Η γερμανική δικαίωση
ΣΙΣΣΥ ΑΛΩΝΙΣΤΙΩΤΟΥ
Πρόσφυγες από τη Συρία φωτογραφίζουν ο ένας τον άλλο ενώ περνούν τα σύνορα της Αυστρίας με τη Γερμανία.
Οταν στις 31 Αυγούστου 1990 υπογράφηκε η συνθήκη ενοποίησης των δύο Γερμανιών, Ανατολικής και Δυτικής, ένα σύντομο ανέκδοτο ξεκίνησε να κυκλοφορεί από τους ανά τον κόσμο «γερμανοφοβικούς»:
Αγαπάω τόσο τη Γερμανία που θέλω να υπάρχουν πάντοτε δύο.
Επειτα από δύο παγκόσμιους πολέμους, όπως και να το κάνουμε, μια σχετική ανησυχία ήταν δικαιολογημένη. Οι ίδιοι οι Γερμανοί, έχοντας πληρώσει υψηλό τίμημα για την ευθύνη των πολέμων, μάλλον δεν ανησυχούσαν ιδιαίτερα, τουλάχιστον όχι για το ίδιο ζήτημα. Αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου, θεσμοί, παιδεία κάθε βαθμίδας, πολιτικοί και ανεξάρτητες κινήσεις πολιτών είχαν εργαστεί συνειδητά για την εδραίωση μιας βαθιά δημοκρατικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας αλληλεγγύης και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είχαν εργαστεί όλοι σοβαρά για την υπεράσπιση του μέλλοντός τους. Μιλάμε φυσικά για τη Δυτική Γερμανία.
Επειτα από δύο παγκόσμιους πολέμους, όπως και να το κάνουμε, μια σχετική ανησυχία ήταν δικαιολογημένη. Οι ίδιοι οι Γερμανοί, έχοντας πληρώσει υψηλό τίμημα για την ευθύνη των πολέμων, μάλλον δεν ανησυχούσαν ιδιαίτερα, τουλάχιστον όχι για το ίδιο ζήτημα. Αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου, θεσμοί, παιδεία κάθε βαθμίδας, πολιτικοί και ανεξάρτητες κινήσεις πολιτών είχαν εργαστεί συνειδητά για την εδραίωση μιας βαθιά δημοκρατικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας αλληλεγγύης και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είχαν εργαστεί όλοι σοβαρά για την υπεράσπιση του μέλλοντός τους. Μιλάμε φυσικά για τη Δυτική Γερμανία.
Το πρόβλημα λοιπόν το 1990, δεν ήταν οι ίδιοι οι Γερμανοί αλλά η πρόσληψη της «γερμανικής ταυτότητας» από τον υπόλοιπο κόσμο. Η γενιά που είχε ζήσει τον Δεύτερο Πόλεμο, στην καλύτερη περίπτωση, ήταν εξαιρετικά επιφυλακτική απέναντι στις προθέσεις τους. Οι νεότερες γενιές των «συμμαχικών» χωρών είχαν μεγαλώσει με την ιστορία της απόλυτης ευθύνης των Γερμανών, ενώ «διασκέδαζαν» με κινηματογραφικές ταινίες όπου όλοι οι καλοί πολεμούσαν τους κακούς Γερμανούς απολαμβάνοντας την τελική τους ήττα. Οταν λέγαμε «πολεμική ταινία» εννοούσαμε πάντα «Σύμμαχοι εναντίον Γερμανών» και έτσι, σχετικά εύκολα, δημιουργήθηκε μια κλιμακούμενη, ως προς τον βαθμό γνώσης και πραγματικότητας, ενσάρκωση του κακού. Απέναντι στους Γερμανούς δημιουργήθηκαν αταβιστικές αντιδράσεις, περίπου σαν κι αυτές που προκαλούσε η εμφάνιση του Αρτέμη Μάτσα στις ελληνικές ταινίες, ο οποίος έπειτα από δυο-τρεις πανομοιότυπους ρόλους δεν χρειαζόταν να «παίξει»: το κοινό ήξερε ότι αυτός ήταν ο προδότης των Ελλήνων πατριωτών.
Την ίδια στιγμή οι Γερμανοί διδάσκονταν για την ευθύνη τους, ανέπτυσσαν τις ενοχές τους, αντιμετώπιζαν το παρελθόν με την προοπτική του μέλλοντος. Σχεδόν σε κάθε αντιγερμανική πολεμική ταινία αντιστοιχεί ένα γερμανικό αίτημα συγγνώμης. Λαϊκό και επίσημο. Τυπικό και ουσιαστικό. Τίποτα όμως, κανένα προσκύνημα Γερμανού ηγέτη στους τόπους των εβραϊκών μαρτυριών, καμιά δίκη της Νυρεμβέργης, καμιά θεσμική προστασία της δημοκρατίας και της ελευθερίας δεν μετακίνησε τη βαθιά επιφύλαξη, δεν αναγνωρίστηκε στη μαζική ψυχολογία ως ειλικρινής μεταμέλεια.
Κι έπειτα... ήρθαν οι πρόσφυγες. Τόσα χρόνια εσωτερικών γερμανικών υπαρξιακών ανασυγκροτήσεων, ενοχών, πράξεων μεταμέλειας βρίσκουν τη δικαίωσή τους στην επιθυμία της πλειονότητας των προσφύγων να ζήσουν στη Γερμανία. Οπως έγραψε και η «Κ», μία από τις αναζητήσεις των Σύρων που κυριαρχούν στην Google είναι «Μετανάστευση και άσυλο στη Γερμανία». Και η Γερμανία ανταποκρίνεται. Μέσα στο 2015 θα φιλοξενήσει 800.000 πρόσφυγες και μετανάστες, οργανώνει εξαιρετικούς σταθμούς φιλοξενίας (και στα πρώην στρατόπεδα συγκέντρωσης κοιτώντας κατάματα τη συλλογική μνήμη), υποδέχεται με σημαιάκια στα αεροδρόμιά της τους ταλαιπωρημένους ανθρώπους. Παράλληλα μεταφράζει, τυπώνει και διανέμει στα κέντρα φιλοξενίας τα 20 πρώτα άρθρα του γερμανικού Συντάγματος, υπενθυμίζοντας και τονίζοντας ότι αυτή η γερμανική κουλτούρα, που βασίζεται στα ίσα δικαιώματα μεταξύ ανδρών και γυναικών, στην ελευθερία της έκφρασης, στην ανεξιθρησκεία, πρέπει να γίνει σεβαστή από όλους.
Η κατάκτηση όλων αυτών δεν ήταν εύκολη και τώρα θέλει η προσφορά τους να εξασφαλίζει ταυτόχρονα και την υπεράσπισή τους. Δεν υπάρχει πια αμφιβολία ότι η Γερμανία δούλεψε σκληρά για να γίνει μια βαθιά δημοκρατική χώρα, μια χώρα αλληλεγγύης. Μπορεί να παραμένει το γεγονός ότι η εμμονή τους με τον πληθωρισμό και τη λιτότητα δημιουργεί προβλήματα, ότι υπάρχουν γερμανικές εταιρείες που εξαπατούν, ότι δεν έχουν χιούμορ. Αλλά όπως λένε και οι Αμερικανοί φίλοι... τι να κάνουμε, κανείς δεν είναι τέλειος.
No comments:
Post a Comment