ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Η επόμενη οικονομική καταστροφή ενδέχεται να έρθει από τον... Σνούπι
PAUL KRUGMAN / THE NEW YORK TIMES
Μήπως ο Σνούπι μάς οδήγησε σε μια ακόμη σοβαρή οικονομική κρίση; Δυστυχώς, είναι όντως πιθανόν εξαιτίας δικαστικής απόφασης που μπορεί να ανατρέψει ένα καίριο τμήμα της μεταρρύθμισης του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Οταν ξέσπασε η καταιγίδα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ, τον Σεπτέμβριο του 2008, άμεση αιτία φαινόταν η κατάρρευση τριών εταιρειών, καμία εκ των οποίων δεν ήταν τράπεζα υπό τη συνήθη έννοια της λέξης, δηλαδή ίδρυμα που φυλάσσει καταθέσεις και τις δανείζει. Μία εξ αυτών ήταν ασφαλώς η Lehman Brothers, ενώ οι άλλες δύο ήταν οι The Reserve, ένα fund της αγοράς χρήματος, και ο ασφαλιστικός όμιλος American International Group. Η Lehman κήρυξε πτώχευση, η The Reserve «πάγωσε» τους λογαριασμούς των καταθετών και ρευστοποιήθηκε. Η AIG σώθηκε μέσω πιστωτικής γραμμής ύψους 85 δισ. δολ. που έλαβε από τη Fed με αντάλλαγμα το 80% της επιχείρησης.
Ολα αυτά έδειξαν ότι οι παραδοσιακές ρυθμίσεις που ίσχυαν για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, δηλαδή αυτές που καλύπτουν τα ταμιευτήρια, τις παραδοσιακές τράπεζες, δεν είναι κατάλληλες για τον σύγχρονο κόσμο. Υπάρχει πολύ ουσιαστική σχέση ανάμεσα σε αυτά που συνέβησαν και στους κινδύνους νέας κρίσης. Η AIG δεν ήταν τράπεζα αλλά πουλούσε εγγυήσεις για περιουσιακά στοιχεία, και ο φόβος πως δεν θα κατάφερνε να τιμήσει αυτές τις εγγυήσεις σχεδόν προκάλεσε σειρά από ντόμινο. Επιπλέον, όλα αυτά έδειξαν ότι, αν η μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα δεν είναι παρά η διάλυση των μεγάλων τραπεζών, τότε δεν έχει νόημα.
Αυτό που χρειάζεται είναι ρυθμίσεις ικανές να περιορίσουν τους κινδύνους από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δεν είναι τράπεζες, και αυτό ακριβώς προσπάθησε να εφαρμόσει η μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα το 2010. Εν ολίγοις, επιτρέπει στις ρυθμιστικές αρχές να χαρακτηρίσουν ορισμένες εταιρείες «σημαντικές για το σύστημα», δηλαδή ότι, όπως ίσχυσε και για την AIG, η κατάρρευσή τους ή ακόμη και η πιθανότητα μιας κατάρρευσής τους μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Από τη στιγμή που ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα χαρακτηρισθεί έτσι, θα υπόκειται σε πρόσθετη εποπτεία και σε πρόσθετες ρυθμίσεις. Τι καθορίζει αν μια εταιρεία είναι σημαντική για το σύστημα; Δεν υπάρχουν σαφώς καθορισμένοι κανόνες, αλλά δεν πρέπει να υπάρξουν γιατί, αν υπήρχαν, οι νομικοί σύμβουλοι των εταιρειών θα έβρισκαν τρόπους να τους παρακάμψουν. Αντιθέτως, βασίζονται σε παλαιότερες αποφάσεις δικαστηρίων, αλλά οι χρηματοπιστωτικοί κολοσσοί που δεν θέλουν να τους επιβάλλονται περιορισμοί καταφεύγουν σε νομικές διαμάχες για να αμφισβητήσουν τις παλαιότερες αποφάσεις.
Και έτσι φτάνουμε στον Σνούπι, ο οποίος, για λόγους ακατανόητους σε μένα, αποτελεί το έμβλημα του ασφαλιστικού κολοσσού της MetLife. Στα τέλη του 2014, οι ρυθμιστικές αρχές κατέταξαν αυτόν τον κολοσσό στην κατηγορία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που είναι σημαντικοί για το σύστημα. Αλλες επιχειρήσεις που πληροφορήθηκαν ότι κινδύνευαν να τις χαρακτηρίσουν έτσι έσπευσαν να αλλάξουν το επιχειρηματικό τους μοντέλο. Η General Electric, για παράδειγμα, πούλησε το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεών της στον κλάδο της χρηματοδότησης. Η MetLife, όμως, προσέφυγε στη Δικαιοσύνη και απέσπασε την ευνοϊκή απόφαση της δικαστού Ρόζμαρι Κόλιερ, που είχε διαμαρτυρηθεί ότι οι ρυθμιστικές αρχές δεν της παρουσίασαν ανάλυση κόστους - οφέλους. Αυτό, όμως, δεν το απαιτεί ο νόμος, γιατί οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις είναι σπάνια αλλά δραστικά περιστατικά, και δεν είναι λογικό να περιμένει κανείς πως οι ρυθμιστικές αρχές θα μαντέψουν εκ των προτέρων πώς θα είναι η επόμενη κρίση ή πώς πρέπει να αντιμετωπισθεί ώστε να θέσουν τους καλύτερους όρους.
Η κυβέρνηση πρόκειται να ασκήσει έφεση για την απόφαση, αλλά, ακόμη και αν δικαιωθεί η απόφαση, θα έχει ανοίξει την κερκόπορτα σε μια σειρά από αγωγές κατά της μεταρρύθμισης του χρηματοπιστωτικού τομέα. Υπό αυτήν την έννοια, ενδέχεται ο Σνούπι να ετοιμάζεται για την επόμενη οικονομική καταστροφή.
Οταν ξέσπασε η καταιγίδα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ, τον Σεπτέμβριο του 2008, άμεση αιτία φαινόταν η κατάρρευση τριών εταιρειών, καμία εκ των οποίων δεν ήταν τράπεζα υπό τη συνήθη έννοια της λέξης, δηλαδή ίδρυμα που φυλάσσει καταθέσεις και τις δανείζει. Μία εξ αυτών ήταν ασφαλώς η Lehman Brothers, ενώ οι άλλες δύο ήταν οι The Reserve, ένα fund της αγοράς χρήματος, και ο ασφαλιστικός όμιλος American International Group. Η Lehman κήρυξε πτώχευση, η The Reserve «πάγωσε» τους λογαριασμούς των καταθετών και ρευστοποιήθηκε. Η AIG σώθηκε μέσω πιστωτικής γραμμής ύψους 85 δισ. δολ. που έλαβε από τη Fed με αντάλλαγμα το 80% της επιχείρησης.
Ολα αυτά έδειξαν ότι οι παραδοσιακές ρυθμίσεις που ίσχυαν για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, δηλαδή αυτές που καλύπτουν τα ταμιευτήρια, τις παραδοσιακές τράπεζες, δεν είναι κατάλληλες για τον σύγχρονο κόσμο. Υπάρχει πολύ ουσιαστική σχέση ανάμεσα σε αυτά που συνέβησαν και στους κινδύνους νέας κρίσης. Η AIG δεν ήταν τράπεζα αλλά πουλούσε εγγυήσεις για περιουσιακά στοιχεία, και ο φόβος πως δεν θα κατάφερνε να τιμήσει αυτές τις εγγυήσεις σχεδόν προκάλεσε σειρά από ντόμινο. Επιπλέον, όλα αυτά έδειξαν ότι, αν η μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα δεν είναι παρά η διάλυση των μεγάλων τραπεζών, τότε δεν έχει νόημα.
Αυτό που χρειάζεται είναι ρυθμίσεις ικανές να περιορίσουν τους κινδύνους από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δεν είναι τράπεζες, και αυτό ακριβώς προσπάθησε να εφαρμόσει η μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα το 2010. Εν ολίγοις, επιτρέπει στις ρυθμιστικές αρχές να χαρακτηρίσουν ορισμένες εταιρείες «σημαντικές για το σύστημα», δηλαδή ότι, όπως ίσχυσε και για την AIG, η κατάρρευσή τους ή ακόμη και η πιθανότητα μιας κατάρρευσής τους μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Από τη στιγμή που ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα χαρακτηρισθεί έτσι, θα υπόκειται σε πρόσθετη εποπτεία και σε πρόσθετες ρυθμίσεις. Τι καθορίζει αν μια εταιρεία είναι σημαντική για το σύστημα; Δεν υπάρχουν σαφώς καθορισμένοι κανόνες, αλλά δεν πρέπει να υπάρξουν γιατί, αν υπήρχαν, οι νομικοί σύμβουλοι των εταιρειών θα έβρισκαν τρόπους να τους παρακάμψουν. Αντιθέτως, βασίζονται σε παλαιότερες αποφάσεις δικαστηρίων, αλλά οι χρηματοπιστωτικοί κολοσσοί που δεν θέλουν να τους επιβάλλονται περιορισμοί καταφεύγουν σε νομικές διαμάχες για να αμφισβητήσουν τις παλαιότερες αποφάσεις.
Και έτσι φτάνουμε στον Σνούπι, ο οποίος, για λόγους ακατανόητους σε μένα, αποτελεί το έμβλημα του ασφαλιστικού κολοσσού της MetLife. Στα τέλη του 2014, οι ρυθμιστικές αρχές κατέταξαν αυτόν τον κολοσσό στην κατηγορία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που είναι σημαντικοί για το σύστημα. Αλλες επιχειρήσεις που πληροφορήθηκαν ότι κινδύνευαν να τις χαρακτηρίσουν έτσι έσπευσαν να αλλάξουν το επιχειρηματικό τους μοντέλο. Η General Electric, για παράδειγμα, πούλησε το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεών της στον κλάδο της χρηματοδότησης. Η MetLife, όμως, προσέφυγε στη Δικαιοσύνη και απέσπασε την ευνοϊκή απόφαση της δικαστού Ρόζμαρι Κόλιερ, που είχε διαμαρτυρηθεί ότι οι ρυθμιστικές αρχές δεν της παρουσίασαν ανάλυση κόστους - οφέλους. Αυτό, όμως, δεν το απαιτεί ο νόμος, γιατί οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις είναι σπάνια αλλά δραστικά περιστατικά, και δεν είναι λογικό να περιμένει κανείς πως οι ρυθμιστικές αρχές θα μαντέψουν εκ των προτέρων πώς θα είναι η επόμενη κρίση ή πώς πρέπει να αντιμετωπισθεί ώστε να θέσουν τους καλύτερους όρους.
Η κυβέρνηση πρόκειται να ασκήσει έφεση για την απόφαση, αλλά, ακόμη και αν δικαιωθεί η απόφαση, θα έχει ανοίξει την κερκόπορτα σε μια σειρά από αγωγές κατά της μεταρρύθμισης του χρηματοπιστωτικού τομέα. Υπό αυτήν την έννοια, ενδέχεται ο Σνούπι να ετοιμάζεται για την επόμενη οικονομική καταστροφή.
No comments:
Post a Comment