Η πραγματική υποτίμηση
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Εδώ και καιρό συσσωρεύονται τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν το μέγεθος της εσωτερικής υποτίμησης που βιώνει η ελληνική οικονομία και κοινωνία. Από το 2010 το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν μειώθηκε κατά 23% ενώ ο αριθμός των απασχολουμένων κατά 20%, με την ανεργία να φθάνει στο 27,3% το 2013. Η ετήσια έκθεση για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση, που έδωσε στη δημοσιότητα χθες η ΓΣΕΕ, βρίθει αριθμών και ποσοστών, αλλά η έκθεση δεν μπορεί να ανιχνεύσει την πραγματική υποτίμηση – αυτή που αφορά τους ανθρώπους και την επαγγελματική αξία τους.
Δεν μετριέται σε αριθμούς η συντριβή του εργαζομένου που ξαφνικά βρίσκεται εκτός του πλαισίου της εργασίας του, ούτε ο φόβος του νέου που δεν μπορεί να ελπίζει σε μια δουλειά με κάποια σταθερότητα. Γνωρίζουμε από δικούς μας ανθρώπους, αν δεν το ζούμε οι ίδιοι, τι σημαίνει να πρέπει να αναπροσδιορίσει κανείς την ταυτότητά του επειδή βρέθηκε εκτός εργασίας ή επειδή ο κλάδος που τον απασχολούσε δεν προσφέρει ευκαιρίες. Ο εργαζόμενος βρίσκεται σε μια ιεραρχία, με σαφή όρια, ευθύνες και υποχρεώσεις. Η αίσθηση του εαυτού του και η κοινωνική του θέση ορίζονται από τη σχέση με τη δουλειά του. Οσο καθυστερεί η ανάπτυξη, όποιος οδηγείται ξαφνικά στην απραξία δεν αντιμετωπίζει μόνο την απώλεια της εργασίας αλλά και τον φόβο του αγνώστου – δεν γνωρίζει ούτε πότε θα βρει δουλειά ούτε σε ποιον τομέα. Ολόκληροι κλάδοι, αμέτρητες επιχειρήσεις, δεν θα επανακάμψουν· πολλοί εργαζόμενοι θα πρέπει να βρουν άλλο αντικείμενο εργασίας. Από το 2010 έως το 2013, ο αριθμός των απασχολουμένων μειώθηκε κατά 930.000 άτομα, αριθμός που αγγίζει σχεδόν κάθε οικογένεια.
Η κρίση και η παρατεταμένη ύφεση οδήγησαν όχι μόνο στην αύξηση της ανεργίας, αλλά στην εξίσου ολέθρια υποτίμηση των επαγγελματικών αξιών. Σύμφωνα με την έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, «στη διάρκεια των ετών 2010-2013, σε τρέχουσες τιμές, οι αποδοχές εργασίας μισθωτών και αυτοαπασχολουμένων μειώθηκαν κατά 41 δισ. ευρώ». Εργαζόμενοι, δηλαδή, πληρώνονται λιγότερο για την εργασία τους, ενώ, λόγω απολύσεων, συχνά έχουν περισσότερη δουλειά να διεκπεραιώσουν. Αλλοι, πάλι, αναγκάζονται να απασχολούνται σε θέσεις κατώτερες των ικανοτήτων τους ή να μεταναστεύουν. Σε κάθε περίπτωση, η επένδυση σε σπουδές και σε εργασιακή πείρα εξανεμίζεται από την ελληνική οικονομία.
Από την άλλη, πολλοί εργοδότες κάνουν ό,τι μπορούν για να σώσουν τις επιχειρήσεις τους, μειώνοντας το κόστος αλλά και την ποιότητα. Υποτιμώντας την αξία των εργαζομένων και των προϊόντων, ανοίγουν τον δρόμο για επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται τους ανέργους (με χαμηλότατους μισθούς και συχνά χωρίς κοινωνική ασφάλιση) παράγοντας φθηνά προϊόντα. Στο τέλος, αυτές οι νέες επιχειρήσεις θα αποκλείσουν τις καλύτερες εταιρείες από την αγορά – άλλη μία υποτίμηση κι αυτή.
Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Η έκθεση της ΓΣΕΕ λέει ότι η ανάπτυξη και η απασχόληση μπορούν να εκτονωθούν εάν «μειωθούν οι τιμές των εγχώριων προϊόντων, αυξηθούν οι μισθοί και εάν σε μακροχρόνια διάρκεια βελτιωθεί η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα μέσω ενός επενδυτικού προγράμματος τεχνολογικής και παραγωγικής ανασυγκρότησης». Ουδείς διαφωνεί. Αλλά έως την ώρα που θα αποδώσουν εθνικά και ευρωπαϊκά προγράμματα, ο καθένας πρέπει να κρατήσει ζωντανή την αίσθηση της αξίας του.
Δεν μετριέται σε αριθμούς η συντριβή του εργαζομένου που ξαφνικά βρίσκεται εκτός του πλαισίου της εργασίας του, ούτε ο φόβος του νέου που δεν μπορεί να ελπίζει σε μια δουλειά με κάποια σταθερότητα. Γνωρίζουμε από δικούς μας ανθρώπους, αν δεν το ζούμε οι ίδιοι, τι σημαίνει να πρέπει να αναπροσδιορίσει κανείς την ταυτότητά του επειδή βρέθηκε εκτός εργασίας ή επειδή ο κλάδος που τον απασχολούσε δεν προσφέρει ευκαιρίες. Ο εργαζόμενος βρίσκεται σε μια ιεραρχία, με σαφή όρια, ευθύνες και υποχρεώσεις. Η αίσθηση του εαυτού του και η κοινωνική του θέση ορίζονται από τη σχέση με τη δουλειά του. Οσο καθυστερεί η ανάπτυξη, όποιος οδηγείται ξαφνικά στην απραξία δεν αντιμετωπίζει μόνο την απώλεια της εργασίας αλλά και τον φόβο του αγνώστου – δεν γνωρίζει ούτε πότε θα βρει δουλειά ούτε σε ποιον τομέα. Ολόκληροι κλάδοι, αμέτρητες επιχειρήσεις, δεν θα επανακάμψουν· πολλοί εργαζόμενοι θα πρέπει να βρουν άλλο αντικείμενο εργασίας. Από το 2010 έως το 2013, ο αριθμός των απασχολουμένων μειώθηκε κατά 930.000 άτομα, αριθμός που αγγίζει σχεδόν κάθε οικογένεια.
Η κρίση και η παρατεταμένη ύφεση οδήγησαν όχι μόνο στην αύξηση της ανεργίας, αλλά στην εξίσου ολέθρια υποτίμηση των επαγγελματικών αξιών. Σύμφωνα με την έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, «στη διάρκεια των ετών 2010-2013, σε τρέχουσες τιμές, οι αποδοχές εργασίας μισθωτών και αυτοαπασχολουμένων μειώθηκαν κατά 41 δισ. ευρώ». Εργαζόμενοι, δηλαδή, πληρώνονται λιγότερο για την εργασία τους, ενώ, λόγω απολύσεων, συχνά έχουν περισσότερη δουλειά να διεκπεραιώσουν. Αλλοι, πάλι, αναγκάζονται να απασχολούνται σε θέσεις κατώτερες των ικανοτήτων τους ή να μεταναστεύουν. Σε κάθε περίπτωση, η επένδυση σε σπουδές και σε εργασιακή πείρα εξανεμίζεται από την ελληνική οικονομία.
Από την άλλη, πολλοί εργοδότες κάνουν ό,τι μπορούν για να σώσουν τις επιχειρήσεις τους, μειώνοντας το κόστος αλλά και την ποιότητα. Υποτιμώντας την αξία των εργαζομένων και των προϊόντων, ανοίγουν τον δρόμο για επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται τους ανέργους (με χαμηλότατους μισθούς και συχνά χωρίς κοινωνική ασφάλιση) παράγοντας φθηνά προϊόντα. Στο τέλος, αυτές οι νέες επιχειρήσεις θα αποκλείσουν τις καλύτερες εταιρείες από την αγορά – άλλη μία υποτίμηση κι αυτή.
Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Η έκθεση της ΓΣΕΕ λέει ότι η ανάπτυξη και η απασχόληση μπορούν να εκτονωθούν εάν «μειωθούν οι τιμές των εγχώριων προϊόντων, αυξηθούν οι μισθοί και εάν σε μακροχρόνια διάρκεια βελτιωθεί η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα μέσω ενός επενδυτικού προγράμματος τεχνολογικής και παραγωγικής ανασυγκρότησης». Ουδείς διαφωνεί. Αλλά έως την ώρα που θα αποδώσουν εθνικά και ευρωπαϊκά προγράμματα, ο καθένας πρέπει να κρατήσει ζωντανή την αίσθηση της αξίας του.
No comments:
Post a Comment