Το συνέδριο του Βερολίνου και η ενσωμάτωση Θεσσαλίας και Άρτας στο Ελληνικό κράτος (1878-1881)
Γράφει ο Κωνσταντίνος Λινάρδος
Τον Φεβρουάριο του 1878 ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας έφτανε στο τέλος του. Οι νικητές Ρώσοι αναγκάζουν την Οθωμανική κυβέρνηση να υπογράψει την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου με την οποία πλησιάζουν όσο ποτέ άλλοτε στην υλοποίηση των φιλόδοξων σχεδίων τους. Ο κίνδυνος όμως μονομερούς επίλυσης του ανατολικού ζητήματος προκαλεί τις έντονες αντιδράσεις της Βρετανίας και της Αυστροουγγαρίας που θεωρούν ότι θίγονται ζωτικά τους συμφέροντα. Οι Ρώσοι που αρχικά δεν φαίνονται διατεθειμένοι να υποχωρήσουν , ελπίζουν σε μια γερμανική υποστήριξη ή έστω ανοχή που θα συγκρατούσε την Αυστροουγγαρία. Όταν όμως και οι Γερμανοί υιοθετούν τις απόψεις του αντίθετου στρατοπέδου αναγκάζονται τελικά να αποδεχτούν την μερική αναθεώρηση της συνθήκης. Ως εκ τούτου οι ισχυροί αποφασίζουν να επιλύσουν διπλωματικά το ζήτημα σε συνέδριο το οποίο θα διεξαγόταν τον Ιούνιο του 1878 στο Βερολίνο.
Το συνέδριο του Βερολίνου και οι αποφάσεις του
Οι αποφάσεις του συνεδρίου αποκατέστησαν τις διαταραχθείσες ισορροπίες , απομακρύνοντας το ενδεχόμενο ενός πανευρωπαϊκού πολέμου για τον οποίο δεν ήταν προετοιμασμένος κανείς.
Η σημαντικότερη διαφοροποίηση ήταν ο περιορισμός των εδαφών της Βουλγαρίας που διατηρούσε μεν την ανεξαρτησία της (τυπικά αυτόνομη ηγεμονία) , όμως τα εδάφη της μειώνονταν στο 1/3 του αρχικού , διατηρώντας μια έκταση περίπου 60.000 τ.χλμ (το βόρειο τμήμα της σημερινής Βουλγαρίας). Από εκεί και πέρα η Αυστροουγγαρία πέτυχε τον αντικειμενικό της στόχο που ήταν ο έλεγχος της δυτικής βαλκανικής , προσαρτώντας (αρχικά για 30 χρόνια και υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου) την Βοσνία –Ερζεγοβίνη.
Η Ρωσία αναγκαζόταν να επιστρέψει μέρος των εδαφών που είχε καταλάβει στον Καύκασο, αλλά και μια μικρή λωρίδα γης της Βεσσαραβίας στη Ρουμανία , ενώ η Σερβία και το Μαυροβούνιο διατηρούσαν τα εδάφη που τους είχαν αποδοθεί , όμως λόγω των αντιρρήσεων της Αυστροουγγαρίας το θέμα των θαλάσσιων συνόρων του Μαυροβουνίου παρέμενε σε εκκρεμότητα. Επιπλέον η Ανατολική Ρωμυλία (σημερινή νότια Βουλγαρία) δεν θα αποτελούσε επαρχία του βουλγαρικού κράτους , αλλά θα εξακολουθούσε να παραμένει ως αυτόνομη περιοχή στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο διοικητής θα διοριζόταν από την Οθωμανική κυβέρνηση με την απαραίτητη όμως συγκατάθεση των ισχυρών δυνάμεων, ενώ τουρκικά στρατεύματα θα υπήρχαν μόνο στα σύνορα , παράλληλα την εσωτερική ασφάλεια θα εξασφάλιζε σώμα αστυνομίας και μονάδες πολιτοφυλακής που θα οριζόντουσαν βάση του κυρίαρχου κατά περιφέρεια θρησκεύματος.
Για την Μακεδονία και τη Θράκη απλώς τονίστηκε η ανάγκη ορισμένων διοικητικών μεταρρυθμίσεων , ενώ στο άρθρο 23 γινόταν μνεία για την Κρήτη και την υποχρέωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας να τηρήσει απαρέγκλιτα τον κανονισμό του 1868 , αλλά και τις όποιες τροποποιήσεις θα κρίνονταν αναγκαίες.
Με ξεχωριστή συμφωνία η Βρετανία απαίτησε και πήρε από την Οθωμανική αυτοκρατορία την Κύπρο , ως αντάλλαγμα των υπηρεσιών της προς αυτή… Για την Ελλάδα υπήρχε μια καταρχήν απόφαση να της δοθούν ορισμένα εδάφη , ώστε να διατηρηθούν οι εδαφικές ισορροπίες μεταξύ των βαλκανικών χωρών. Μάλιστα η γαλλική πρόταση έκανε λόγο για νέα σύνορα που θα έφθαναν μέχρι την κοιλάδα του Πηνειού στη Θεσσαλία και τον ποταμό Καλαμά στην Ήπειρο (με τα Ιωάννινα). Η πρόταση αυτή έγινε καταρχήν αποδεκτή από τις άλλες χώρες πλην της Βρετανίας που εξέφραζε αντιρρήσεις.
Το γεγονός αυτό εκμεταλλεύτηκε η Οθωμανική αντιπροσωπεία που εμφανιζόταν αρνητική σε οποιαδήποτε εδαφική παραχώρηση προς την χώρα μας. Έτσι οι ισχυροί πρόσθεσαν στη συνθήκη το άρθρο 24 στο οποίο προβλεπόταν οι δύο χώρες να διευθετήσουν με απευθείας συζητήσεις την
Αλέξανδρος Κουμουνδούρος
χάραξη νέων συνόρων , με βάση διαπραγμάτευσης την γαλλική πρόταση που θεωρείτο ευνοϊκή για την Ελλάδα. Αν δεν κατάφερναν να βρούνε μια αμοιβαία αποδεκτή λύση τότε οι χώρες του συνεδρίου ως μεσολαβητές θα είχαν το δικαίωμα να επέμβουν και να καθορίσουν αυτές τα νέα όρια του ελληνικού κράτους.
Η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα κατά την διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου
Η έναρξη του πολέμου προβλημάτισε έντονα την Ελλάδα , αφού ο κίνδυνος να επέλθει συνολική λύση του ανατολικού ζητήματος σε βάρος των ελληνικών δικαίων ήταν κάτι παραπάνω από υπαρκτός.
Η Ελλάδα έβγαινε απότομα από τη χειμερία νάρκη , συνειδητοποιώντας ότι δεν είναι τόσο το δίκαιο των εθνοτήτων αυτό που καθορίζει τις διεθνείς αποφάσεις όσο τα συμφέροντα εκάστης χώρας. Το γεγονός αυτό αποκτούσε δραματικές διαστάσεις αφού συν τοις άλλοις η χώρα ήταν απαξιωμένη στρατιωτικά, ενώ η ρωσική πολιτική ήταν ηλίου φαεινότερο ότι στρεφόταν εναντίον των ελληνικών συμφερόντων. Ο κόσμος δυσανασχετούσε και την άνοιξη του 1877 ο Πρωθυπουργός Κουμουνδούρος αποφασίζει να παραιτηθεί προκειμένου να αποφύγει την λαϊκή δυσαρέσκεια που είχε αρχίσει να εκδηλώνεται και με διαδηλώσεις …
Ύστερα από αυτό και λόγω των εξελίξεων αποφασίζεται (με την καθοριστική παρέμβαση του Βασιλιά) να σχηματισθεί τον Μάιο οικουμενική κυβέρνηση στην οποία θα συμμετείχαν όλα τα ηχηρά πολιτικά ονόματα της εποχής. (Κουμουνδούρος –Τρικούπης –Ζαΐμης - Δεληγεώργης - Δηλιγιάννης- Ζυμβρακάκης). Πρωθυπουργός κοινή συναινέσει επιλέχτηκε ο αγωνιστής του 1821 , Κωνσταντίνος Κανάρης ενώ οι λοιποί πολιτικοί ηγέτες αναλαμβάνουν τα διάφορα υπουργεία. Το σχήμα αυτό ναι μεν ικανοποίησε τις λαϊκές προσδοκίες ήταν όμως αδύνατο να λειτουργήσει , αφού μεταξύ των συμμετεχόντων υπήρχε διαφορά θέσεων και αντιλήψεων για σειρά θεμάτων… Η κατάσταση θα
Χαρίλαος Τρικούπης
χειροτερεύσει όταν ο ένδοξος πυρπολητής της ελληνικής επανάστασης θα αποβιώσει πλήρης ημερών στις αρχές Σεπτεμβρίου. Οι πολιτικοί αρχηγοί αδυνατώντας να δεχτούν ο ένας κάποιον άλλον για Πρωθυπουργό καταλήγουν στο να είναι όλοι… ίσοι και ο κάθε υπουργός να έχει το δικαίωμα να συγκαλέσει το υπουργικό συμβούλιο όταν θα είχε να αναφέρει ζητήματα που αφορούσαν το υπουργείο του… Όμως η κατάσταση αυτή , σε συνδυασμό και με την διεθνή διπλωματική ρευστότητα, είχε ως αποτέλεσμα να μην ληφθεί μια οριστική απόφαση για την τελική στάση της χώρας , γεγονός που δυσαρεστούσε πολλούς εντός και εκτός χώρας. Στις αρχές του 1878 ο Βασιλιάς Γεώργιος αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Έτσι και αφού εξαναγκάζει ουσιαστικά τους υπουργούς σε παραίτηση , αναθέτει εκ νέου την Πρωθυπουργία στον Κουμουνδούρο που προχωρεί άμεσα στον σχηματισμό νέας Κυβέρνησης στην οποία από τους λοιπούς πολιτικούς αρχηγούς συμμετέχει μόνο ο Δηλιγιάννης που αναλαμβάνει το υπουργείο εξωτερικών.
Ο Κουμουνδούρος επιθυμούσε την άμεση εισβολή του στρατού , όμως η ελλιπής και αντιφατική πληροφόρηση για το αν επίκειται ή όχι συνθηκολόγηση των Τούρκων θα οδηγήσει σε νέα καθυστέρηση… Έτσι όταν τελικά δίνεται εντολή στον στρατό να εισβάλλει στα Οθωμανικά εδάφη , η Οθωμανική κυβέρνηση έχει ήδη συνθηκολογήσει με την Ρωσία. Με την παρέμβαση των ισχυρών χωρών αποτρέπεται η όποια επιθυμία της Οθωμανικής κυβέρνησης για εισβολή στην Ελλάδα , όμως όλα αυτά τα σφάλματα , πέρα από την πλήρη καταβαράθρωση του γοήτρου έδειχναν ξεκάθαρα σε όλους και το πόσο απαράσκευη ήταν στρατιωτικά η χώρα γεγονός που αναμφισβήτητα την αποδυνάμωνε και διπλωματικά.
Οι ενέργειες της Ελλάδας μέχρι το συνέδριο του Βερολίνου
Η γνωστοποίηση της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου ξεσήκωσε τη χώρα (αλλά και τον απανταχού ελληνισμό) αφού έλυνε το ανατολικό ζήτημα ερήμην της Ελλάδας. Η λαϊκή δυσαρέσκεια μετριάστηκε κάπως όταν έγινε γνωστό, ότι οι αντιδράσεις των άλλων χωρών λύγιζαν την ρωσική άρκτο αναγκάζοντας την να επανεξετάσει τους όρους ειρήνευσης με την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Πάντως η κρισιμότητα των στιγμών ανάγκασε την ελληνική κυβέρνηση να καταφύγει στην δημιουργία επαναστατικών κινημάτων στις << ελληνικές επαρχίες >> του Οθωμανικού κράτους , ως βασικό διπλωματικό όπλο ευόδωσης των στόχων της. Παράλληλα προσέγγισε ορισμένους Αλβανούς ηγέτες , προτείνοντας τους, υψηλές θέσεις και ευρεία αυτονομία στις περιοχές τους αν συναινούσαν στο να ενωθούν οι περιοχές τους με την Ελλάδα. Μάλιστα η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να δώσει και φυλετική χροιά στην προσπάθεια αυτή, επιδιώκοντας την συσπείρωση των μη σλαβικών φυλών της Βαλκανικής. Οι ενέργειες αυτές αποκαλύπτονται διάπλατα σε συζητήσεις που είχε ο Έλληνας απεσταλμένος Λομβάρδος με τον Ιταλό Πρωθυπουργό Cairoli και με αφορμή ιταλικές ενέργειες για δημιουργία ανεξάρτητου αλβανικού κράτους (τις οποίες πάντως ο Ιταλός Πρωθυπουργός αρνήθηκε).
«Του παρέστησα (στον Ιταλό Πρωθυπουργό) πόσον επιζήμιον είναι δια τον επιδιωκόμενον σκοπόν της αντιπράξεως κατά των πανσλαβιστικών σχεδίων δια του ελληνικού στοιχείου , να υποθάλπεται ο αποχωρισμός από των δυνάμεων του στοιχείου τούτου , της συμπράξεως των Αλβανών , οίτινες αν έβλεπον μη υποστηριζομένην την περί ανεξαρτησίας των ιδέαν , λαμβάνοντες δε εξ ημών την διαβεβαίωσιν ότι θα χαίρονται μετά την κατάργησιν της τουρκικής εξουσίας ίσα και όμοια μεθ’ ημών αστικά και πολιτικά δικαιώματα , θα συνηνούντο αμέσως μεθ΄ημών και θα συνέπραττον».
(Αρετής Τούντα Φεργαδή «Ελληνο-ιταλικές μυστικές συνομιλίες», Επιστολή προς Υπουργό Δηλιγιάννη της 18/30 Μαρτίου 1878 , Σελ.27).
Όμως όπως αναφέρει και ο Κωφός (Σελ. 225) οι ελληνικές προσπάθειες (που θα συνεχιστούν και μετά το συνέδριο ) έτυχαν μεν ενδιαφέροντος από μερίδα Αλβανών, θα υπονομευθούν όμως τόσο από την Οθωμανική κυβέρνηση , όσο και από άλλες δυνάμεις, γεγονός που σε συνδυασμό με την καχυποψία των Αλβανών θα έχει ως τελικό αποτέλεσμα την απόρριψη τους. Επιπλέον ο Πρωθυπουργός Κουμουνδούρος ξεκίνησε επαφές με τον ευρισκόμενο στην αντιπολίτευση Τρικούπη σχετικά με το θέμα της ελληνικής εκπροσώπησης. Ο Κουμουνδούρος επεδίωξε τις επαφές όχι μόνο γιατί τον εκτιμούσε, αλλά και γιατί ο Τρικούπης έχοντας διατελέσει υπουργός εξωτερικών στην οικουμενική κυβέρνηση γνώριζε αρκετά καλά το διεθνές πολιτικό σκηνικό.
Φαίνεται μάλιστα ότι οι δύο άνδρες συμφώνησαν τόσο για τον τρόπο χειρισμού του θέματος , όσο και για το ότι στο επικείμενο συνέδριο θα πήγαινε ως επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπίας ο Τρικούπης που είχε αντιληφθεί την αξία που αποκτούσε την δεδομένη στιγμή η Ελλάδα για τους δυτικούς και ιδιαίτερα τους Βρετανούς. Για τους Βρετανούς βασικό δόγμα της πολιτικής τους στο ανατολικό ζήτημα ήταν η διατήρηση του status quo, όταν όμως μετά την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου φοβήθηκαν ότι είχε έρθει η ώρα συνολικής επίλυσης του , τότε ως το μη χείρον βέλτιστον φρόντιζαν να συντηρούν το όπλο του ελληνισμού ως αντίβαρο του σλαβισμού. Για αυτόν ακριβώς το λόγο ο Τρικούπης, θεωρούσε ότι έπρεπε να παρευρεθεί στο συνέδριο όχι ως εκπρόσωπος του ελληνικού κράτους, αλλά του ελληνισμού συνολικά.
«Ο Τρικούπης επεζήτησε την υποστήριξην της Αγγλίας , ουχί εν τω μέτρω των δυνάμεων του ελληνισμού ως κράτους , αλλά εν τω μέτρω της πολιτικής ανάγκης της Αγγλίας , να χρησιμοποιήση την δύναμιν και τα δίκαια της ελληνικής φυλής ως όπλον αντίρροπον κατά της σλαυικής πολιτικής της Ρωσίας».
(Πολιτική ιστορία Γεωργίου Ασπρέα 1830-1912 , Τόμος Β’ Σελ.88).
Η "μεγάλη Βουλγαρία" του Αγίου Στεφάνου
Όμως τελικά αποφασίστηκε να εκπροσωπήσει την χώρα ο υπουργός εξωτερικών Δηλιγιάννης. Για το παρασκήνιο στο ζήτημα αυτό έχουν λεχθεί αρκετά. Ο Ασπρέας αποδίδει την τελική απόφαση σε ενέργειες του Ρώσου πρέσβη που φοβούμενος την πολιτική Τρικούπη, πέτυχε με την μέθοδο του μαστίγιου και του καρότου την περιθωριοποίηση του. Άλλοι την αποδίδουν στους υπερβολικούς όρους του Τρικούπη, άλλοι θεωρούν ότι υπαναχώρησε ο ίδιος ο Τρικούπης όταν διαπίστωσε ότι η Βρετανική πολιτική έδειχνε τάσεις επιστροφής στην παραδοσιακή πολιτική της διατήρησης της Οθωμανικής ακεραιότητας, ενώ σύμφωνα με την Εκδοτική Αθηνών, θέμα εκπροσώπησης της χώρας από τον Τρικούπη δεν τέθηκε ποτέ. Αν και το ζήτημα αυτό δεν είναι ξεκαθαρισμένο, το σίγουρο είναι ότι η βρετανική πολιτική σταδιακά μεταβάλλεται ,σε σημείο μάλιστα που η δική της στάση να είναι ο βασικός λόγος που δεν πάρθηκε απόφαση για την Ελλάδα στο συνέδριο. Φαίνεται ότι οι Βρετανοί όταν διαπίστωσαν ότι οι Τούρκοι ξεπερνούσαν το σοκ της ήττας αλλά και όταν οι Ρώσοι δέχτηκαν να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αποφάσισαν να βάλουν στο ψυγείο το όπλο του ελληνισμού.
Μάλιστα όπως προκύπτει από τηλεγράφημα που έστειλε ο Βρετανός υπουργός εξωτερικών Salisbury προς τον πρεσβευτή της χώρας του στην Κωνσταντινούπολη Layard κατά την διάρκεια του συνεδρίου, δεν θα διστάσουν να χρησιμοποιήσουν με επαίσχυντο τρόπο τους ελληνικούς πόθους, προκειμένου να εκβιάσουν την Οθωμανική κυβέρνηση να τους παραδώσει την Κύπρο την οποία ζητούσαν ως αντάλλαγμα των υπηρεσιών τους προς αυτή :
«Κυβέρνηση της Α.Μ. πληροφορήθηκε με μεγάλη έκπληξη απόφαση Πύλης (Οθωμανικής κυβέρνησης) να αρνηθεί έκδοση φιρμανίου (παράδοσης της Κύπρου). Τη θεωρεί κατάφωρη παραβίαση καλής πίστης και πράξη αγνωμοσύνης για προσπάθειες που έχει καταβάλει προς σωτηρία Τουρκίας. Φιρμάνι πρέπει εκδοθεί. Μέχρις ότου υπογραφεί Αγγλία δεν θα υποστηρίξει πλέον εδώ Πύλη. Ο Bismarck (Γερμανός Πρωθυπουργός) έχει προτείνει εκχώρηση Θεσσαλίας , Ηπείρου και Κρήτης στην Ελλάδα. Βρετανία αρνήθηκε και πρόταση απορρίφθηκε. Εάν όμως φιρμάνι δεν εκδοθεί πάραυτα Αγγλία δε θα φέρει πλέον αντίσταση. Ενημερώστε Σουλτάνο και μη φείδεσθε προσπαθειών και απειλών , για να πάρετε αμέσως φιρμάνι».
( Η Ελλάδα και το ανατολικό ζήτημα 1875-1881 , Ε. Κωφού , Σελ. 190).
Η αντιπροσωπεία της Ελλάδας στο συνέδριο του Βερολίνου
Όμως και η ίδια η εκπροσώπηση της Ελλάδας από τον Δηλιγιάννη ήταν τελικά υποτονική. Βεβαίως οι ισχυροί είχαν αποφασίσει η ελληνική αντιπροσωπεία να μην παρίσταται στο συνέδριο , αλλά απλώς να κληθεί κάποια στιγμή για να εκθέσει τις θέσεις της, όμως έστω και παρασκηνιακά η ελληνική αντιπροσωπεία θα μπορούσε να κινηθεί πιο δραστήρια. Επιπλέον φαινόταν ότι δεν υπήρχε σχέδιο για το ποια θα έπρεπε να είναι η στάση της αντιπροσωπίας σε σειρά ζητημάτων, ενώ ο ίδιος ο Δηλιγιάννης έδειχνε να λειτουργεί περισσότερο ως διαχειριστής παρά ως διαμορφωτής της ελληνικής πολιτικής. Τελικά αποφασίστηκε να τεθεί απλώς αίτημα προσάρτησης των όμορων περιοχών και της Κρήτης χωρίς να προσδιοριστούν τα όρια, να τονιστεί ότι η αρχική χάραξη των συνόρων ήταν άδικη για το ελληνικό κράτος που ασφυκτιούσε και ότι η παρουσία μεγάλου αριθμού ελλήνων εκτός των συνόρων του, αύξαινε τις εντάσεις εξαιτίας της επιθυμίας τους να ενωθούν με αυτό.
Η αγωνιώδης τριετία μέχρι την τελική ενσωμάτωση Θεσσαλίας και Άρτας το 1881
Με τη λήξη του συνεδρίου η ελληνική πλευρά με διακοίνωση κάλεσε την Οθωμανική κυβέρνηση να ορίσει τους αντιπροσώπους της για την νέα οριοθέτηση των συνόρων , όμως η Οθωμανική πλευρά απαξίωσε και να απαντήσει. Άλλωστε ήξερε ότι «στη βράση κολλάει το σίδερο» και ότι αφού την γλύτωσε στο συνέδριο, άρχισε μια συστηματική κωλυσιεργία γνωρίζοντας και το πόσο ευμετάβλητο είναι το διεθνές πολιτικό σκηνικό. Η στάση αυτή αναγκάζει τον Κουμουνδούρο να απευθυνθεί στις μεγάλες δυνάμεις, οι οποίες με πρωτεργάτη το Γάλλο υπουργό εξωτερικών Waddington, συνέστησαν στην Οθωμανική κυβέρνηση να τηρήσει τα συμφωνηθέντα. Μην μπορώντας να πράξει διαφορετικά η Οθωμανική πλευρά δέχτηκε να συναντηθούν εκπρόσωποι των δύο χωρών στην Πρέβεζα τον Ιανουάριο του 1879.
Είχε όμως φροντίσει έξω από το οίκημα στο οποίο θα διεξάγονταν οι συνομιλίες, να έχουν μαζευτεί εκατοντάδες κάτοικοι αλβανικής κυρίως καταγωγής που αποδοκίμαζαν έντονα την ελληνική αντιπροσωπεία, ώστε να δημιουργηθούν και οι ανάλογες εντυπώσεις περί μη ελληνικότητας της περιοχής. Στις συζητήσεις που διεξήχθησαν οι Έλληνες αντιπρόσωποι έθεσαν ως βάση διαπραγμάτευσης το 13ο πρωτόκολλο που είχε καταθέσει η Γαλλία στο συνέδριο του Βερολίνου και το οποίο έφτανε τα όρια του ελληνικού κράτους έως τα Γιάννενα και τον Όλυμπο. Αντίθετα η Οθωμανική πλευρά ήταν διατεθειμένη να κάνει συνοριακές μόνο παραχωρήσεις που θα περιελάμβαναν τον Δομοκό και την επαρχία Φαρσάλων. Έτσι η Ελλάδα θεωρώντας ότι οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν κάλεσε τις μεγάλες δυνάμεις να μεσολαβήσουν όπως είχαν δεσμευτεί στο συνέδριο του Βερολίνου.
Μεταξύ των ισχυρών υπήρξαν συνεχείς διαβουλεύσεις και τελικά αποφασίστηκε οι συνομιλίες των δύο πλευρών να συνεχιστούν τον Αύγουστο του 1879 στην Κωνσταντινούπολη με την ενεργή όμως συμμετοχή και των ξένων πρεσβευτών. Αυτή τη φορά η Οθωμανική κυβέρνηση δήλωσε ότι αποδέχεται κατ’ αρχήν τα συμφωνηθέντα στο Βερολίνο ζητώντας όμως την τροποποίηση τους.
Αντίθετα η ελληνική αντιπροσωπεία επανέλαβε την επιθυμία της να εφαρμοστούν τα συμφωνηθέντα στο Βερολίνο, παρουσιάζοντας και εθνολογικούς χάρτες που επιβεβαίωναν την εθνολογική υπεροχή του ελληνισμού στις διεκδικούμενες περιοχές. Οι δύο χώρες που ανέλαβαν πρωτοβουλία επίλυσης των διαφορών ήταν η Γαλλία και η Γερμανία. Μάλιστα η Γερμανία εισηγήθηκε να παραχωρηθούν στην Ελλάδα και τα Ιωάννινα όμως η πρόταση αυτή συνάντησε εκ νέου την αντίδραση της Βρετανίας , γεγονός που εκμεταλλεύτηκε η Οθωμανική αντιπροσωπεία που από την δική της πλευρά, προσπαθούσε να πείσει ότι η Ήπειρος κατοικούνταν κατά πλειοψηφία από Μουσουλμάνους Αλβανούς και όχι Ορθόδοξους Έλληνες…
Σε μια προσπάθεια να αρθεί το αδιέξοδο η γαλλική πλευρά παρουσίασε νέο σχέδιο στο οποίο παραχωρούνταν μεν όλα τα εδάφη της Θεσσαλίας μέχρι τον Όλυμπο στην Ελλάδα αλλά μικρότερο μέρος της Ηπείρου και χωρίς τα Γιάννενα. Η νέα πρόταση έγινε κατ’ αρχήν δεκτή και προς στιγμή φάνηκε να κατοχυρώνεται, όμως μια νέα Βρετανική πρόταση (που μάλλον σκοπό είχε να κωλυσιεργήσει παρά να λύσει το ζήτημα) έφερε τα πάνω κάτω. Οι Βρετανοί πρότειναν να συσταθεί μια διεθνής επιτροπή που θα χάραζε τα νέα σύνορα έχοντας ως αρχική αλλά όχι δεσμευτική βάση το 13ο πρωτόκολλο. Η επιτροπή θα κατέληγε στη τελική απόφαση λαμβάνοντας υπόψη τις τοπικές πληθυσμιακές ισορροπίες … Η πρόταση αυτή παρά τους κινδύνους για κωλυσιεργία έγινε τελικά αποδεκτή γεγονός που απογοήτευσε την Ελλάδα αλλά και δυσκόλεψε την θέση της κυβέρνησης Κουμουνδούρου που αποφασίζει να προχωρήσει σε διενέργεια εκλογών τον Σεπτέμβριο του 1879. Οι εκλογείς εξέλεξαν εκ νέου νικητή με σχετική πλειοψηφία τον Κουμουνδούρο, παράλληλα όμως ανέδειξαν ως αξιωματική αντιπολίτευση τον ανερχόμενο Τρικούπη.
Ο Τρικούπης από την επόμενη κιόλας ημέρα άρχισε να ασκεί σφοδρή κριτική στην κυβέρνηση καλώντας την να αναδιοργανώσει τον στρατό αλλά και να καταλάβει δια της βίας τα προσφερόμενα εδάφη. Η θέση της κυβέρνησης λόγω και του τέλματος στο οποίο είχαν περιέλθει οι διαπραγματεύσεις ήταν δύσκολη και θα γίνει ακόμη ποιο επισφαλής όταν το έως τότε συνεργαζόμενο με εκείνη κόμμα του Ζαΐμη αποφασίζει να υποστηρίξει τις θέσεις του Τρικούπη…
Έτσι στις αρχές Μαρτίου του 1880 και με αφορμή ένα νομοσχέδιο για τον οργανισμό του στρατού που καταψηφίζεται με ψήφους 99 κατά και 93 υπέρ, η κυβέρνηση χάνει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και ο Πρωθυπουργός παραιτείται…
Κατόπιν τούτου η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης δίνεται στον Τρικούπη που θα σχηματίσει κυβέρνηση έχοντας και την υποστήριξη του κόμματος του Ζαΐμη.
Ο Τρικούπης επιθυμούσε να διεξαχθούν νέες εκλογές, όμως λόγω του επικείμενου νέου συνεδρίου για το θέμα των συνόρων κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει.
Έτσι παρά το ότι η θέση του ήταν κοινοβουλευτικά επισφαλής, αποδέχτηκε το αξίωμα , ξεκινώντας άμεσα συντονισμένες προσπάθειες για την επίτευξη θετικού αποτελέσματος στο μείζον εθνικό ζήτημα της εποχής.
Παράλληλα δεν δίστασε να προχωρήσει σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, όπως την κατάργηση της φορολογίας της δεκάτης την οποία αντικατέστησε με τον φόρο περί
αροτριώντων κτηνών και την αναδιοργάνωση του στρατού. Στόχος του Τρικούπη ήταν τόσο η διπλωματική ανακίνηση του ζητήματος όσο και η ενδυνάμωση του στρατού, αφού στο μυαλό του υπήρχε πάντα το ενδεχόμενο δημιουργίας τετελεσμένων γεγονότων που θα έθετε τις ισχυρές δυνάμεις προ των ευθυνών τους (και των υπογραφών τους).
Οι διεθνείς εξελίξεις και η τελική διευθέτηση του ζητήματος
Ήδη όμως από το φθινόπωρο του 1879 συμβαίνουν αλλεπάλληλες σημαντικές διεθνείς πολιτικές εξελίξεις. Γερμανία και Αυστροουγγαρία υπογράφουν αμυντική στρατιωτική συνθήκη, γεγονός που δημιουργεί ανησυχίες σε όλους, κυρίως όμως στην Γαλλία που αποφασίζει να προσεγγίσει την Βρετανία. Παράλληλα για την Γαλλία εμφανίζονται ευνοϊκές προοπτικές κατάληψης της Τυνησίας που τυπικά παρέμενε ακόμη υπό την επικυριαρχία του Οθωμανού Σουλτάνου. Η Γαλλία είχε ανάγκη των ευμενών διαθέσεων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στο ζήτημα αυτό και δεν επιθυμούσε πλέον την περαιτέρω εδαφική συρρίκνωση της στην Ευρώπη. Έτσι η Γαλλία εγκαταλείπει την «φιλελληνική» πολιτική της, στάση που θα ενισχυθεί και από κυβερνητική μεταβολή τον Σεπτέμβριο του 1880.
Αλλά και στην Βρετανία θα έχουμε αλλαγή πολιτικής, όταν ο Φιλελεύθερος Gladstone αντικαθιστά στη θέση του Πρωθυπουργού τον Beakonsfield (Disraeli). Ο νέος Πρωθυπουργός εγκαταλείπει μερικώς την αντιρωσική πολιτική του προκατόχου του και κατ’ επέκταση την αντίθεση για εδαφική αύξηση της Ελλάδας. Έτσι με Βρετανική πλέον πρωτοβουλία αποφασίζεται να διεξαχθεί νέα συνάντηση στο Βερολίνο τον Ιούνιο του 1880 στην οποία εκτός από το ελληνικό θα συζητούσαν και ανάλογα προβλήματα που είχαν παρουσιαστεί στις σχέσεις του Οθωμανικού κράτους με το Μαυροβούνιο…
Το αποτελέσματα της συνδιάσκεψης θα είναι θετικά τόσο για την Ελλάδα όσο και για το Μαυροβούνιο κυρίως χάρις την θετική για την Ελλάδα μεταστροφή της Βρετανικής πολιτικής αλλά δευτερευόντως και της Γερμανίας. Έτσι για την μεν Ελλάδα τα νέα σύνορα θα καθορισθούν στο ύψος του Μετσόβου για την Ήπειρο (χωρίς την Κόνιτσα και τους Φιλιάτες) και νοτίως του Αλιάκμονα περιλαμβάνοντας το σύνολο της Θεσσαλίας αλλά και το Λιτόχωρο, ενώ για το Μαυροβούνιο θα επαναβεβαιωθούν οι αποφάσεις του συνεδρίου του Βερολίνου που του παραχωρούσαν τα λιμάνια του Δουλτσίνου και του Αντίβαρι. Όμως ενώ στο θέμα του Μαυροβουνίου οι ισχυρές δυνάμεις θα ασκήσουν έντονες πιέσεις για την επιβολή των αποφάσεων τους, για την Ελλάδα (παρά τις προσπάθειες της ελληνικής πολιτειακής ηγεσίας) δεν θα γίνει κάτι παρόμοιο, κυρίως λόγω των έντονων αντιρρήσεων που εξέφραζε πλέον η γαλλική αντιπροσωπεία.
Οι διαφωνίες των ισχυρών, ήταν βούτυρο στο ψωμί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που μπορούσε έτσι να διατηρεί την αδιάλλακτη στάση της.
Ως εκ τούτου το Φθινόπωρο του 1880 το ζήτημα παρέμενε σε εκκρεμότητα και ήταν ο Κουμουνδούρος που ασκούσε πλέον έντονη αντιπολίτευση στον Τρικούπη χαρακτηρίζοντας την πολιτική του μεγαλομανή και ασύνετη …
Παράλληλα ο Κουμουνδούρος εκμεταλλευόμενος και την εύθραυστη κοινοβουλευτική πλειοψηφία του Τρικούπη , κατάφερε να εκλέξει δικό του υποψήφιο για τη θέση του προέδρου της βουλής στη σχετική ψηφοφορία που διεξήχθη. Το γεγονός αυτό έθετε θέμα δυσπιστίας για την κυβέρνηση και ο Τρικούπης υπέβαλε στον Βασιλιά την παραίτησή του, με τον Κουμουνδούρο να αναλαμβάνει εκ νέου το αξίωμα του Πρωθυπουργού.
Η νέα ελληνική κυβέρνηση, με διαβήματα ζητούσε από τις ισχυρές δυνάμεις να επιβάλουν την απόφαση της συνδιάσκεψης στην Οθωμανική αυτοκρατορία, ενώ και ως μια μορφή εκβιασμού δήλωνε ότι αδυνατεί να συγκρατήσει την εκ νέου δημιουργία ανταρτικών ομάδων στα υπό διεκδίκηση εδάφη….
Γελοιογραφία για την εμπλοκή των 3 μεγάλων δυνάμεων στο Ανατολικό Ζήτημα
Η συνεχιζόμενη επί μακρόν εκκρεμότητα και ο κίνδυνος διεθνών περιπλοκών εξαιτίας του ελληνικού ζητήματος οδήγησε σε νέα συνδιάσκεψη μεταξύ των πρεσβευτών των ισχυρών χωρών με αντιπροσωπεία της Οθωμανικής κυβέρνησης στην Κωνσταντινούπολη τον Φεβρουάριο του 1881.
Στην συνδιάσκεψη αυτή οι πρεσβευτές τόνισαν στους Οθωμανούς αντιπροσώπους ότι η χρονίζουσα εκκρεμότητα έπρεπε να λήξει… Η οθωμανική αντιπροσωπεία αντιλαμβανόμενη ότι δεν μπορούσε να κωλυσιεργεί άλλο , αποδέχτηκε το γεγονός , κατάφερε όμως να μειώσει τα παραχωρούμενα εδάφη επικαλούμενη αντιδράσεις Αλβανών στην Ήπειρο αλλά και θέματα στρατηγικής σημασίας σε περάσματα της Θεσσαλίας.
Έτσι η τελική απόφαση που χαρακτηρίστηκε οριστική παραχωρούσε στην Ελλάδα την Θεσσαλία πλην της Ελασσόνας και από την Ήπειρο μόνο την περιοχή της Άρτας. Ειδικά για την περιοχή του Αμβρακικού για να αποφευχθούν εμπλοκές, αποφασίστηκε να καταργηθούν κάθε είδους οχυρώσεις στην είσοδο του κόλπου, ενώ η ναυσιπλοΐα θα ήταν ελεύθερη μέσα σε αυτόν. Η απόφαση αυτή ανακοινώθηκε επίσημα στην ελληνική κυβέρνηση στις 26 Μαρτίου και η προφορική αποδοχή της από ελληνικής πλευράς έγινε στις 31 Μαρτίου 1881.
Μάλιστα οι ισχυρές δυνάμεις για να προλάβουν πιθανό στάλσιμο ελληνικού στρατού ή ομάδες ανταρτών στα διαφιλονικούμενα εδάφη τόνισαν ότι αυτό δεν θα γίνει ανεκτό, ενώ πιθανή άρνηση της ελληνικής πλευράς θα ακύρωνε την προσφορά καθιστώντας το μέλλον των περιοχών αυτών αβέβαιο..
Έχοντας την ελληνική συναίνεση οι ξένες δυνάμεις έδειξαν την ίδια αποφασιστικότητα και προς την τουρκική πλευρά που έδειχνε νέες τάσεις αναβλητικότητας. Έτσι και η Οθωμανική κυβέρνηση έκανε δεκτή την προτεινόμενη ρύθμιση που επικυρώθηκε λίγο αργότερα επισήμως και από την ελληνική πλευρά.
Οι δύο χώρες κάτω από την ασφυκτική πίεση των ξένων χωρών υπέγραψαν στις 20 Ιουνίου του 1881 συνθήκη βάση της οποίας η Θεσσαλία και η Άρτα ενσωματώνονταν στο ελληνικό βασίλειο. Τα νέα εδάφη είχαν έκταση 13.300 τ.χλμ και πληθυσμό περίπου 285.000 ανθρώπους.
Έτσι με πρώτη πόλη την Άρτα στις 23 Ιουνίου (κάτω από ενθουσιώδεις επευφημίες των Ελλήνων κατοίκων) και τελευταία τον Βόλο στις 21 Οκτωβρίου θα πραγματωθεί και η εγκατάσταση των ελληνικών αρχών σε όλες τις περιοχές. Αμέσως μετά θα πραγματοποιηθεί κοινή θριαμβική περιοδεία του Βασιλιά Γεώργιου και του Πρωθυπουργού Κουμουνδούρου που θα δώσουν την δυνατότητα στον κόσμο της περιοχής να εκδηλώσει την χαρά του ύστερα από μια αγωνιώδη τριετή αναμονή...
Οι αντιδράσεις και η εκλογική ήττα Κουμουνδούρου
Η αποδοχή από την κυβέρνηση Κουμουνδούρου των αποφάσεων της τελευταίας συνδιάσκεψης δημιούργησε ανάμεικτα συναισθήματα . Από την μία υπήρχε ικανοποίηση γιατί η Ελλάδα πετύχαινε ένα πρώτο βήμα ικανοποίησης των εθνικών της πόθων αλλά από την άλλη εξαιρείτο ουσιαστικά η Ήπειρος και η περιοχή του Ολύμπου… Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχει έντονη αντιπαράθεση στη Βουλή μεταξύ Κουμουνδούρου και Τρικούπη. Η Κυβέρνηση ανέφερε το γεγονός ότι οι ξένοι σύνεδροι ξεκαθάρισαν στην ελληνική πλευρά ότι ή αποδέχεστε αυτά που σας δίνουμε ή τίποτα… τονίζοντας ότι δεν μπορούσε να αρνηθεί μια τέτοια προσφορά εκθέτοντας τη χώρα σε νέες αιματηρές περιπέτειες με αβέβαιο αποτέλεσμα… Αντίθετα η αντιπολίτευση κατηγορούσε την κυβέρνηση ότι έπρεπε να δείξει μεγαλύτερη τόλμη και αποφασιστικότητα τονίζοντας ότι προκειμένου να επιτευχθούν τα εθνικά δίκαια δεν πρέπει να αποκλείονται και οι αιματηρές θυσίες…
Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα της έντονης ατμόσφαιρας των ημερών εκείνων παραθέτει ο ιστορικός Ασπρέας (Τόμος Β’ Σελ.130).
«Υπεγράψαμεν την σύμβασιν (ανέφερε ο Κουμουνδούρος) και ήδη η Θεσσαλία και η Ήπειρος είναι Ελλάς. Την υπεγράψαμεν διότι εθεωρήσαμεν αυτήν υπηρετούσαν τα μεγάλα συμφέροντα του ελληνισμού , σώζουσαν την Θεσσαλίαν και την Άρταν και ικανοποιούσαν τους προαιωνίους πόθους ημών. Και σεις οι θερμοί πατριώται όσοι λυπείσθε διότι δεν ετύχετε της ευτυχούς περιστάσεως να χύσετε το αίμα ημών υπέρ της πατρίδος , σεις εψηφίσατε την σύμβασιν… Τι θα ελέγαμεν , κύριοι εις τους Θεσσαλούς ; Σας δίδετε ελευθερία αλλά ημείς την αρνούμεθα. Θέλομεν να πολεμήσετε , θέλομεν την πατρίδα σας να μεταβάλωμεν εις στάχτην και ερείπια. Θέλομεν όχι υμάς ελευθέρους αλλά τα πτώματα υμών. Δεν θέλομεν αναίμακτον την ελευθερίαν , θέλομεν να πενθηφορήση η Ελλάς. Και επειδή αι τύχαι του πολέμου αβέβαιοι να ίδωμεν ίσως τους Τούρκους εν αυτή… Το κατ’ εμέ εν μόνον διαρκώς επιθυμώ, πριν καταβώ εις τον τάφον να θέσω την υπογραφήν μου και εις άλλας ομοίας πράξεις».
Και απήντα ο Τρικούπης :
«Καταδικαστέα η πολιτική εκείνη. Η Ελλάς οφείλη να την αποκηρύξη. Η πλειοψηφία του έθνους εκφραζομένη δια της βουλής , δεν επιζητεί το αναίμακτον , αλλά εννοεί ότι ο ελληνισμός ίνα ζήση πρέπει να έχει την απόφασιν να πολεμήση και αυτό δέον να παρασταθή εις την Ευρώπην , ότι εν τω μέλλοντι αγώνι όστις παρασκευάζεται εν τη Ανατολή , ο Ελληνισμός είναι έτοιμος μεταξύ των πρώτων να χύση το αίμα του προς σωτηρίαν ουχί μόνον του κράτους οποίον είναι , αλλά υπέρ παντός του έθνους ημών».
Ο Πρωθυπουργός θεώρησε σκόπιμο και αυτονόητο ότι με την ολοκλήρωση των διαδικασιών της ένταξης των νέων περιοχών θα έπρεπε η χώρα να οδηγηθεί σε νέες εκλογές. Ευελπιστούσε μάλιστα να λάβει και την ψήφο των κατοίκων των περιοχών που μόλις είχαν ενσωματωθεί στο ελληνικό κράτος. Οι γενικές εκλογές τελικά διεξήχθησαν στις 18 Ιανουαρίου 1882, χάρις όμως και τους βουλευτές των νέων χωρών κατέληξαν σε εκλογική νίκη του Τρικούπη... Οι εκλογές στην Παλαιά Ελλάδα ήταν αμφίρροπες με τον Τρικούπη να κυριαρχεί στα αστικά κέντρα (Αθήνα, Πάτρα, Ερμούπολη) και τον Κουμουνδούρο στην επαρχία.
Από τους 210 βουλευτές ο Τρικούπης εξέλεξε 90 και ο Κουμουνδούρος 83 στους οποίους προστέθηκαν ακόμη 9 που εξέλεξε το κόμμα του Δηλιγιάννη. Υπήρχαν ακόμη 23 ανεξάρτητοι και 5 Δημοκρατικοί. Το αποτέλεσμα ήταν αμφίρροπο και η κάθε πλευρά θεωρούσε εαυτόν νικητή. Όμως η συντριπτική πλειονότητα των 35 βουλευτών των νέων επαρχιών πήγε τελικά με τον Τρικούπη που επιπλέον με ένσταση ακύρωσε ως παράνομη την εκλογή επτά βουλευτών του Κουμουνδούρου, πετυχαίνοντας την αντικατάσταση τους με αντίστοιχους δικούς του. (Εκδοτική Αθηνών, Τόμος ΙΔ` Σελ. 15).
Έτσι ο Τρικούπης μπορούσε να σχηματίσει άνετα πλέον κυβέρνηση, ενώ ο Κουμουνδούρος παραιτείτο, για να υποκύψει στο μοιραίο ένα χρόνο μετά απογοητευμένος και καταβεβλημένος και από προβλήματα υγείας.
Για το γεγονός της τελικής ήττας του Κουμουνδούρου έχουν λεχθεί αρκετά και σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Μάλιστα δεν ήταν λίγοι εκείνοι που θεώρησαν άδικο το εκλογικό αποτέλεσμα μη χάνοντας την ευκαιρία να υπενθυμίσουν τα αιώνια μειονεκτήματα του Έλληνα όπως στην προκειμένη περίπτωση την αχαριστία, για έναν άνθρωπο που επί των ημερών του μεγάλωσε η Ελλάδα.
Όμως μια προσεκτικότερη ανάλυση του κλίματος της εποχής θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η εκλογική νίκη του Τρικούπη ήταν το λογικότερο αποτέλεσμα των όσων είχαν προηγηθεί εκείνων των εκλογών. Λίγοι ήταν εκείνοι που αμφισβήτησαν το ήθος και την εντιμότητα του Κουμουνδούρου (ούτε ο ίδιος ο Τρικούπης) και λίγοι ήταν εκείνοι που αμφισβήτησαν τις προσπάθειες που είχε καταβάλλει (μέσα στο πλαίσιο της εποχής του) για την ουσιαστικότερη ισχυροποίηση της χώρας. Όμως ήταν αρκετοί εκείνοι που θεωρούσαν ότι ο Κουμουνδούρος δεν στερείτο ευθυνών, αφού ουδόλως είχε προετοιμάσει την κοινή γνώμη για το ενδεχόμενο υποχωρήσεων. Αντιθέτως μάλιστα είχε ενισχύσει την έννοια της αντίστασης σε κάθε άδικη για τον ελληνισμό απόφαση. Χαρακτηριστικό είναι το σχόλιο του αξιωματικού του στρατού και μετέπειτα αρχηγού του στρατιωτικού επιτελείου Δαγκλή που ανέφερε:
«Πολλά και ποικίλα διαδίδονται περί της παραδοχής ή μη των προτάσεων των Δυνάμεων υπό της ελληνικής κυβερνήσεως. Η επικρατεστέρα ιδέα ην, ότι αδύνατον η Κυβέρνησις Κουμουνδούρου , η τόσον αρειμανία φανείσα κατά τας επαγγελίας και τους εξοπλισμούς , να υποχωρήσει , αλλά ότι θέλει προτιμήσει τον πόλεμον μάλλον ή την εγκατάλειψιν πάλιν υπό τον τουρκικόν ζυγόν των Ιωαννίνων, της Πρεβέζης , του Μετσόβου και τόσων άλλων ηπειρωτικών χωρών αίτινες είχον επιδικασθεί τη Ελλάδι υπό της εν Βερολίνω συνδιασκέψεως . Ανεμένετο επομένως πυρετωδώς η απάντησις της Κυβερνήσεως . Αύτη δεν εβράδυνε να αναφανή , τη δε εσπέρα της 31ης Μαρτίου εκυκλοφόρει εις όλας τας οδούς η περί αυτής περίληψις. Περιείχε την υποχώρησιν περικεκαλυμμένην δια διαφόρων περιστροφών και διφορούμενων φράσεων».
(Σπ. Μαρκεζίνη «Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδας» Τόμος Β`Σελ.153).
Κυρίως όμως στα μάτια πολλών Ελλήνων της εποχής η αντιπαράθεση των δύο πολιτικών απέκτησε χαρακτηριστικά μάχης του παλιού με το νέο, γεγονός καθοριστικό για την εκλογική έκβαση…
Στην σύγκριση των δύο κόσμων από τη μία πλευρά της ζυγαριάς έμπαιναν νέα στοιχεία που έλειπαν έως τότε από την πολιτική ζωή, όπως η επιστημονική κατάρτιση και ο πολιτικός ρεαλισμός που όχι μόνο δεν αντιτίθετο στη κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής ,αλλά που αντίθετα στόχευε στην πραγματοποίηση της, μέσα όμως από την δημιουργία πρώτα μιας ευνομούμενης πολιτείας και την δημιουργία στέρεων θεμελίων.
Αντίθετα στην άλλη πλευρά χρεωνόταν η καθυστέρηση δημιουργίας σύγχρονου κράτους και η κυριαρχία νοσηρών καταστάσεων που παρά τις υποσχέσεις και τα βαρύγδουπα λόγια ρίζωναν όλο και περισσότερο…
Μάλιστα όταν ο Κουμουνδούρος τόνιζε στη βουλή ότι δεν μπορούσα να μην δεχτώ αυτά που μου έδιναν είχε δίκιο, όμως ακόμη και με αυτή του τη φράση τόνιζε (άθελα του) ακόμη περισσότερο την αδυναμία της ίδιας του της χώρας που περίμενε από τις ελεημοσύνες και τις διεθνείς ευνοϊκές συγκυρίες να αποκομίσει ότι το θετικό…
Αντίθετα η κριτική της άλλης πλευράς δεν στόχευε μόνο στο να καταδείξει τους πιθανούς λανθασμένους χειρισμούς του αντιπάλου της, αλλά κυρίως να επισημάνει ότι πρέπει να πάψουμε να τα περιμένουμε όλα από τους άλλους, βασιζόμενοι επιτέλους και στις δικές μας δυνάμεις, ώστε να βρίσκουμε ευκολότερα το δίκιο μας. Έτσι σε μια εποχή που ο εθνικισμός ήταν κυρίαρχη ιδεολογία, η στρατιωτική και πολιτική καχεξία δημιουργούσαν πολύ αρνητικά συναισθήματα που σε μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος βρήκαν διέξοδο όταν εμφανίστηκαν εκείνες οι δυνάμεις που έδειχναν ικανές να τα αντιμετωπίσουν…
Για το λόγο αυτό η εκλογική κυριαρχία του Τρικούπη και του Νεωτερικού του κόμματος , δεν αφορούσε μόνο την συγκεκριμένη εκλογική βραδιά αλλά ουσιαστικά την επόμενη 15ετία…
Επίλογος
Η ενσωμάτωση των νέων εδαφών στον εθνικό κορμό ήταν ένα αναμφισβήτητα θετικό γεγονός που καθιστούσε ισχυρότερο το κράτος αφού συν τοις άλλοις οι νέες περιοχές θεωρούνταν εύφορες.
Επίσης το διπλωματικό παρασκήνιο που υπήρξε όλο αυτό το διάστημα και οι παρ’ ολίγο καταστροφικές για τον ελληνισμό αποφάσεις του, έκανε σημαντικό μέρος των πολιτών να συνειδητοποιήσει ότι αν υπήρχε μια ελπίδα να υλοποιηθούν οι εθνικοί στόχοι θα έπρεπε να παραμεριστούν τα μεγαλεπήβολα οράματα από ρεαλιστικές προτάσεις, στόχος των οποίων έπρεπε να είναι ο εκσυγχρονισμός κράτους, θεσμών και στρατού.
Το ζήτημα αυτό αποκτούσε μεγαλύτερη σημασία για τις επιδιώξεις του ελληνισμού, αφού τον βαλκανικό χώρο δεν τον εποφθαλμιούσαν ποια μόνο οι παραδοσιακές δυνάμεις αλλά πλέον και οι ίδιες οι βαλκανικές εθνότητες που χειραφετούνταν με αργούς αλλά σταθερούς ρυθμούς. Μετά το 1878 ήταν πλέον σαφές ότι μεταξύ των βαλκανικών χωρών θα αναπτυσσόταν ένας ανταγωνισμός κύριο έπαθλο του οποίου θα ήταν η Μακεδονία.
Το γεγονός αυτό καθιστά αναγκαία την ύπαρξη κριτικής των λαθών που ακολουθήθηκαν από ελληνικής πλευράς η αποφυγή των οποίων πιθανόν να είχε αποφέρει περισσότερα εδαφικά οφέλη στο μέλλον.
Πρώτο σημαντικό διπλωματικό λάθος ήταν η ατολμία της οικουμενικής κυβέρνησης να κηρύξει τον πόλεμο στην Οθωμανική αυτοκρατορία στα τέλη του 1877. Παρότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ρωσικές επιδιώξεις ήταν αντίθετες των ελληνικών συμφερόντων και ότι σε περίπτωση πολέμου υπήρχε ο κίνδυνος υποχώρησης του στρατεύματος, εντούτοις οι προσωπικές εκκλήσεις του Τσάρου προς τον Έλληνα Βασιλιά ήταν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για την Ελλάδα. Ακόμη και αν η Ελλάδα ηττάτο ο πόλεμος δεν θα κρινόταν στα ελληνικά σύνορα, αλλά από την ικανότητα του ρωσικού στρατού να σπάσει την τουρκική άμυνα στα ορεινά περάσματα του Αίμου. Επομένως ο νικητής των μαχών εκείνων (που στο τέλος του 1877 φαινόταν ξεκάθαρα πλέον ότι θα είναι η Ρωσία) θα επέβαλλε και τους όρους του. Η έγκαιρη ελληνική αντίδραση θα δημιουργούσε ηθική υποχρέωση στη Ρωσία να δώσει τα εδάφη που ήταν έξω από το βεληνεκές της , δηλαδή την Θεσσαλία , την Ήπειρο και πιθανόν την Κρήτη.
Παράλληλα ήταν σίγουρο ότι σε κάθε περίπτωση θα υπήρχαν ισχυρές αντιδράσεις των άλλων δυνάμεων που θα προσπαθούσαν να ακυρώσουν τις όποιες ρωσικές υπερβολές.
Έτσι η ελληνική εμπλοκή ενώ θα μπορούσε να ελπίζει σε άμεσα οφέλη, μπορούσε παράλληλα να προσδοκά και σε μια πετυχημένη αντίδραση των άλλων δυνάμεων που θα της άφηνε ανοικτή την πόρτα για περαιτέρω οφέλη στο μέλλον. Σε αντίθεση όμως με την Σερβία που μπήκε έγκαιρα στον πόλεμο και ανταμείφθηκε οι Έλληνες πολιτικοί ηγέτες ανίκανοι να παρακολουθήσουν τις πολιτικές εξελίξεις δεν μπορούσαν να καταλήξουν σε συμφωνία , με αποτέλεσμα μια καταστροφική αδράνεια και ουδετερότητα. Πλέον για την ρωσική πολιτική ηγεσία ήταν ζήτημα τιμής το «Περί Ελλάδος ουδέν».
Σε εκείνο το σημείο σημειώνεται το δεύτερο σημαντικό σφάλμα της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας. Έχοντας προκαλέσει την μήνι της μιας ισχυρής δύναμης και αντιμετωπίζοντας πιθανό ολοκληρωτικό αφανισμό των επιδιώξεων της, η Ελλάδα όφειλε ή να προσπαθήσει να σπάσει τον πάγο με αυτήν ή να επιδιώξει να προσκολληθεί άμεσα και αποφασιστικά στην άλλη πλευρά, βάζοντας παράλληλα στο τραπέζι και τα διπλωματικά της ατού.
Αυτό το αντιλήφθηκε έγκαιρα ο Χαρίλαος Τρικούπης όχι όμως και η πλειοψηφία των συνάδελφων του. Αποτέλεσμα μια άτονη και συμβιβαστική ελληνική παρουσία στο συνέδριο του Βερολίνου που συν τοις άλλοις δυσκολευόταν να παρακολουθήσει και το διεθνές πολιτικό παιχνίδι. Το γεγονός αυτό αποκτά δραματική σημασία γιατί οι διπλωματικές συγκυρίες έφεραν την Ελλάδα μια ανάσα από την υλοποίηση των στόχων της που ήταν η ενσωμάτωση ολόκληρης της Θεσσαλίας και της Ηπείρου.
Σε εκείνο το κρίσιμο σημείο, χρειαζόταν οξύτητα αντίληψης και εμπειρία που θα έπρεπε να αξιοποιήσει όλα τα διπλωματικά ατού της χώρας και να εξαντλήσει κάθε δυνατή πιθανότητα πραγματοποίησης των στόχων που όμως δεν υπήρξε… Η αξία της περαιτέρω εδαφικής και πληθυσμιακής αύξησης δεν θα ήταν μόνο αριθμητική αλλά ακόμα ποιο σημαντική ποιοτικά.
Η Ελλάδα όχι μόνο θα ήταν λίγο μεγαλύτερο και ισχυρότερο κράτος, αλλά θα ξεκινούσε από πολύ ευνοϊκότερη θέση τη μάχη για την ενσωμάτωση (κυρίως) της Μακεδονίας στον εθνικό κορμό.
Το κατά πόσο το γεγονός αυτό θα είχε βοηθήσει την χώρα δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα αφού η ιστορία δεν γράφεται με αν και εφόσον.
Παρόλα αυτά είναι δεδομένο ότι μια ελληνική Ήπειρος θα έδινε μεγάλα στρατηγικά οφέλη για τη χώρα. Όταν ξεκίνησαν οι βαλκανικοί πόλεμοι η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη να περάσει από ένα ουσιαστικά πέρασμα, αυτό του Σαρανταπόρου.
Αν η Οθωμανική αντίσταση ήταν ισχυρότερη είναι σχεδόν βέβαιο ότι η προέλαση του ελληνικού στρατού θα ήταν σαφώς δυσχερέστερη. Με την Ήπειρο ελληνική, ο στρατός όχι μόνο θα είχε δεύτερη δίοδο προς την Μακεδονία, αλλά θα μπορούσε να περικυκλώσει τον τουρκικό στρατό των θεσσαλικών συνόρων.
Το γεγονός αυτό είναι πολύ πιθανό να ανάγκαζε την τουρκική άμυνα να μετακινηθεί ποιο πίσω, με την πιθανότητα να μην αμυνόταν καν στο Σαραντάπορο (αν δεν ήταν ελληνικό) και ο ελληνικός στρατός να προωθείτο ακόμη ποιο γρήγορα στη Μακεδονία, έχοντας σημαντική πιθανότητα να ικανοποιήσει σε μεγαλύτερο βαθμό τους εθνικούς πόθους… WWW.ELZONI.GR
Γράφει ο Κωνσταντίνος Λινάρδος
Τον Φεβρουάριο του 1878 ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας έφτανε στο τέλος του. Οι νικητές Ρώσοι αναγκάζουν την Οθωμανική κυβέρνηση να υπογράψει την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου με την οποία πλησιάζουν όσο ποτέ άλλοτε στην υλοποίηση των φιλόδοξων σχεδίων τους. Ο κίνδυνος όμως μονομερούς επίλυσης του ανατολικού ζητήματος προκαλεί τις έντονες αντιδράσεις της Βρετανίας και της Αυστροουγγαρίας που θεωρούν ότι θίγονται ζωτικά τους συμφέροντα. Οι Ρώσοι που αρχικά δεν φαίνονται διατεθειμένοι να υποχωρήσουν , ελπίζουν σε μια γερμανική υποστήριξη ή έστω ανοχή που θα συγκρατούσε την Αυστροουγγαρία. Όταν όμως και οι Γερμανοί υιοθετούν τις απόψεις του αντίθετου στρατοπέδου αναγκάζονται τελικά να αποδεχτούν την μερική αναθεώρηση της συνθήκης. Ως εκ τούτου οι ισχυροί αποφασίζουν να επιλύσουν διπλωματικά το ζήτημα σε συνέδριο το οποίο θα διεξαγόταν τον Ιούνιο του 1878 στο Βερολίνο.
Το συνέδριο του Βερολίνου και οι αποφάσεις του
Οι αποφάσεις του συνεδρίου αποκατέστησαν τις διαταραχθείσες ισορροπίες , απομακρύνοντας το ενδεχόμενο ενός πανευρωπαϊκού πολέμου για τον οποίο δεν ήταν προετοιμασμένος κανείς.
Η σημαντικότερη διαφοροποίηση ήταν ο περιορισμός των εδαφών της Βουλγαρίας που διατηρούσε μεν την ανεξαρτησία της (τυπικά αυτόνομη ηγεμονία) , όμως τα εδάφη της μειώνονταν στο 1/3 του αρχικού , διατηρώντας μια έκταση περίπου 60.000 τ.χλμ (το βόρειο τμήμα της σημερινής Βουλγαρίας). Από εκεί και πέρα η Αυστροουγγαρία πέτυχε τον αντικειμενικό της στόχο που ήταν ο έλεγχος της δυτικής βαλκανικής , προσαρτώντας (αρχικά για 30 χρόνια και υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου) την Βοσνία –Ερζεγοβίνη.
Η Ρωσία αναγκαζόταν να επιστρέψει μέρος των εδαφών που είχε καταλάβει στον Καύκασο, αλλά και μια μικρή λωρίδα γης της Βεσσαραβίας στη Ρουμανία , ενώ η Σερβία και το Μαυροβούνιο διατηρούσαν τα εδάφη που τους είχαν αποδοθεί , όμως λόγω των αντιρρήσεων της Αυστροουγγαρίας το θέμα των θαλάσσιων συνόρων του Μαυροβουνίου παρέμενε σε εκκρεμότητα. Επιπλέον η Ανατολική Ρωμυλία (σημερινή νότια Βουλγαρία) δεν θα αποτελούσε επαρχία του βουλγαρικού κράτους , αλλά θα εξακολουθούσε να παραμένει ως αυτόνομη περιοχή στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο διοικητής θα διοριζόταν από την Οθωμανική κυβέρνηση με την απαραίτητη όμως συγκατάθεση των ισχυρών δυνάμεων, ενώ τουρκικά στρατεύματα θα υπήρχαν μόνο στα σύνορα , παράλληλα την εσωτερική ασφάλεια θα εξασφάλιζε σώμα αστυνομίας και μονάδες πολιτοφυλακής που θα οριζόντουσαν βάση του κυρίαρχου κατά περιφέρεια θρησκεύματος.
Για την Μακεδονία και τη Θράκη απλώς τονίστηκε η ανάγκη ορισμένων διοικητικών μεταρρυθμίσεων , ενώ στο άρθρο 23 γινόταν μνεία για την Κρήτη και την υποχρέωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας να τηρήσει απαρέγκλιτα τον κανονισμό του 1868 , αλλά και τις όποιες τροποποιήσεις θα κρίνονταν αναγκαίες.
Με ξεχωριστή συμφωνία η Βρετανία απαίτησε και πήρε από την Οθωμανική αυτοκρατορία την Κύπρο , ως αντάλλαγμα των υπηρεσιών της προς αυτή… Για την Ελλάδα υπήρχε μια καταρχήν απόφαση να της δοθούν ορισμένα εδάφη , ώστε να διατηρηθούν οι εδαφικές ισορροπίες μεταξύ των βαλκανικών χωρών. Μάλιστα η γαλλική πρόταση έκανε λόγο για νέα σύνορα που θα έφθαναν μέχρι την κοιλάδα του Πηνειού στη Θεσσαλία και τον ποταμό Καλαμά στην Ήπειρο (με τα Ιωάννινα). Η πρόταση αυτή έγινε καταρχήν αποδεκτή από τις άλλες χώρες πλην της Βρετανίας που εξέφραζε αντιρρήσεις.
Το γεγονός αυτό εκμεταλλεύτηκε η Οθωμανική αντιπροσωπεία που εμφανιζόταν αρνητική σε οποιαδήποτε εδαφική παραχώρηση προς την χώρα μας. Έτσι οι ισχυροί πρόσθεσαν στη συνθήκη το άρθρο 24 στο οποίο προβλεπόταν οι δύο χώρες να διευθετήσουν με απευθείας συζητήσεις την
Αλέξανδρος Κουμουνδούρος
χάραξη νέων συνόρων , με βάση διαπραγμάτευσης την γαλλική πρόταση που θεωρείτο ευνοϊκή για την Ελλάδα. Αν δεν κατάφερναν να βρούνε μια αμοιβαία αποδεκτή λύση τότε οι χώρες του συνεδρίου ως μεσολαβητές θα είχαν το δικαίωμα να επέμβουν και να καθορίσουν αυτές τα νέα όρια του ελληνικού κράτους.
Η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα κατά την διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου
Η έναρξη του πολέμου προβλημάτισε έντονα την Ελλάδα , αφού ο κίνδυνος να επέλθει συνολική λύση του ανατολικού ζητήματος σε βάρος των ελληνικών δικαίων ήταν κάτι παραπάνω από υπαρκτός.
Η Ελλάδα έβγαινε απότομα από τη χειμερία νάρκη , συνειδητοποιώντας ότι δεν είναι τόσο το δίκαιο των εθνοτήτων αυτό που καθορίζει τις διεθνείς αποφάσεις όσο τα συμφέροντα εκάστης χώρας. Το γεγονός αυτό αποκτούσε δραματικές διαστάσεις αφού συν τοις άλλοις η χώρα ήταν απαξιωμένη στρατιωτικά, ενώ η ρωσική πολιτική ήταν ηλίου φαεινότερο ότι στρεφόταν εναντίον των ελληνικών συμφερόντων. Ο κόσμος δυσανασχετούσε και την άνοιξη του 1877 ο Πρωθυπουργός Κουμουνδούρος αποφασίζει να παραιτηθεί προκειμένου να αποφύγει την λαϊκή δυσαρέσκεια που είχε αρχίσει να εκδηλώνεται και με διαδηλώσεις …
Ύστερα από αυτό και λόγω των εξελίξεων αποφασίζεται (με την καθοριστική παρέμβαση του Βασιλιά) να σχηματισθεί τον Μάιο οικουμενική κυβέρνηση στην οποία θα συμμετείχαν όλα τα ηχηρά πολιτικά ονόματα της εποχής. (Κουμουνδούρος –Τρικούπης –Ζαΐμης - Δεληγεώργης - Δηλιγιάννης- Ζυμβρακάκης). Πρωθυπουργός κοινή συναινέσει επιλέχτηκε ο αγωνιστής του 1821 , Κωνσταντίνος Κανάρης ενώ οι λοιποί πολιτικοί ηγέτες αναλαμβάνουν τα διάφορα υπουργεία. Το σχήμα αυτό ναι μεν ικανοποίησε τις λαϊκές προσδοκίες ήταν όμως αδύνατο να λειτουργήσει , αφού μεταξύ των συμμετεχόντων υπήρχε διαφορά θέσεων και αντιλήψεων για σειρά θεμάτων… Η κατάσταση θα
Χαρίλαος Τρικούπης
χειροτερεύσει όταν ο ένδοξος πυρπολητής της ελληνικής επανάστασης θα αποβιώσει πλήρης ημερών στις αρχές Σεπτεμβρίου. Οι πολιτικοί αρχηγοί αδυνατώντας να δεχτούν ο ένας κάποιον άλλον για Πρωθυπουργό καταλήγουν στο να είναι όλοι… ίσοι και ο κάθε υπουργός να έχει το δικαίωμα να συγκαλέσει το υπουργικό συμβούλιο όταν θα είχε να αναφέρει ζητήματα που αφορούσαν το υπουργείο του… Όμως η κατάσταση αυτή , σε συνδυασμό και με την διεθνή διπλωματική ρευστότητα, είχε ως αποτέλεσμα να μην ληφθεί μια οριστική απόφαση για την τελική στάση της χώρας , γεγονός που δυσαρεστούσε πολλούς εντός και εκτός χώρας. Στις αρχές του 1878 ο Βασιλιάς Γεώργιος αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Έτσι και αφού εξαναγκάζει ουσιαστικά τους υπουργούς σε παραίτηση , αναθέτει εκ νέου την Πρωθυπουργία στον Κουμουνδούρο που προχωρεί άμεσα στον σχηματισμό νέας Κυβέρνησης στην οποία από τους λοιπούς πολιτικούς αρχηγούς συμμετέχει μόνο ο Δηλιγιάννης που αναλαμβάνει το υπουργείο εξωτερικών.
Ο Κουμουνδούρος επιθυμούσε την άμεση εισβολή του στρατού , όμως η ελλιπής και αντιφατική πληροφόρηση για το αν επίκειται ή όχι συνθηκολόγηση των Τούρκων θα οδηγήσει σε νέα καθυστέρηση… Έτσι όταν τελικά δίνεται εντολή στον στρατό να εισβάλλει στα Οθωμανικά εδάφη , η Οθωμανική κυβέρνηση έχει ήδη συνθηκολογήσει με την Ρωσία. Με την παρέμβαση των ισχυρών χωρών αποτρέπεται η όποια επιθυμία της Οθωμανικής κυβέρνησης για εισβολή στην Ελλάδα , όμως όλα αυτά τα σφάλματα , πέρα από την πλήρη καταβαράθρωση του γοήτρου έδειχναν ξεκάθαρα σε όλους και το πόσο απαράσκευη ήταν στρατιωτικά η χώρα γεγονός που αναμφισβήτητα την αποδυνάμωνε και διπλωματικά.
Οι ενέργειες της Ελλάδας μέχρι το συνέδριο του Βερολίνου
Η γνωστοποίηση της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου ξεσήκωσε τη χώρα (αλλά και τον απανταχού ελληνισμό) αφού έλυνε το ανατολικό ζήτημα ερήμην της Ελλάδας. Η λαϊκή δυσαρέσκεια μετριάστηκε κάπως όταν έγινε γνωστό, ότι οι αντιδράσεις των άλλων χωρών λύγιζαν την ρωσική άρκτο αναγκάζοντας την να επανεξετάσει τους όρους ειρήνευσης με την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Πάντως η κρισιμότητα των στιγμών ανάγκασε την ελληνική κυβέρνηση να καταφύγει στην δημιουργία επαναστατικών κινημάτων στις << ελληνικές επαρχίες >> του Οθωμανικού κράτους , ως βασικό διπλωματικό όπλο ευόδωσης των στόχων της. Παράλληλα προσέγγισε ορισμένους Αλβανούς ηγέτες , προτείνοντας τους, υψηλές θέσεις και ευρεία αυτονομία στις περιοχές τους αν συναινούσαν στο να ενωθούν οι περιοχές τους με την Ελλάδα. Μάλιστα η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να δώσει και φυλετική χροιά στην προσπάθεια αυτή, επιδιώκοντας την συσπείρωση των μη σλαβικών φυλών της Βαλκανικής. Οι ενέργειες αυτές αποκαλύπτονται διάπλατα σε συζητήσεις που είχε ο Έλληνας απεσταλμένος Λομβάρδος με τον Ιταλό Πρωθυπουργό Cairoli και με αφορμή ιταλικές ενέργειες για δημιουργία ανεξάρτητου αλβανικού κράτους (τις οποίες πάντως ο Ιταλός Πρωθυπουργός αρνήθηκε).
«Του παρέστησα (στον Ιταλό Πρωθυπουργό) πόσον επιζήμιον είναι δια τον επιδιωκόμενον σκοπόν της αντιπράξεως κατά των πανσλαβιστικών σχεδίων δια του ελληνικού στοιχείου , να υποθάλπεται ο αποχωρισμός από των δυνάμεων του στοιχείου τούτου , της συμπράξεως των Αλβανών , οίτινες αν έβλεπον μη υποστηριζομένην την περί ανεξαρτησίας των ιδέαν , λαμβάνοντες δε εξ ημών την διαβεβαίωσιν ότι θα χαίρονται μετά την κατάργησιν της τουρκικής εξουσίας ίσα και όμοια μεθ’ ημών αστικά και πολιτικά δικαιώματα , θα συνηνούντο αμέσως μεθ΄ημών και θα συνέπραττον».
(Αρετής Τούντα Φεργαδή «Ελληνο-ιταλικές μυστικές συνομιλίες», Επιστολή προς Υπουργό Δηλιγιάννη της 18/30 Μαρτίου 1878 , Σελ.27).
Όμως όπως αναφέρει και ο Κωφός (Σελ. 225) οι ελληνικές προσπάθειες (που θα συνεχιστούν και μετά το συνέδριο ) έτυχαν μεν ενδιαφέροντος από μερίδα Αλβανών, θα υπονομευθούν όμως τόσο από την Οθωμανική κυβέρνηση , όσο και από άλλες δυνάμεις, γεγονός που σε συνδυασμό με την καχυποψία των Αλβανών θα έχει ως τελικό αποτέλεσμα την απόρριψη τους. Επιπλέον ο Πρωθυπουργός Κουμουνδούρος ξεκίνησε επαφές με τον ευρισκόμενο στην αντιπολίτευση Τρικούπη σχετικά με το θέμα της ελληνικής εκπροσώπησης. Ο Κουμουνδούρος επεδίωξε τις επαφές όχι μόνο γιατί τον εκτιμούσε, αλλά και γιατί ο Τρικούπης έχοντας διατελέσει υπουργός εξωτερικών στην οικουμενική κυβέρνηση γνώριζε αρκετά καλά το διεθνές πολιτικό σκηνικό.
Φαίνεται μάλιστα ότι οι δύο άνδρες συμφώνησαν τόσο για τον τρόπο χειρισμού του θέματος , όσο και για το ότι στο επικείμενο συνέδριο θα πήγαινε ως επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπίας ο Τρικούπης που είχε αντιληφθεί την αξία που αποκτούσε την δεδομένη στιγμή η Ελλάδα για τους δυτικούς και ιδιαίτερα τους Βρετανούς. Για τους Βρετανούς βασικό δόγμα της πολιτικής τους στο ανατολικό ζήτημα ήταν η διατήρηση του status quo, όταν όμως μετά την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου φοβήθηκαν ότι είχε έρθει η ώρα συνολικής επίλυσης του , τότε ως το μη χείρον βέλτιστον φρόντιζαν να συντηρούν το όπλο του ελληνισμού ως αντίβαρο του σλαβισμού. Για αυτόν ακριβώς το λόγο ο Τρικούπης, θεωρούσε ότι έπρεπε να παρευρεθεί στο συνέδριο όχι ως εκπρόσωπος του ελληνικού κράτους, αλλά του ελληνισμού συνολικά.
«Ο Τρικούπης επεζήτησε την υποστήριξην της Αγγλίας , ουχί εν τω μέτρω των δυνάμεων του ελληνισμού ως κράτους , αλλά εν τω μέτρω της πολιτικής ανάγκης της Αγγλίας , να χρησιμοποιήση την δύναμιν και τα δίκαια της ελληνικής φυλής ως όπλον αντίρροπον κατά της σλαυικής πολιτικής της Ρωσίας».
(Πολιτική ιστορία Γεωργίου Ασπρέα 1830-1912 , Τόμος Β’ Σελ.88).
Η "μεγάλη Βουλγαρία" του Αγίου Στεφάνου
Όμως τελικά αποφασίστηκε να εκπροσωπήσει την χώρα ο υπουργός εξωτερικών Δηλιγιάννης. Για το παρασκήνιο στο ζήτημα αυτό έχουν λεχθεί αρκετά. Ο Ασπρέας αποδίδει την τελική απόφαση σε ενέργειες του Ρώσου πρέσβη που φοβούμενος την πολιτική Τρικούπη, πέτυχε με την μέθοδο του μαστίγιου και του καρότου την περιθωριοποίηση του. Άλλοι την αποδίδουν στους υπερβολικούς όρους του Τρικούπη, άλλοι θεωρούν ότι υπαναχώρησε ο ίδιος ο Τρικούπης όταν διαπίστωσε ότι η Βρετανική πολιτική έδειχνε τάσεις επιστροφής στην παραδοσιακή πολιτική της διατήρησης της Οθωμανικής ακεραιότητας, ενώ σύμφωνα με την Εκδοτική Αθηνών, θέμα εκπροσώπησης της χώρας από τον Τρικούπη δεν τέθηκε ποτέ. Αν και το ζήτημα αυτό δεν είναι ξεκαθαρισμένο, το σίγουρο είναι ότι η βρετανική πολιτική σταδιακά μεταβάλλεται ,σε σημείο μάλιστα που η δική της στάση να είναι ο βασικός λόγος που δεν πάρθηκε απόφαση για την Ελλάδα στο συνέδριο. Φαίνεται ότι οι Βρετανοί όταν διαπίστωσαν ότι οι Τούρκοι ξεπερνούσαν το σοκ της ήττας αλλά και όταν οι Ρώσοι δέχτηκαν να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αποφάσισαν να βάλουν στο ψυγείο το όπλο του ελληνισμού.
Μάλιστα όπως προκύπτει από τηλεγράφημα που έστειλε ο Βρετανός υπουργός εξωτερικών Salisbury προς τον πρεσβευτή της χώρας του στην Κωνσταντινούπολη Layard κατά την διάρκεια του συνεδρίου, δεν θα διστάσουν να χρησιμοποιήσουν με επαίσχυντο τρόπο τους ελληνικούς πόθους, προκειμένου να εκβιάσουν την Οθωμανική κυβέρνηση να τους παραδώσει την Κύπρο την οποία ζητούσαν ως αντάλλαγμα των υπηρεσιών τους προς αυτή :
«Κυβέρνηση της Α.Μ. πληροφορήθηκε με μεγάλη έκπληξη απόφαση Πύλης (Οθωμανικής κυβέρνησης) να αρνηθεί έκδοση φιρμανίου (παράδοσης της Κύπρου). Τη θεωρεί κατάφωρη παραβίαση καλής πίστης και πράξη αγνωμοσύνης για προσπάθειες που έχει καταβάλει προς σωτηρία Τουρκίας. Φιρμάνι πρέπει εκδοθεί. Μέχρις ότου υπογραφεί Αγγλία δεν θα υποστηρίξει πλέον εδώ Πύλη. Ο Bismarck (Γερμανός Πρωθυπουργός) έχει προτείνει εκχώρηση Θεσσαλίας , Ηπείρου και Κρήτης στην Ελλάδα. Βρετανία αρνήθηκε και πρόταση απορρίφθηκε. Εάν όμως φιρμάνι δεν εκδοθεί πάραυτα Αγγλία δε θα φέρει πλέον αντίσταση. Ενημερώστε Σουλτάνο και μη φείδεσθε προσπαθειών και απειλών , για να πάρετε αμέσως φιρμάνι».
( Η Ελλάδα και το ανατολικό ζήτημα 1875-1881 , Ε. Κωφού , Σελ. 190).
Η αντιπροσωπεία της Ελλάδας στο συνέδριο του Βερολίνου
Όμως και η ίδια η εκπροσώπηση της Ελλάδας από τον Δηλιγιάννη ήταν τελικά υποτονική. Βεβαίως οι ισχυροί είχαν αποφασίσει η ελληνική αντιπροσωπεία να μην παρίσταται στο συνέδριο , αλλά απλώς να κληθεί κάποια στιγμή για να εκθέσει τις θέσεις της, όμως έστω και παρασκηνιακά η ελληνική αντιπροσωπεία θα μπορούσε να κινηθεί πιο δραστήρια. Επιπλέον φαινόταν ότι δεν υπήρχε σχέδιο για το ποια θα έπρεπε να είναι η στάση της αντιπροσωπίας σε σειρά ζητημάτων, ενώ ο ίδιος ο Δηλιγιάννης έδειχνε να λειτουργεί περισσότερο ως διαχειριστής παρά ως διαμορφωτής της ελληνικής πολιτικής. Τελικά αποφασίστηκε να τεθεί απλώς αίτημα προσάρτησης των όμορων περιοχών και της Κρήτης χωρίς να προσδιοριστούν τα όρια, να τονιστεί ότι η αρχική χάραξη των συνόρων ήταν άδικη για το ελληνικό κράτος που ασφυκτιούσε και ότι η παρουσία μεγάλου αριθμού ελλήνων εκτός των συνόρων του, αύξαινε τις εντάσεις εξαιτίας της επιθυμίας τους να ενωθούν με αυτό.
Η αγωνιώδης τριετία μέχρι την τελική ενσωμάτωση Θεσσαλίας και Άρτας το 1881
Με τη λήξη του συνεδρίου η ελληνική πλευρά με διακοίνωση κάλεσε την Οθωμανική κυβέρνηση να ορίσει τους αντιπροσώπους της για την νέα οριοθέτηση των συνόρων , όμως η Οθωμανική πλευρά απαξίωσε και να απαντήσει. Άλλωστε ήξερε ότι «στη βράση κολλάει το σίδερο» και ότι αφού την γλύτωσε στο συνέδριο, άρχισε μια συστηματική κωλυσιεργία γνωρίζοντας και το πόσο ευμετάβλητο είναι το διεθνές πολιτικό σκηνικό. Η στάση αυτή αναγκάζει τον Κουμουνδούρο να απευθυνθεί στις μεγάλες δυνάμεις, οι οποίες με πρωτεργάτη το Γάλλο υπουργό εξωτερικών Waddington, συνέστησαν στην Οθωμανική κυβέρνηση να τηρήσει τα συμφωνηθέντα. Μην μπορώντας να πράξει διαφορετικά η Οθωμανική πλευρά δέχτηκε να συναντηθούν εκπρόσωποι των δύο χωρών στην Πρέβεζα τον Ιανουάριο του 1879.
Είχε όμως φροντίσει έξω από το οίκημα στο οποίο θα διεξάγονταν οι συνομιλίες, να έχουν μαζευτεί εκατοντάδες κάτοικοι αλβανικής κυρίως καταγωγής που αποδοκίμαζαν έντονα την ελληνική αντιπροσωπεία, ώστε να δημιουργηθούν και οι ανάλογες εντυπώσεις περί μη ελληνικότητας της περιοχής. Στις συζητήσεις που διεξήχθησαν οι Έλληνες αντιπρόσωποι έθεσαν ως βάση διαπραγμάτευσης το 13ο πρωτόκολλο που είχε καταθέσει η Γαλλία στο συνέδριο του Βερολίνου και το οποίο έφτανε τα όρια του ελληνικού κράτους έως τα Γιάννενα και τον Όλυμπο. Αντίθετα η Οθωμανική πλευρά ήταν διατεθειμένη να κάνει συνοριακές μόνο παραχωρήσεις που θα περιελάμβαναν τον Δομοκό και την επαρχία Φαρσάλων. Έτσι η Ελλάδα θεωρώντας ότι οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν κάλεσε τις μεγάλες δυνάμεις να μεσολαβήσουν όπως είχαν δεσμευτεί στο συνέδριο του Βερολίνου.
Μεταξύ των ισχυρών υπήρξαν συνεχείς διαβουλεύσεις και τελικά αποφασίστηκε οι συνομιλίες των δύο πλευρών να συνεχιστούν τον Αύγουστο του 1879 στην Κωνσταντινούπολη με την ενεργή όμως συμμετοχή και των ξένων πρεσβευτών. Αυτή τη φορά η Οθωμανική κυβέρνηση δήλωσε ότι αποδέχεται κατ’ αρχήν τα συμφωνηθέντα στο Βερολίνο ζητώντας όμως την τροποποίηση τους.
Αντίθετα η ελληνική αντιπροσωπεία επανέλαβε την επιθυμία της να εφαρμοστούν τα συμφωνηθέντα στο Βερολίνο, παρουσιάζοντας και εθνολογικούς χάρτες που επιβεβαίωναν την εθνολογική υπεροχή του ελληνισμού στις διεκδικούμενες περιοχές. Οι δύο χώρες που ανέλαβαν πρωτοβουλία επίλυσης των διαφορών ήταν η Γαλλία και η Γερμανία. Μάλιστα η Γερμανία εισηγήθηκε να παραχωρηθούν στην Ελλάδα και τα Ιωάννινα όμως η πρόταση αυτή συνάντησε εκ νέου την αντίδραση της Βρετανίας , γεγονός που εκμεταλλεύτηκε η Οθωμανική αντιπροσωπεία που από την δική της πλευρά, προσπαθούσε να πείσει ότι η Ήπειρος κατοικούνταν κατά πλειοψηφία από Μουσουλμάνους Αλβανούς και όχι Ορθόδοξους Έλληνες…
Σε μια προσπάθεια να αρθεί το αδιέξοδο η γαλλική πλευρά παρουσίασε νέο σχέδιο στο οποίο παραχωρούνταν μεν όλα τα εδάφη της Θεσσαλίας μέχρι τον Όλυμπο στην Ελλάδα αλλά μικρότερο μέρος της Ηπείρου και χωρίς τα Γιάννενα. Η νέα πρόταση έγινε κατ’ αρχήν δεκτή και προς στιγμή φάνηκε να κατοχυρώνεται, όμως μια νέα Βρετανική πρόταση (που μάλλον σκοπό είχε να κωλυσιεργήσει παρά να λύσει το ζήτημα) έφερε τα πάνω κάτω. Οι Βρετανοί πρότειναν να συσταθεί μια διεθνής επιτροπή που θα χάραζε τα νέα σύνορα έχοντας ως αρχική αλλά όχι δεσμευτική βάση το 13ο πρωτόκολλο. Η επιτροπή θα κατέληγε στη τελική απόφαση λαμβάνοντας υπόψη τις τοπικές πληθυσμιακές ισορροπίες … Η πρόταση αυτή παρά τους κινδύνους για κωλυσιεργία έγινε τελικά αποδεκτή γεγονός που απογοήτευσε την Ελλάδα αλλά και δυσκόλεψε την θέση της κυβέρνησης Κουμουνδούρου που αποφασίζει να προχωρήσει σε διενέργεια εκλογών τον Σεπτέμβριο του 1879. Οι εκλογείς εξέλεξαν εκ νέου νικητή με σχετική πλειοψηφία τον Κουμουνδούρο, παράλληλα όμως ανέδειξαν ως αξιωματική αντιπολίτευση τον ανερχόμενο Τρικούπη.
Ο Τρικούπης από την επόμενη κιόλας ημέρα άρχισε να ασκεί σφοδρή κριτική στην κυβέρνηση καλώντας την να αναδιοργανώσει τον στρατό αλλά και να καταλάβει δια της βίας τα προσφερόμενα εδάφη. Η θέση της κυβέρνησης λόγω και του τέλματος στο οποίο είχαν περιέλθει οι διαπραγματεύσεις ήταν δύσκολη και θα γίνει ακόμη ποιο επισφαλής όταν το έως τότε συνεργαζόμενο με εκείνη κόμμα του Ζαΐμη αποφασίζει να υποστηρίξει τις θέσεις του Τρικούπη…
Έτσι στις αρχές Μαρτίου του 1880 και με αφορμή ένα νομοσχέδιο για τον οργανισμό του στρατού που καταψηφίζεται με ψήφους 99 κατά και 93 υπέρ, η κυβέρνηση χάνει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και ο Πρωθυπουργός παραιτείται…
Κατόπιν τούτου η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης δίνεται στον Τρικούπη που θα σχηματίσει κυβέρνηση έχοντας και την υποστήριξη του κόμματος του Ζαΐμη.
Ο Τρικούπης επιθυμούσε να διεξαχθούν νέες εκλογές, όμως λόγω του επικείμενου νέου συνεδρίου για το θέμα των συνόρων κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει.
Έτσι παρά το ότι η θέση του ήταν κοινοβουλευτικά επισφαλής, αποδέχτηκε το αξίωμα , ξεκινώντας άμεσα συντονισμένες προσπάθειες για την επίτευξη θετικού αποτελέσματος στο μείζον εθνικό ζήτημα της εποχής.
Παράλληλα δεν δίστασε να προχωρήσει σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, όπως την κατάργηση της φορολογίας της δεκάτης την οποία αντικατέστησε με τον φόρο περί
αροτριώντων κτηνών και την αναδιοργάνωση του στρατού. Στόχος του Τρικούπη ήταν τόσο η διπλωματική ανακίνηση του ζητήματος όσο και η ενδυνάμωση του στρατού, αφού στο μυαλό του υπήρχε πάντα το ενδεχόμενο δημιουργίας τετελεσμένων γεγονότων που θα έθετε τις ισχυρές δυνάμεις προ των ευθυνών τους (και των υπογραφών τους).
Οι διεθνείς εξελίξεις και η τελική διευθέτηση του ζητήματος
Ήδη όμως από το φθινόπωρο του 1879 συμβαίνουν αλλεπάλληλες σημαντικές διεθνείς πολιτικές εξελίξεις. Γερμανία και Αυστροουγγαρία υπογράφουν αμυντική στρατιωτική συνθήκη, γεγονός που δημιουργεί ανησυχίες σε όλους, κυρίως όμως στην Γαλλία που αποφασίζει να προσεγγίσει την Βρετανία. Παράλληλα για την Γαλλία εμφανίζονται ευνοϊκές προοπτικές κατάληψης της Τυνησίας που τυπικά παρέμενε ακόμη υπό την επικυριαρχία του Οθωμανού Σουλτάνου. Η Γαλλία είχε ανάγκη των ευμενών διαθέσεων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στο ζήτημα αυτό και δεν επιθυμούσε πλέον την περαιτέρω εδαφική συρρίκνωση της στην Ευρώπη. Έτσι η Γαλλία εγκαταλείπει την «φιλελληνική» πολιτική της, στάση που θα ενισχυθεί και από κυβερνητική μεταβολή τον Σεπτέμβριο του 1880.
Αλλά και στην Βρετανία θα έχουμε αλλαγή πολιτικής, όταν ο Φιλελεύθερος Gladstone αντικαθιστά στη θέση του Πρωθυπουργού τον Beakonsfield (Disraeli). Ο νέος Πρωθυπουργός εγκαταλείπει μερικώς την αντιρωσική πολιτική του προκατόχου του και κατ’ επέκταση την αντίθεση για εδαφική αύξηση της Ελλάδας. Έτσι με Βρετανική πλέον πρωτοβουλία αποφασίζεται να διεξαχθεί νέα συνάντηση στο Βερολίνο τον Ιούνιο του 1880 στην οποία εκτός από το ελληνικό θα συζητούσαν και ανάλογα προβλήματα που είχαν παρουσιαστεί στις σχέσεις του Οθωμανικού κράτους με το Μαυροβούνιο…
Το αποτελέσματα της συνδιάσκεψης θα είναι θετικά τόσο για την Ελλάδα όσο και για το Μαυροβούνιο κυρίως χάρις την θετική για την Ελλάδα μεταστροφή της Βρετανικής πολιτικής αλλά δευτερευόντως και της Γερμανίας. Έτσι για την μεν Ελλάδα τα νέα σύνορα θα καθορισθούν στο ύψος του Μετσόβου για την Ήπειρο (χωρίς την Κόνιτσα και τους Φιλιάτες) και νοτίως του Αλιάκμονα περιλαμβάνοντας το σύνολο της Θεσσαλίας αλλά και το Λιτόχωρο, ενώ για το Μαυροβούνιο θα επαναβεβαιωθούν οι αποφάσεις του συνεδρίου του Βερολίνου που του παραχωρούσαν τα λιμάνια του Δουλτσίνου και του Αντίβαρι. Όμως ενώ στο θέμα του Μαυροβουνίου οι ισχυρές δυνάμεις θα ασκήσουν έντονες πιέσεις για την επιβολή των αποφάσεων τους, για την Ελλάδα (παρά τις προσπάθειες της ελληνικής πολιτειακής ηγεσίας) δεν θα γίνει κάτι παρόμοιο, κυρίως λόγω των έντονων αντιρρήσεων που εξέφραζε πλέον η γαλλική αντιπροσωπεία.
Οι διαφωνίες των ισχυρών, ήταν βούτυρο στο ψωμί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που μπορούσε έτσι να διατηρεί την αδιάλλακτη στάση της.
Ως εκ τούτου το Φθινόπωρο του 1880 το ζήτημα παρέμενε σε εκκρεμότητα και ήταν ο Κουμουνδούρος που ασκούσε πλέον έντονη αντιπολίτευση στον Τρικούπη χαρακτηρίζοντας την πολιτική του μεγαλομανή και ασύνετη …
Παράλληλα ο Κουμουνδούρος εκμεταλλευόμενος και την εύθραυστη κοινοβουλευτική πλειοψηφία του Τρικούπη , κατάφερε να εκλέξει δικό του υποψήφιο για τη θέση του προέδρου της βουλής στη σχετική ψηφοφορία που διεξήχθη. Το γεγονός αυτό έθετε θέμα δυσπιστίας για την κυβέρνηση και ο Τρικούπης υπέβαλε στον Βασιλιά την παραίτησή του, με τον Κουμουνδούρο να αναλαμβάνει εκ νέου το αξίωμα του Πρωθυπουργού.
Η νέα ελληνική κυβέρνηση, με διαβήματα ζητούσε από τις ισχυρές δυνάμεις να επιβάλουν την απόφαση της συνδιάσκεψης στην Οθωμανική αυτοκρατορία, ενώ και ως μια μορφή εκβιασμού δήλωνε ότι αδυνατεί να συγκρατήσει την εκ νέου δημιουργία ανταρτικών ομάδων στα υπό διεκδίκηση εδάφη….
Γελοιογραφία για την εμπλοκή των 3 μεγάλων δυνάμεων στο Ανατολικό Ζήτημα
Η συνεχιζόμενη επί μακρόν εκκρεμότητα και ο κίνδυνος διεθνών περιπλοκών εξαιτίας του ελληνικού ζητήματος οδήγησε σε νέα συνδιάσκεψη μεταξύ των πρεσβευτών των ισχυρών χωρών με αντιπροσωπεία της Οθωμανικής κυβέρνησης στην Κωνσταντινούπολη τον Φεβρουάριο του 1881.
Στην συνδιάσκεψη αυτή οι πρεσβευτές τόνισαν στους Οθωμανούς αντιπροσώπους ότι η χρονίζουσα εκκρεμότητα έπρεπε να λήξει… Η οθωμανική αντιπροσωπεία αντιλαμβανόμενη ότι δεν μπορούσε να κωλυσιεργεί άλλο , αποδέχτηκε το γεγονός , κατάφερε όμως να μειώσει τα παραχωρούμενα εδάφη επικαλούμενη αντιδράσεις Αλβανών στην Ήπειρο αλλά και θέματα στρατηγικής σημασίας σε περάσματα της Θεσσαλίας.
Έτσι η τελική απόφαση που χαρακτηρίστηκε οριστική παραχωρούσε στην Ελλάδα την Θεσσαλία πλην της Ελασσόνας και από την Ήπειρο μόνο την περιοχή της Άρτας. Ειδικά για την περιοχή του Αμβρακικού για να αποφευχθούν εμπλοκές, αποφασίστηκε να καταργηθούν κάθε είδους οχυρώσεις στην είσοδο του κόλπου, ενώ η ναυσιπλοΐα θα ήταν ελεύθερη μέσα σε αυτόν. Η απόφαση αυτή ανακοινώθηκε επίσημα στην ελληνική κυβέρνηση στις 26 Μαρτίου και η προφορική αποδοχή της από ελληνικής πλευράς έγινε στις 31 Μαρτίου 1881.
Μάλιστα οι ισχυρές δυνάμεις για να προλάβουν πιθανό στάλσιμο ελληνικού στρατού ή ομάδες ανταρτών στα διαφιλονικούμενα εδάφη τόνισαν ότι αυτό δεν θα γίνει ανεκτό, ενώ πιθανή άρνηση της ελληνικής πλευράς θα ακύρωνε την προσφορά καθιστώντας το μέλλον των περιοχών αυτών αβέβαιο..
Έχοντας την ελληνική συναίνεση οι ξένες δυνάμεις έδειξαν την ίδια αποφασιστικότητα και προς την τουρκική πλευρά που έδειχνε νέες τάσεις αναβλητικότητας. Έτσι και η Οθωμανική κυβέρνηση έκανε δεκτή την προτεινόμενη ρύθμιση που επικυρώθηκε λίγο αργότερα επισήμως και από την ελληνική πλευρά.
Οι δύο χώρες κάτω από την ασφυκτική πίεση των ξένων χωρών υπέγραψαν στις 20 Ιουνίου του 1881 συνθήκη βάση της οποίας η Θεσσαλία και η Άρτα ενσωματώνονταν στο ελληνικό βασίλειο. Τα νέα εδάφη είχαν έκταση 13.300 τ.χλμ και πληθυσμό περίπου 285.000 ανθρώπους.
Έτσι με πρώτη πόλη την Άρτα στις 23 Ιουνίου (κάτω από ενθουσιώδεις επευφημίες των Ελλήνων κατοίκων) και τελευταία τον Βόλο στις 21 Οκτωβρίου θα πραγματωθεί και η εγκατάσταση των ελληνικών αρχών σε όλες τις περιοχές. Αμέσως μετά θα πραγματοποιηθεί κοινή θριαμβική περιοδεία του Βασιλιά Γεώργιου και του Πρωθυπουργού Κουμουνδούρου που θα δώσουν την δυνατότητα στον κόσμο της περιοχής να εκδηλώσει την χαρά του ύστερα από μια αγωνιώδη τριετή αναμονή...
Οι αντιδράσεις και η εκλογική ήττα Κουμουνδούρου
Η αποδοχή από την κυβέρνηση Κουμουνδούρου των αποφάσεων της τελευταίας συνδιάσκεψης δημιούργησε ανάμεικτα συναισθήματα . Από την μία υπήρχε ικανοποίηση γιατί η Ελλάδα πετύχαινε ένα πρώτο βήμα ικανοποίησης των εθνικών της πόθων αλλά από την άλλη εξαιρείτο ουσιαστικά η Ήπειρος και η περιοχή του Ολύμπου… Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχει έντονη αντιπαράθεση στη Βουλή μεταξύ Κουμουνδούρου και Τρικούπη. Η Κυβέρνηση ανέφερε το γεγονός ότι οι ξένοι σύνεδροι ξεκαθάρισαν στην ελληνική πλευρά ότι ή αποδέχεστε αυτά που σας δίνουμε ή τίποτα… τονίζοντας ότι δεν μπορούσε να αρνηθεί μια τέτοια προσφορά εκθέτοντας τη χώρα σε νέες αιματηρές περιπέτειες με αβέβαιο αποτέλεσμα… Αντίθετα η αντιπολίτευση κατηγορούσε την κυβέρνηση ότι έπρεπε να δείξει μεγαλύτερη τόλμη και αποφασιστικότητα τονίζοντας ότι προκειμένου να επιτευχθούν τα εθνικά δίκαια δεν πρέπει να αποκλείονται και οι αιματηρές θυσίες…
Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα της έντονης ατμόσφαιρας των ημερών εκείνων παραθέτει ο ιστορικός Ασπρέας (Τόμος Β’ Σελ.130).
«Υπεγράψαμεν την σύμβασιν (ανέφερε ο Κουμουνδούρος) και ήδη η Θεσσαλία και η Ήπειρος είναι Ελλάς. Την υπεγράψαμεν διότι εθεωρήσαμεν αυτήν υπηρετούσαν τα μεγάλα συμφέροντα του ελληνισμού , σώζουσαν την Θεσσαλίαν και την Άρταν και ικανοποιούσαν τους προαιωνίους πόθους ημών. Και σεις οι θερμοί πατριώται όσοι λυπείσθε διότι δεν ετύχετε της ευτυχούς περιστάσεως να χύσετε το αίμα ημών υπέρ της πατρίδος , σεις εψηφίσατε την σύμβασιν… Τι θα ελέγαμεν , κύριοι εις τους Θεσσαλούς ; Σας δίδετε ελευθερία αλλά ημείς την αρνούμεθα. Θέλομεν να πολεμήσετε , θέλομεν την πατρίδα σας να μεταβάλωμεν εις στάχτην και ερείπια. Θέλομεν όχι υμάς ελευθέρους αλλά τα πτώματα υμών. Δεν θέλομεν αναίμακτον την ελευθερίαν , θέλομεν να πενθηφορήση η Ελλάς. Και επειδή αι τύχαι του πολέμου αβέβαιοι να ίδωμεν ίσως τους Τούρκους εν αυτή… Το κατ’ εμέ εν μόνον διαρκώς επιθυμώ, πριν καταβώ εις τον τάφον να θέσω την υπογραφήν μου και εις άλλας ομοίας πράξεις».
Και απήντα ο Τρικούπης :
«Καταδικαστέα η πολιτική εκείνη. Η Ελλάς οφείλη να την αποκηρύξη. Η πλειοψηφία του έθνους εκφραζομένη δια της βουλής , δεν επιζητεί το αναίμακτον , αλλά εννοεί ότι ο ελληνισμός ίνα ζήση πρέπει να έχει την απόφασιν να πολεμήση και αυτό δέον να παρασταθή εις την Ευρώπην , ότι εν τω μέλλοντι αγώνι όστις παρασκευάζεται εν τη Ανατολή , ο Ελληνισμός είναι έτοιμος μεταξύ των πρώτων να χύση το αίμα του προς σωτηρίαν ουχί μόνον του κράτους οποίον είναι , αλλά υπέρ παντός του έθνους ημών».
Ο Πρωθυπουργός θεώρησε σκόπιμο και αυτονόητο ότι με την ολοκλήρωση των διαδικασιών της ένταξης των νέων περιοχών θα έπρεπε η χώρα να οδηγηθεί σε νέες εκλογές. Ευελπιστούσε μάλιστα να λάβει και την ψήφο των κατοίκων των περιοχών που μόλις είχαν ενσωματωθεί στο ελληνικό κράτος. Οι γενικές εκλογές τελικά διεξήχθησαν στις 18 Ιανουαρίου 1882, χάρις όμως και τους βουλευτές των νέων χωρών κατέληξαν σε εκλογική νίκη του Τρικούπη... Οι εκλογές στην Παλαιά Ελλάδα ήταν αμφίρροπες με τον Τρικούπη να κυριαρχεί στα αστικά κέντρα (Αθήνα, Πάτρα, Ερμούπολη) και τον Κουμουνδούρο στην επαρχία.
Από τους 210 βουλευτές ο Τρικούπης εξέλεξε 90 και ο Κουμουνδούρος 83 στους οποίους προστέθηκαν ακόμη 9 που εξέλεξε το κόμμα του Δηλιγιάννη. Υπήρχαν ακόμη 23 ανεξάρτητοι και 5 Δημοκρατικοί. Το αποτέλεσμα ήταν αμφίρροπο και η κάθε πλευρά θεωρούσε εαυτόν νικητή. Όμως η συντριπτική πλειονότητα των 35 βουλευτών των νέων επαρχιών πήγε τελικά με τον Τρικούπη που επιπλέον με ένσταση ακύρωσε ως παράνομη την εκλογή επτά βουλευτών του Κουμουνδούρου, πετυχαίνοντας την αντικατάσταση τους με αντίστοιχους δικούς του. (Εκδοτική Αθηνών, Τόμος ΙΔ` Σελ. 15).
Έτσι ο Τρικούπης μπορούσε να σχηματίσει άνετα πλέον κυβέρνηση, ενώ ο Κουμουνδούρος παραιτείτο, για να υποκύψει στο μοιραίο ένα χρόνο μετά απογοητευμένος και καταβεβλημένος και από προβλήματα υγείας.
Για το γεγονός της τελικής ήττας του Κουμουνδούρου έχουν λεχθεί αρκετά και σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Μάλιστα δεν ήταν λίγοι εκείνοι που θεώρησαν άδικο το εκλογικό αποτέλεσμα μη χάνοντας την ευκαιρία να υπενθυμίσουν τα αιώνια μειονεκτήματα του Έλληνα όπως στην προκειμένη περίπτωση την αχαριστία, για έναν άνθρωπο που επί των ημερών του μεγάλωσε η Ελλάδα.
Όμως μια προσεκτικότερη ανάλυση του κλίματος της εποχής θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η εκλογική νίκη του Τρικούπη ήταν το λογικότερο αποτέλεσμα των όσων είχαν προηγηθεί εκείνων των εκλογών. Λίγοι ήταν εκείνοι που αμφισβήτησαν το ήθος και την εντιμότητα του Κουμουνδούρου (ούτε ο ίδιος ο Τρικούπης) και λίγοι ήταν εκείνοι που αμφισβήτησαν τις προσπάθειες που είχε καταβάλλει (μέσα στο πλαίσιο της εποχής του) για την ουσιαστικότερη ισχυροποίηση της χώρας. Όμως ήταν αρκετοί εκείνοι που θεωρούσαν ότι ο Κουμουνδούρος δεν στερείτο ευθυνών, αφού ουδόλως είχε προετοιμάσει την κοινή γνώμη για το ενδεχόμενο υποχωρήσεων. Αντιθέτως μάλιστα είχε ενισχύσει την έννοια της αντίστασης σε κάθε άδικη για τον ελληνισμό απόφαση. Χαρακτηριστικό είναι το σχόλιο του αξιωματικού του στρατού και μετέπειτα αρχηγού του στρατιωτικού επιτελείου Δαγκλή που ανέφερε:
«Πολλά και ποικίλα διαδίδονται περί της παραδοχής ή μη των προτάσεων των Δυνάμεων υπό της ελληνικής κυβερνήσεως. Η επικρατεστέρα ιδέα ην, ότι αδύνατον η Κυβέρνησις Κουμουνδούρου , η τόσον αρειμανία φανείσα κατά τας επαγγελίας και τους εξοπλισμούς , να υποχωρήσει , αλλά ότι θέλει προτιμήσει τον πόλεμον μάλλον ή την εγκατάλειψιν πάλιν υπό τον τουρκικόν ζυγόν των Ιωαννίνων, της Πρεβέζης , του Μετσόβου και τόσων άλλων ηπειρωτικών χωρών αίτινες είχον επιδικασθεί τη Ελλάδι υπό της εν Βερολίνω συνδιασκέψεως . Ανεμένετο επομένως πυρετωδώς η απάντησις της Κυβερνήσεως . Αύτη δεν εβράδυνε να αναφανή , τη δε εσπέρα της 31ης Μαρτίου εκυκλοφόρει εις όλας τας οδούς η περί αυτής περίληψις. Περιείχε την υποχώρησιν περικεκαλυμμένην δια διαφόρων περιστροφών και διφορούμενων φράσεων».
(Σπ. Μαρκεζίνη «Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδας» Τόμος Β`Σελ.153).
Κυρίως όμως στα μάτια πολλών Ελλήνων της εποχής η αντιπαράθεση των δύο πολιτικών απέκτησε χαρακτηριστικά μάχης του παλιού με το νέο, γεγονός καθοριστικό για την εκλογική έκβαση…
Στην σύγκριση των δύο κόσμων από τη μία πλευρά της ζυγαριάς έμπαιναν νέα στοιχεία που έλειπαν έως τότε από την πολιτική ζωή, όπως η επιστημονική κατάρτιση και ο πολιτικός ρεαλισμός που όχι μόνο δεν αντιτίθετο στη κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής ,αλλά που αντίθετα στόχευε στην πραγματοποίηση της, μέσα όμως από την δημιουργία πρώτα μιας ευνομούμενης πολιτείας και την δημιουργία στέρεων θεμελίων.
Αντίθετα στην άλλη πλευρά χρεωνόταν η καθυστέρηση δημιουργίας σύγχρονου κράτους και η κυριαρχία νοσηρών καταστάσεων που παρά τις υποσχέσεις και τα βαρύγδουπα λόγια ρίζωναν όλο και περισσότερο…
Μάλιστα όταν ο Κουμουνδούρος τόνιζε στη βουλή ότι δεν μπορούσα να μην δεχτώ αυτά που μου έδιναν είχε δίκιο, όμως ακόμη και με αυτή του τη φράση τόνιζε (άθελα του) ακόμη περισσότερο την αδυναμία της ίδιας του της χώρας που περίμενε από τις ελεημοσύνες και τις διεθνείς ευνοϊκές συγκυρίες να αποκομίσει ότι το θετικό…
Αντίθετα η κριτική της άλλης πλευράς δεν στόχευε μόνο στο να καταδείξει τους πιθανούς λανθασμένους χειρισμούς του αντιπάλου της, αλλά κυρίως να επισημάνει ότι πρέπει να πάψουμε να τα περιμένουμε όλα από τους άλλους, βασιζόμενοι επιτέλους και στις δικές μας δυνάμεις, ώστε να βρίσκουμε ευκολότερα το δίκιο μας. Έτσι σε μια εποχή που ο εθνικισμός ήταν κυρίαρχη ιδεολογία, η στρατιωτική και πολιτική καχεξία δημιουργούσαν πολύ αρνητικά συναισθήματα που σε μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος βρήκαν διέξοδο όταν εμφανίστηκαν εκείνες οι δυνάμεις που έδειχναν ικανές να τα αντιμετωπίσουν…
Για το λόγο αυτό η εκλογική κυριαρχία του Τρικούπη και του Νεωτερικού του κόμματος , δεν αφορούσε μόνο την συγκεκριμένη εκλογική βραδιά αλλά ουσιαστικά την επόμενη 15ετία…
Επίλογος
Η ενσωμάτωση των νέων εδαφών στον εθνικό κορμό ήταν ένα αναμφισβήτητα θετικό γεγονός που καθιστούσε ισχυρότερο το κράτος αφού συν τοις άλλοις οι νέες περιοχές θεωρούνταν εύφορες.
Επίσης το διπλωματικό παρασκήνιο που υπήρξε όλο αυτό το διάστημα και οι παρ’ ολίγο καταστροφικές για τον ελληνισμό αποφάσεις του, έκανε σημαντικό μέρος των πολιτών να συνειδητοποιήσει ότι αν υπήρχε μια ελπίδα να υλοποιηθούν οι εθνικοί στόχοι θα έπρεπε να παραμεριστούν τα μεγαλεπήβολα οράματα από ρεαλιστικές προτάσεις, στόχος των οποίων έπρεπε να είναι ο εκσυγχρονισμός κράτους, θεσμών και στρατού.
Το ζήτημα αυτό αποκτούσε μεγαλύτερη σημασία για τις επιδιώξεις του ελληνισμού, αφού τον βαλκανικό χώρο δεν τον εποφθαλμιούσαν ποια μόνο οι παραδοσιακές δυνάμεις αλλά πλέον και οι ίδιες οι βαλκανικές εθνότητες που χειραφετούνταν με αργούς αλλά σταθερούς ρυθμούς. Μετά το 1878 ήταν πλέον σαφές ότι μεταξύ των βαλκανικών χωρών θα αναπτυσσόταν ένας ανταγωνισμός κύριο έπαθλο του οποίου θα ήταν η Μακεδονία.
Το γεγονός αυτό καθιστά αναγκαία την ύπαρξη κριτικής των λαθών που ακολουθήθηκαν από ελληνικής πλευράς η αποφυγή των οποίων πιθανόν να είχε αποφέρει περισσότερα εδαφικά οφέλη στο μέλλον.
Πρώτο σημαντικό διπλωματικό λάθος ήταν η ατολμία της οικουμενικής κυβέρνησης να κηρύξει τον πόλεμο στην Οθωμανική αυτοκρατορία στα τέλη του 1877. Παρότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ρωσικές επιδιώξεις ήταν αντίθετες των ελληνικών συμφερόντων και ότι σε περίπτωση πολέμου υπήρχε ο κίνδυνος υποχώρησης του στρατεύματος, εντούτοις οι προσωπικές εκκλήσεις του Τσάρου προς τον Έλληνα Βασιλιά ήταν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για την Ελλάδα. Ακόμη και αν η Ελλάδα ηττάτο ο πόλεμος δεν θα κρινόταν στα ελληνικά σύνορα, αλλά από την ικανότητα του ρωσικού στρατού να σπάσει την τουρκική άμυνα στα ορεινά περάσματα του Αίμου. Επομένως ο νικητής των μαχών εκείνων (που στο τέλος του 1877 φαινόταν ξεκάθαρα πλέον ότι θα είναι η Ρωσία) θα επέβαλλε και τους όρους του. Η έγκαιρη ελληνική αντίδραση θα δημιουργούσε ηθική υποχρέωση στη Ρωσία να δώσει τα εδάφη που ήταν έξω από το βεληνεκές της , δηλαδή την Θεσσαλία , την Ήπειρο και πιθανόν την Κρήτη.
Παράλληλα ήταν σίγουρο ότι σε κάθε περίπτωση θα υπήρχαν ισχυρές αντιδράσεις των άλλων δυνάμεων που θα προσπαθούσαν να ακυρώσουν τις όποιες ρωσικές υπερβολές.
Έτσι η ελληνική εμπλοκή ενώ θα μπορούσε να ελπίζει σε άμεσα οφέλη, μπορούσε παράλληλα να προσδοκά και σε μια πετυχημένη αντίδραση των άλλων δυνάμεων που θα της άφηνε ανοικτή την πόρτα για περαιτέρω οφέλη στο μέλλον. Σε αντίθεση όμως με την Σερβία που μπήκε έγκαιρα στον πόλεμο και ανταμείφθηκε οι Έλληνες πολιτικοί ηγέτες ανίκανοι να παρακολουθήσουν τις πολιτικές εξελίξεις δεν μπορούσαν να καταλήξουν σε συμφωνία , με αποτέλεσμα μια καταστροφική αδράνεια και ουδετερότητα. Πλέον για την ρωσική πολιτική ηγεσία ήταν ζήτημα τιμής το «Περί Ελλάδος ουδέν».
Σε εκείνο το σημείο σημειώνεται το δεύτερο σημαντικό σφάλμα της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας. Έχοντας προκαλέσει την μήνι της μιας ισχυρής δύναμης και αντιμετωπίζοντας πιθανό ολοκληρωτικό αφανισμό των επιδιώξεων της, η Ελλάδα όφειλε ή να προσπαθήσει να σπάσει τον πάγο με αυτήν ή να επιδιώξει να προσκολληθεί άμεσα και αποφασιστικά στην άλλη πλευρά, βάζοντας παράλληλα στο τραπέζι και τα διπλωματικά της ατού.
Αυτό το αντιλήφθηκε έγκαιρα ο Χαρίλαος Τρικούπης όχι όμως και η πλειοψηφία των συνάδελφων του. Αποτέλεσμα μια άτονη και συμβιβαστική ελληνική παρουσία στο συνέδριο του Βερολίνου που συν τοις άλλοις δυσκολευόταν να παρακολουθήσει και το διεθνές πολιτικό παιχνίδι. Το γεγονός αυτό αποκτά δραματική σημασία γιατί οι διπλωματικές συγκυρίες έφεραν την Ελλάδα μια ανάσα από την υλοποίηση των στόχων της που ήταν η ενσωμάτωση ολόκληρης της Θεσσαλίας και της Ηπείρου.
Σε εκείνο το κρίσιμο σημείο, χρειαζόταν οξύτητα αντίληψης και εμπειρία που θα έπρεπε να αξιοποιήσει όλα τα διπλωματικά ατού της χώρας και να εξαντλήσει κάθε δυνατή πιθανότητα πραγματοποίησης των στόχων που όμως δεν υπήρξε… Η αξία της περαιτέρω εδαφικής και πληθυσμιακής αύξησης δεν θα ήταν μόνο αριθμητική αλλά ακόμα ποιο σημαντική ποιοτικά.
Η Ελλάδα όχι μόνο θα ήταν λίγο μεγαλύτερο και ισχυρότερο κράτος, αλλά θα ξεκινούσε από πολύ ευνοϊκότερη θέση τη μάχη για την ενσωμάτωση (κυρίως) της Μακεδονίας στον εθνικό κορμό.
Το κατά πόσο το γεγονός αυτό θα είχε βοηθήσει την χώρα δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα αφού η ιστορία δεν γράφεται με αν και εφόσον.
Παρόλα αυτά είναι δεδομένο ότι μια ελληνική Ήπειρος θα έδινε μεγάλα στρατηγικά οφέλη για τη χώρα. Όταν ξεκίνησαν οι βαλκανικοί πόλεμοι η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη να περάσει από ένα ουσιαστικά πέρασμα, αυτό του Σαρανταπόρου.
Αν η Οθωμανική αντίσταση ήταν ισχυρότερη είναι σχεδόν βέβαιο ότι η προέλαση του ελληνικού στρατού θα ήταν σαφώς δυσχερέστερη. Με την Ήπειρο ελληνική, ο στρατός όχι μόνο θα είχε δεύτερη δίοδο προς την Μακεδονία, αλλά θα μπορούσε να περικυκλώσει τον τουρκικό στρατό των θεσσαλικών συνόρων.
Το γεγονός αυτό είναι πολύ πιθανό να ανάγκαζε την τουρκική άμυνα να μετακινηθεί ποιο πίσω, με την πιθανότητα να μην αμυνόταν καν στο Σαραντάπορο (αν δεν ήταν ελληνικό) και ο ελληνικός στρατός να προωθείτο ακόμη ποιο γρήγορα στη Μακεδονία, έχοντας σημαντική πιθανότητα να ικανοποιήσει σε μεγαλύτερο βαθμό τους εθνικούς πόθους… WWW.ELZONI.GR
No comments:
Post a Comment