης ή αν οι ερωτήσεις πέρασαν μια αόρατη κόκκινη γραμμή.
Η τελευταία φορά που τον είδα ήταν στα γραφεία του κόμματός του στην Πόλη. «Ουάου», που θα έλεγε κι ένας πρώην υπουργός. Πόσο μεγάλη ήταν η διαφορά από εκείνη τη συνάντηση στη φτωχογειτονιά όπου βρίσκονταν τα παλιά γραφεία. Το κτίριο έμοιαζε περισσότερο με ξενοδοχείο τύπου Ritz Carlton παρά με κομματικό αρχηγείο: μπουαζερί παντού, ψηλοτάβανα δωμάτια και βαριές κουρτίνες που ταίριαζαν σε παλάτι.
Η αυλή και το επιτελείο είχαν αυγατίσει εντυπωσιακά. Το ίδιο και η έλλειψη υπομονής και συγκέντρωσης από την πλευρά του. Οι απαντήσεις έμοιαζαν με μονολόγους του Φιντέλ Κάστρο. Οταν η ερώτηση δεν του άρεσε, έβλεπες τη δυσφορία στο πρόσωπό του. Εφυγα από εκεί πολύ προβληματισμένος. Είχα ακούσει από Τούρκους και Δυτικούς φίλους πόσο έχει αλλάξει ο «πασάς», ότι η υπεροψία του είναι ανεξέλεγκτη και ότι βλέπει τον εαυτό του σε ρόλο νεοοθωμανού ηγέτη. Ορισμένοι απέδιδαν, μάλιστα, τα νεύρα, την έλλειψη υπομονής και την αλαζονεία και στα φάρμακα που έπαιρνε τότε λόγω ενός σοβαρού προβλήματος υγείας.
Ο Ερντογάν είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Την πρώτη φορά που τον συνάντησα, ήταν στο πλαίσιο μιας συνάντησης του «Νταβός» στη Νέα Υόρκη, το 2002. Καθόταν σε ένα τραπέζι με δύο συνεργάτες του και παρακολουθούσε αμίλητος. Δεν μιλούσε αγγλικά και όλοι ψιθύριζαν γύρω του: «Αυτός είναι ο ανερχόμενος ισλαμιστής Τούρκος πολιτικός, έχει πολύ μέλλον». Την επόμενη φορά που τον συνάντησα ήταν στα γραφεία του κόμματός του, σε μια φτωχική γειτονιά στην Κωνσταντινούπολη. Το κτίριο έμοιαζε με εργατική πολυκατοικία. Ο ίδιος ήταν μαζεμένος, περιοριζόταν σε πολύ γενικόλογες απαντήσεις και δεν έμοιαζε να τον ενδιαφέρει και πολύ η Ελλάδα ως θέμα. Πέρασαν πάλι μερικά χρόνια και τον συνάντησα για μια συνέντευξη στο περιθώριο του Νταβός. Ηταν πολύ διαφορετικός. Δεν είχε καθόλου υπομονή, άρχιζε να κοιτάζει αυστηρά στις δύσκολες ερωτήσεις και ήταν σαφές πλέον ότι ήταν «Σουλτάνος» κανονικός και με τη βούλα. Οι επιτελείς και οι αυλικοί τον αντιμετώπιζαν με δέος και λίγο φόβο. Η συνέντευξη διεκόπη σχετικά πρόωρα. Δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν επειδή, όπως μου ελέχθη, δεν προλάβαινε να πετάξει το ελικόπτερο έως το αεροδρόμιο της Ζυρίχης ή αν οι ερωτήσεις πέρασαν μια αόρατη κόκκινη γραμμή.
Η τελευταία φορά που τον είδα ήταν στα γραφεία του κόμματός του στην Πόλη. «Ουάου», που θα έλεγε κι ένας πρώην υπουργός. Πόσο μεγάλη ήταν η διαφορά από εκείνη τη συνάντηση στη φτωχογειτονιά όπου βρίσκονταν τα παλιά γραφεία. Το κτίριο έμοιαζε περισσότερο με ξενοδοχείο τύπου Ritz Carlton παρά με κομματικό αρχηγείο: μπουαζερί παντού, ψηλοτάβανα δωμάτια και βαριές κουρτίνες που ταίριαζαν σε παλάτι.
Η αυλή και το επιτελείο είχαν αυγατίσει εντυπωσιακά. Το ίδιο και η έλλειψη υπομονής και συγκέντρωσης από την πλευρά του. Οι απαντήσεις έμοιαζαν με μονολόγους του Φιντέλ Κάστρο. Οταν η ερώτηση δεν του άρεσε, έβλεπες τη δυσφορία στο πρόσωπό του. Εφυγα από εκεί πολύ προβληματισμένος. Είχα ακούσει από Τούρκους και Δυτικούς φίλους πόσο έχει αλλάξει ο «πασάς», ότι η υπεροψία του είναι ανεξέλεγκτη και ότι βλέπει τον εαυτό του σε ρόλο νεοοθωμανού ηγέτη. Ορισμένοι απέδιδαν, μάλιστα, τα νεύρα, την έλλειψη υπομονής και την αλαζονεία και στα φάρμακα που έπαιρνε τότε λόγω ενός σοβαρού προβλήματος υγείας.
Στο νέο παλάτι δεν έχω πάει. Από τις φωτογραφίες, πάντως, και από τον αριθμό των φίλων Τούρκων δημοσιογράφων που έχουν χάσει τη δουλειά τους, καταλαβαίνω ότι ο Ερντογάν που πρωτογνώρισα, φοβισμένος και περιθωριακός το 2002, έχει αλλάξει ακόμη περισσότερο. Με ό,τι αυτό σημαίνει...
No comments:
Post a Comment