Ο Λασκαράτος σαν συλλογέας δημοτικών τραγουδιών
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Με αφορμή την ανακάλυψη τρεχούμενου νερού στον Αρη, θυμήθηκα εδώ, πριν από δύο Κυριακές, το «Ταξίδι στον πλανήτην Δία» του Ανδρέα Λασκαράτου. Ενα σύντομο διήγημα φαντασίας (θρησκευτικής, όχι επιστημονικής), που αποτέλεσε καλή ευκαιρία για τον ανυποχώρητο πολέμιο πάσης δεισιδαιμονίας να καταχερίσει ξανά τους θρησκόληπτους. Το διαπλανητικό «Ταξίδι» είναι ένα από τα μικρά αφηγήματα του βιβλίου «Ηθη, έθιμα και δοξασίες της Κεφαλονιάς», που εκδόθηκε το 1924, μεταθανάτια. «Μωσαϊκόν, πότε πολιτικού χαρακτήρος, πότε θρησκευτικού και πότε άλλο» το χαρακτηρίζει ο συγγραφέας. «Εμασα», λέει, «κάθε φορά πολύχρωμα ηθικολογικά κομμάτια σπαρμένα εδώ κι εκεί στην κοινωνία, τα έπλεξα και τα έραψα αντάμα και έκαμα ένα φιλολογικό τάπητα».
Το ρήμα «έμασα» μας οδηγεί σε ένα άλλο μεταθανάτιο δώρο του Λασκαράτου στα ελληνικά γράμματα, ιδιαίτερα σε όσους ασχολούνται με τη δημοτική ποίηση: στη χειρόγραφη, ανέκδοτη μέχρι τώρα συλλογή του με δημοτικά τραγούδια, ορισμένα από τα οποία δεν έχουν δει πουθενά αλλού, όσο ξέρω, το φως της δημοσιότητας. Τίτλος της: «Δημοτικά τραγούδια εθνικά μαζευμένα από τους τραγουδιστάδες». Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Κεφαλονίτης συγγραφέας τηρεί –και μάλιστα τόσο πρώιμα– την υποχρέωση κάθε συλλογέα παραδοσιακού υλικού: το αντλεί από την πηγή του, όχι διαμεσολαβημένο, αποφεύγοντας έτσι τις πιθανές αβαρίες κατά τη διαμεσολάβηση. Κάτω από τον τίτλο, ο χρονοτοπικός δείκτης: «Εις το Ληξούρι (Κεφαλληνία - Επαρχία Πάλλης), τους 1842». Το χειρόγραφο δείχνει άνθρωπο λόγιο, γλωσσομαθή και λογοτεχνικά ενήμερο, ικανό να συσχετίζει δημιουργήματα της ελληνικής και της ξένης λογοτεχνίας.
Η συλλογή αποτελείται από 23 μεγάλα φύλλα διπλωμένα και ραμμένα στη ράχη, και από άλλα έξι ελάχιστα μικρότερα στην κορυφή, ψαλιδισμένα, που εντίθενται στο αρχικό σώμα, σαν βιβλιαράκι μέσα σε βιβλίο· το συμπληρωματικό μέρος φέρει τη χρονολογία «Κορφοί, Γενάρης 1844» (όπου Κορφοί η Κέρκυρα). Στις 58 εν όλω σελίδες καταγράφονται περί τα 250 τετράστιχα (έτσι τα χαρακτηρίζει ο Λασκαράτος, αν και τα περισσότερα είναι τυπικά ζεύγη δεκαπεντασύλλαβων στίχων), ταξινομημένα σε ερωτικά, σατιρικά και αστεία, και είκοσι δίστιχα τσακίσματα. Τα τσακίσματα αποτελούν καίριο γνώρισμα της δημοτικής ποίησης, αδιαίρετης από το τραγούδισμά της, και δίκαια απέσπασαν το αποθησαυριστικό ενδιαφέρον του συλλογέα. Καταγράφεται επίσης μια παραλλαγή της πολύστιχης «Κουμπάρας που έγινε νύφη».
Πουθενά στη χειρόγραφη συλλογή δεν αναγράφεται το όνομα του δημιουργού της. Η μεθοδική αρχειακή έρευνα του Γιάννη Παπακώστα, ομότιμου καθηγητή της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απέδειξε ότι συντάκτης της υπήρξε ο Λασκαράτος. Πριν η συλλογή φτάσει στα χέρια του Παπακώστα –ως μελετητή του 19ου αιώνα– είναι πιθανό να είχε περιέλθει στην κατοχή του σπουδαίου Γάλλου ελληνιστή Υμπέρ Περνό, εκδότη της «Αυτοβιογραφίας» του Λασκαράτου (ας μνημονευτεί εδώ η αλληλογραφία του Ληξιουριώτη και με τον άλλο μεγάλο Γάλλο ελληνιστή, τον Εμίλ Λεγκράν). Γνωρίζοντας το πάθος μου για τη δημοτική ποίηση, ο φίλος Γιάννης Παπακώστας, που με πληροφόρησε και για όσα λασκαράτεια ή σχετικά με τον Λασκαράτο περιέχει το Αρχείο Λεγκράν που μελετά, μού εμπιστεύτηκε το χειρόγραφο. Το μετέγραψα λοιπόν στον υπολογιστή, βήμα πρώτο στην έκδοση που από κοινού σχεδιάζουμε. Οσες απορίες προκάλεσε η σποραδικώς δυσανάγνωστη γραφή λύθηκαν και με την προσφυγή σε λεξικά του κεφαλονίτικου ιδιώματος. Η αυτοψία και η σύγκριση από τον Παπακώστα της ιδιόγραφης συλλογής με χειρόγραφα που ανήκουν διαπιστωμένα στον Λασκαράτο, επιβεβαίωσε την πατρότητα του έργου. Επιπλέον τεκμήριο: 26 τραγούδια της συλλογής δημοσιεύτηκαν από τον Λασκαράτο, στις 22.6.1861, στην «οικογενειακή εφημερίδα» που εξέδιδε, τον «Λύχνο». «Τα έμασα», γράφει, «στο Ληξούρι, στην Πάτρα, το Μισολόγγι, στα Αθήνας, στη Σύρα και στα Χανιά της Κρήτης» – αν και η εξέτασή τους δείχνει ότι τα είχε συγκεντρώσει στο Ληξούρι.
Το 1842, τη χρoνιά που ο Λασκαράτος περνάει στο αυτοσχέδιο τετράδιό του τα τραγούδια της σοδειάς του (τα άκουγε υποθέτω σε γιορτές και από παρέες γλεντοκόπων), ο Νικολό Τομαζέο, ο εξελληνισθείς Θωμαδαίος, εκδίδει στη Βενετία τη δική του συλλογή με ελληνικά (αλλά και τοσκάνικα και ιλλυρικά) δημοτικά τραγούδια. Δύο δεκαετίες νωρίτερα, το 1824-1825, ο Κλωντ Φωριέλ είχε εκδώσει στο Παρίσι τα «Ελληνικά δημοτικά τραγούδια», αντίτυπο των οποίων διέθεταν ελάχιστοι Ελληνες, ανάμεσά τους και ο Σολωμός. Και του νέου ελληνισμού η μελέτη λοιπόν οφείλει πολλά σε ξένους μελετητές, όχι μόνο του αρχαίου.
Τομαζέο και Λασκαράτος συνδέονται με τον Σολωμό. Ο Δαλματός λόγιος είχε αμέριστη τη συνδρομή του ποιητή στην εκπόνηση της συλλογής του. Από την πλευρά του ο Κεφαλονίτης, νέος ακόμα, καλότυχε να θητεύσει και στους δύο μεγάλους Ζακύνθιους, τον Ανδρέα Κάλβο (άκουσε μαθήματα αισθητικής από αυτόν) και τον Σολωμό, στο πλαίσιο της γνωριμίας τους. Οταν ζούσε στην Κέρκυρα ο Λασκαράτος γνώρισε τον «ποιητή Κόντε Σολωμό». Θυμάται: «Επήγαινα συχνά εις το σπίτι του και του εδιάβαζα τες μικρές μου συνθέσεις, που είχε την καλοσύνη να ακούει και να κάμνει πάντα χρήσιμες παρατηρήσεις».
Λάτρης των δημοτικών ο Σολωμός, παρακινούσε φίλους και μαθητές του να καταπιαστούν με τη συλλογή και τη μελέτη τους. Και βρήκε ανταπόκριση. Πρώτα πρώτα στον Γεώργιο Ιακωβάτο Τυπάλδο, επίσης από το Ληξούρι. Πιθανό είναι να συγκίνησε και τον Λασκαράτο η σολωμική προτροπή, άλλωστε ο κύκλος του Σολωμού προξένησε το ενδιαφέρον του για τον «Ερωτόκριτο» – εξ ου και το ταξίδι του στην Κρήτη. Η επιμέλεια πάντως με την οποία συντάσσει τη συλλογή του και τα ευαίσθητα σχόλια που συνοδεύουν πολλά τετράστιχα φανερώνουν πως η αγάπη του για τη δημοτική ποίηση ούτε επιπόλαιη ή δανεική ήταν ούτε περαστική. Για να ψέξει ό,τι εχθρευόταν, ταξίδεψε στον Δία. Για να συλλέξει ό,τι αγαπούσε, ταξίδεψε σε όλη την τότε Ελλάδα. Πράγμα πολύ πιο δύσκολο. Και το δυσκόλευε ακόμα περισσότερο η συνάντησή του με λογίους που «δεν εκαταδεχόντανε να μιλήσουν τη ζωντανή και κοινή στο Εθνος γλώσσα».
Ενα μόνο από τα τετράστιχα της Συλλογής Λασκαράτου, όπου το σώμα της αγαπημένης κρίνεται άξιο να αναστήσει και τα ξύλα: «Θαυμάζομαι την κλίνη σου / πώς δεν ανθούν τα ξύλα, / να κάμουν άνθη και καρπούς / και μυρισμένα φύλλα». Και τμήμα τού σχολίου: «Ποιητικότατον το σχήμα τούτο! Η ιδέα είναι τρυφερότατη. […] Εκείνα τα μυρισμένα φύλλα έχουν κάτι το μαγικόν». Οντως.
Το ρήμα «έμασα» μας οδηγεί σε ένα άλλο μεταθανάτιο δώρο του Λασκαράτου στα ελληνικά γράμματα, ιδιαίτερα σε όσους ασχολούνται με τη δημοτική ποίηση: στη χειρόγραφη, ανέκδοτη μέχρι τώρα συλλογή του με δημοτικά τραγούδια, ορισμένα από τα οποία δεν έχουν δει πουθενά αλλού, όσο ξέρω, το φως της δημοσιότητας. Τίτλος της: «Δημοτικά τραγούδια εθνικά μαζευμένα από τους τραγουδιστάδες». Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Κεφαλονίτης συγγραφέας τηρεί –και μάλιστα τόσο πρώιμα– την υποχρέωση κάθε συλλογέα παραδοσιακού υλικού: το αντλεί από την πηγή του, όχι διαμεσολαβημένο, αποφεύγοντας έτσι τις πιθανές αβαρίες κατά τη διαμεσολάβηση. Κάτω από τον τίτλο, ο χρονοτοπικός δείκτης: «Εις το Ληξούρι (Κεφαλληνία - Επαρχία Πάλλης), τους 1842». Το χειρόγραφο δείχνει άνθρωπο λόγιο, γλωσσομαθή και λογοτεχνικά ενήμερο, ικανό να συσχετίζει δημιουργήματα της ελληνικής και της ξένης λογοτεχνίας.
Η συλλογή αποτελείται από 23 μεγάλα φύλλα διπλωμένα και ραμμένα στη ράχη, και από άλλα έξι ελάχιστα μικρότερα στην κορυφή, ψαλιδισμένα, που εντίθενται στο αρχικό σώμα, σαν βιβλιαράκι μέσα σε βιβλίο· το συμπληρωματικό μέρος φέρει τη χρονολογία «Κορφοί, Γενάρης 1844» (όπου Κορφοί η Κέρκυρα). Στις 58 εν όλω σελίδες καταγράφονται περί τα 250 τετράστιχα (έτσι τα χαρακτηρίζει ο Λασκαράτος, αν και τα περισσότερα είναι τυπικά ζεύγη δεκαπεντασύλλαβων στίχων), ταξινομημένα σε ερωτικά, σατιρικά και αστεία, και είκοσι δίστιχα τσακίσματα. Τα τσακίσματα αποτελούν καίριο γνώρισμα της δημοτικής ποίησης, αδιαίρετης από το τραγούδισμά της, και δίκαια απέσπασαν το αποθησαυριστικό ενδιαφέρον του συλλογέα. Καταγράφεται επίσης μια παραλλαγή της πολύστιχης «Κουμπάρας που έγινε νύφη».
Πουθενά στη χειρόγραφη συλλογή δεν αναγράφεται το όνομα του δημιουργού της. Η μεθοδική αρχειακή έρευνα του Γιάννη Παπακώστα, ομότιμου καθηγητή της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απέδειξε ότι συντάκτης της υπήρξε ο Λασκαράτος. Πριν η συλλογή φτάσει στα χέρια του Παπακώστα –ως μελετητή του 19ου αιώνα– είναι πιθανό να είχε περιέλθει στην κατοχή του σπουδαίου Γάλλου ελληνιστή Υμπέρ Περνό, εκδότη της «Αυτοβιογραφίας» του Λασκαράτου (ας μνημονευτεί εδώ η αλληλογραφία του Ληξιουριώτη και με τον άλλο μεγάλο Γάλλο ελληνιστή, τον Εμίλ Λεγκράν). Γνωρίζοντας το πάθος μου για τη δημοτική ποίηση, ο φίλος Γιάννης Παπακώστας, που με πληροφόρησε και για όσα λασκαράτεια ή σχετικά με τον Λασκαράτο περιέχει το Αρχείο Λεγκράν που μελετά, μού εμπιστεύτηκε το χειρόγραφο. Το μετέγραψα λοιπόν στον υπολογιστή, βήμα πρώτο στην έκδοση που από κοινού σχεδιάζουμε. Οσες απορίες προκάλεσε η σποραδικώς δυσανάγνωστη γραφή λύθηκαν και με την προσφυγή σε λεξικά του κεφαλονίτικου ιδιώματος. Η αυτοψία και η σύγκριση από τον Παπακώστα της ιδιόγραφης συλλογής με χειρόγραφα που ανήκουν διαπιστωμένα στον Λασκαράτο, επιβεβαίωσε την πατρότητα του έργου. Επιπλέον τεκμήριο: 26 τραγούδια της συλλογής δημοσιεύτηκαν από τον Λασκαράτο, στις 22.6.1861, στην «οικογενειακή εφημερίδα» που εξέδιδε, τον «Λύχνο». «Τα έμασα», γράφει, «στο Ληξούρι, στην Πάτρα, το Μισολόγγι, στα Αθήνας, στη Σύρα και στα Χανιά της Κρήτης» – αν και η εξέτασή τους δείχνει ότι τα είχε συγκεντρώσει στο Ληξούρι.
Το 1842, τη χρoνιά που ο Λασκαράτος περνάει στο αυτοσχέδιο τετράδιό του τα τραγούδια της σοδειάς του (τα άκουγε υποθέτω σε γιορτές και από παρέες γλεντοκόπων), ο Νικολό Τομαζέο, ο εξελληνισθείς Θωμαδαίος, εκδίδει στη Βενετία τη δική του συλλογή με ελληνικά (αλλά και τοσκάνικα και ιλλυρικά) δημοτικά τραγούδια. Δύο δεκαετίες νωρίτερα, το 1824-1825, ο Κλωντ Φωριέλ είχε εκδώσει στο Παρίσι τα «Ελληνικά δημοτικά τραγούδια», αντίτυπο των οποίων διέθεταν ελάχιστοι Ελληνες, ανάμεσά τους και ο Σολωμός. Και του νέου ελληνισμού η μελέτη λοιπόν οφείλει πολλά σε ξένους μελετητές, όχι μόνο του αρχαίου.
Τομαζέο και Λασκαράτος συνδέονται με τον Σολωμό. Ο Δαλματός λόγιος είχε αμέριστη τη συνδρομή του ποιητή στην εκπόνηση της συλλογής του. Από την πλευρά του ο Κεφαλονίτης, νέος ακόμα, καλότυχε να θητεύσει και στους δύο μεγάλους Ζακύνθιους, τον Ανδρέα Κάλβο (άκουσε μαθήματα αισθητικής από αυτόν) και τον Σολωμό, στο πλαίσιο της γνωριμίας τους. Οταν ζούσε στην Κέρκυρα ο Λασκαράτος γνώρισε τον «ποιητή Κόντε Σολωμό». Θυμάται: «Επήγαινα συχνά εις το σπίτι του και του εδιάβαζα τες μικρές μου συνθέσεις, που είχε την καλοσύνη να ακούει και να κάμνει πάντα χρήσιμες παρατηρήσεις».
Λάτρης των δημοτικών ο Σολωμός, παρακινούσε φίλους και μαθητές του να καταπιαστούν με τη συλλογή και τη μελέτη τους. Και βρήκε ανταπόκριση. Πρώτα πρώτα στον Γεώργιο Ιακωβάτο Τυπάλδο, επίσης από το Ληξούρι. Πιθανό είναι να συγκίνησε και τον Λασκαράτο η σολωμική προτροπή, άλλωστε ο κύκλος του Σολωμού προξένησε το ενδιαφέρον του για τον «Ερωτόκριτο» – εξ ου και το ταξίδι του στην Κρήτη. Η επιμέλεια πάντως με την οποία συντάσσει τη συλλογή του και τα ευαίσθητα σχόλια που συνοδεύουν πολλά τετράστιχα φανερώνουν πως η αγάπη του για τη δημοτική ποίηση ούτε επιπόλαιη ή δανεική ήταν ούτε περαστική. Για να ψέξει ό,τι εχθρευόταν, ταξίδεψε στον Δία. Για να συλλέξει ό,τι αγαπούσε, ταξίδεψε σε όλη την τότε Ελλάδα. Πράγμα πολύ πιο δύσκολο. Και το δυσκόλευε ακόμα περισσότερο η συνάντησή του με λογίους που «δεν εκαταδεχόντανε να μιλήσουν τη ζωντανή και κοινή στο Εθνος γλώσσα».
Ενα μόνο από τα τετράστιχα της Συλλογής Λασκαράτου, όπου το σώμα της αγαπημένης κρίνεται άξιο να αναστήσει και τα ξύλα: «Θαυμάζομαι την κλίνη σου / πώς δεν ανθούν τα ξύλα, / να κάμουν άνθη και καρπούς / και μυρισμένα φύλλα». Και τμήμα τού σχολίου: «Ποιητικότατον το σχήμα τούτο! Η ιδέα είναι τρυφερότατη. […] Εκείνα τα μυρισμένα φύλλα έχουν κάτι το μαγικόν». Οντως.
No comments:
Post a Comment