|
Η Αριστερά του Ντόλτσε |
|
Του Στέφανου Κασιμάτη |
|
|
|
Δεν ξέρω αν το έδειχναν από την ελληνική τηλεόραση -συγχωρήστε με, αλλά είμαι πολύ σνομπ για να βλέπω ελληνική τηλεόραση. Θεωρώ πολύ πιθανό όμως να έχετε ακούσει για ένα δανέζικο σίριαλ, που λέγεται «Μπόργκεν» και το οποίο εδώ και μερικά χρόνια που προβάλλεται στο εξωτερικό έχει γίνει παγκόσμια επιτυχία. Με κάποια άλλη ευκαιρία, θα σας πω πως η Δανία, μία χώρα με τον μισό πληθυσμό εν σχέσει με εμάς, κατάφερε να έχει μια τόσο επιτυχημένη παρουσία διεθνώς τα τελευταία χρόνια στις τηλεοπτικές και κινηματογραφικές παραγωγές - είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, παρακαλώ πιστέψτε το. Επί του παρόντος όμως, επιτρέψτε μου να μείνω στο «Μπόργκεν».
«Μπόργκεν» πάει να πει «Βουλή». Oπως για εμάς, έτσι και για τους Δανούς, η λέξη σημαίνει και το κτίριο του Κοινοβουλίου και τον θεσμό. Το σίριαλ είναι ένα πολιτικό θρίλερ, με κεντρικό χαρακτήρα την αρχηγό ενός μικρού κεντροαριστερού και φιλελεύθερου κόμματος, η οποία βρίσκεται να είναι αρχηγός μιας κυβέρνησης συνεργασίας. Προβάλλεται σχεδόν σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα και σημειώνει απίστευτα ποσοστά τηλεθέασης. Είναι χαρακτηριστικό της επιτυχίας του ότι, μόλις προ ημερών, οι Times θεώρησαν σκόπιμο να χτυπήσουν στην πρώτη σελίδα τους την «είδηση» (πού κατήντησαν οι Times, good Heavens!..) ότι η πρωθυπουργός του σίριαλ συνάπτει σχέσιν γκομενικήν -τουτέστιν ερωτικήν- με άνδρα Βρετανό. (Εύχομαι ο Θεός να τη βοηθήσει...)
Εν πάση περιπτώσει, το ενδιαφέρον εν προκειμένω είναι ότι η πλοκή του σίριαλ εξελίσσεται γύρω από την κυβερνητική συνεργασία κομμάτων με διαφορετική ιδεολογία. Το συναρπαστικό της ιστορίας, δηλαδή αυτό που με έκανε να ξενυχτώ κάθε βράδυ παρακολουθώντας τρία επεισόδια στη σειρά, δεν ήταν τόσο οι ίντριγκες -αυτά τα έχουμε και εμείς, στο κάτω κάτω- αλλ’ ότι η ίντριγκα εξελισσόταν γύρω από τα προβλήματα της συνεργασίας μεταξύ ανθρώπων με διαφορετική αντίληψη για την κατεύθυνση που πρέπει να πάρουν τα πράγματα, οι οποίοι όμως συμφωνούν στο στοιχειώδες ότι πρέπει να συνεργασθούν δημιουργικά. Και, επειδή ακριβώς συμφωνούν στην ανάγκη της δημιουργικής συνεργασίας, την αντιλαμβάνονται θετικά και όχι αποφατικά. Την αντιλαμβάνονται, δηλαδή, στη βάση μιας διαπραγμάτευσης όπου ο καθένας προωθεί ό,τι για το ίδιο είναι σημαντικότερο να γίνει, εφόσον το αποδέχεται και ο άλλος.
Ξέρω καλά ότι πρόκειται για σίριαλ - για μυθοπλασία. Ομως, κάθε μύθος, για να πετύχει και να γίνει πιστευτός, είναι απαραίτητο να βασίζεται σε στοιχεία της πραγματικότητας. Και, εν προκειμένω, ο μύθος δείχνει την πολιτισμική διαφορά ημών από τους Ευρωπαίους του Βορρά. Η δική μας παράδοση, δυστυχώς, δεν περιλαμβάνει τη θετική συνεργασία. Εφόσον συνεργαζόμαστε, αυτό συμβαίνει πάντα σε βάση αποφατική: για να αποφύγουμε δηλαδή τα χειρότερα, όπως το 1946-1949, όταν Κέντρο (Θεμιστοκλής Σοφούλης) και Δεξιά (Παναγής Τσαλδάρης) συνεργάσθηκαν για να αποφύγουμε την κομμουνιστική επιβουλή. Οταν όμως ο κίνδυνος είχε αποφευχθεί, η σύγκρουση των δύο παρατάξεων συνεχίσθηκε κανονικά, με αποτέλεσμα να οδηγήσει στη χούντα του 1967, εξέλιξη καταστροφική και για τις δύο παρατάξεις...
Υπό τις παρούσες συνθήκες, όταν αυτό που εν τέλει διακυβεύεται είναι η σωτηρία της χώρας και η παραμονή της στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ίσως να περίμενε κάποιος ότι οι μέχρι πρότινος κυβερνητικοί εταίροι θα μπορούσαν να τα βρουν και ότι η διατήρηση της διεφθαρμένης και απεχθούς ΕΡΤ δεν θα γινόταν αφορμή για τη λύση της συνεργασίας, όσο και αν ο βασικός κυβερνητικός εταίρος χειρίσθηκε το θέμα άτσαλα. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, δεν έχουμε δύο εκδοχές της αστικής παρατάξεως που πρέπει να συνεργασθούν, ενώπιον του κοινού κινδύνου. Eχουμε τη μετεξέλιξη της Δεξιάς στη μορφή της N.Δ., τη μετεξέλιξη του Κέντρου στη μορφή του ΠΑΣΟΚ και, τέλος, έχουμε την Αριστερά του Ντόλτσε.
Η τελευταία είναι ένα ιδιαίτερο είδος που αναπτύχθηκε στην εποχή της αστακομακαρονάδας. Πρόκειται για μία κατηγορία παράσιτων του αστικού συστήματος, όπως αυτό παραμορφώθηκε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Είναι μια μορφή αριστοκρατίας της Αριστεράς, συνήθως με πατέντα αποκτηθείσα στο Πολυτεχνείο. Τύποι οι οποίοι μπορούν να ξυπνούν αργά, κάνουν περίεργες δουλειές (όταν κάνουν...) που τους επιτρέπουν να έχουν άφθονο χρόνο στη διάθεσή τους και συνήθως τους συναντά κάποιος στα καφενεία αραχτούς να αγορεύουν. Είτε εργάζονται στο Δημόσιο ως καλοπληρωμένοι υπάλληλοι είτε ως ιδιώτες κάνουν καλές δουλειές με το Δημόσιο, η δουλειά τους είναι, βασικά, να συζητούν. Να συζητούν χωρίς ποτέ να καταλήγουν πουθενά. Οχι δηλαδή ότι τους ενδιαφέρει να καταλήξουν κάπου, διότι γι’ αυτούς η συζήτηση είναι αυτοσκοπός. Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, η βασική θέση τους στα διάφορα πρακτικά ζητήματα που ανακύπτουν είναι «να το συζητήσουμε» - να το συζητήσουμε, εννοούν, ώστε να μην καταλήξουμε πουθενά. Δεν είναι τυχαίο ότι συνήθως διαπρέπουν ως δημοσιογράφοι ή ως μαϊντανοί με τους οποίους οι δημοσιογράφοι καλύπτουν χρόνο στις εκπομπές του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Τέτοια είναι, κατά βάσιν, η ΔΗΜΑΡ του μπαρμπα-Φώτη Κουβέλη. Σχολιαστές της πραγματικότητας από τα τραπέζια του Ντόλτσε φιλολογούντες ακατασχέτως και οπαδοί της καλής ζωής, που όταν βρεθούν μπροστά στα δύσκολα διλήμματα της πραγματικότητας παραγγέλνουν...ένα ακόμη εσπρέσο. Iσως η κυβέρνηση να πορευτεί καλύτερα χωρίς αυτούς. Η συμμετοχή τους -απεδείχθη αυτό- ήταν πηγή προβλημάτων. Το πιθανότερο, δε, είναι να συνεχίσουν να τη στηρίζουν στη Βουλή (και από τα τραπέζια του Ντόλτσε...), ακριβώς επειδή η παρασιτική καλοπέρασή τους εξαρτάται από τη διατήρηση του συστήματος που οι ίδιοι δεν τολμούν να υποστηρίξουν... Kathimerini |
|
|
|
No comments:
Post a Comment