1 δισ. ετησίως σε καταπτώσεις εγγυήσεων
Η εποχή της επίπλαστης ευημερίας ανήκει στο παρελθόν. Τον λογαριασμό ωστόσο εξακολουθούμε να τον πληρώνουμε ακόμα και σήμερα. Από το 2010 που η Ελλάδα μπήκε στο Μνημόνιο, το ελληνικό Δημόσιο κλήθηκε κάθε χρόνο να αντιμετωπίσει καταπτώσεις εγγυήσεων, οι οποίες ανέρχονται κατά μέσον όρο σε 1 δισ. ετησίως.
Το νούμερο είναι αστρονομικό. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι η εισφορά αλληλεγγύης είχε προϋπολογιστεί με απόδοση 1 δισ. ευρώ ετησίως και η χώρα βίωσε μια μείζονα πολιτική κρίση το καλοκαίρι του 2011, για να μπορέσει να περάσει.
Οι καταπτώσεις εγγυήσεων επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό από τη στιγμή που ο φορέας ή το φυσικό πρόσωπο που έχει δανειστεί με εγγύηση του Δημοσίου αδυνατεί να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του. Πριν από την κρίση, οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούσαν το εργαλείο των εγγυήσεων με ιδιαίτερη γενναιοδωρία. Η χορήγηση εγγυήσεων του Δημοσίου, κυρίως σε επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αλλά και σε οποιονδήποτε άλλον, ώστε να μπορούν να δανειστούν και να καλύψουν τα τρέχοντα ελλείμματα, υπήρξε πάγια πρακτική, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας.
Το πού οδήγησε αυτό το δείχνει χαρακτηριστικά το παράδειγμα του ΟΣΕ, όπου το Δημόσιο κλήθηκε να πληρώσει από το 2009 έως το 2013 σε καταπτώσεις εγγυήσεων 2,235 δισ. ευρώ, όσα δηλαδή η απόδοση του διαβόητου χαρατσιού στα ακίνητα (ΕΕΤΗΔΕ) για ένα χρόνο. Επίσης, τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα, τα οποία έγιναν αντικείμενο ενδοκυβερνητικών τριβών αλλά και τριβών με την τρόικα τους τελευταίους μήνες, έχουν επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό από το 2010 με 226,6 εκατ. ευρώ μόνο από καταπτώσεις εγγυήσεων.
Συνολικά, το ελληνικό Δημόσιο πλήρωσε για καταπτώσεις εγγυήσεων το 2010 το ποσό των 974,2 εκατ. ευρώ. Το 2011, οι καταπτώσεις ανήλθαν σε 1,44 δισ. ευρώ. Το 2012, σε 795,5 εκατ. ευρώ. Το 2013 σε 868,4 εκατ. ευρώ.
Τα ποσά αυτά προκύπτουν από την απάντηση που έδωσε την προπερασμένη εβδομάδα σε σχετική ερώτηση οκτώ βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών κ. Χρ. Σταϊκούρας στη Βουλή, ο οποίος δήλωσε ότι από το 2012 το ετήσιο όριο εγγυήσεων είναι κατ’ αρχήν μηδενικό, με εξαίρεση τις εγγυήσεις για τη στήριξη των τραπεζών, ή που σχετίζονται με δάνεια που χορηγούνται από την ΕΤΕπ.
Το 2010 δεν υπήρχε σαφής αντίληψη ούτε για το ύψος των εγγυήσεων ούτε για τους κινδύνους που απειλούσαν τον προϋπολογισμό. Αυτό ευτυχώς έχει διορθωθεί, το κράτος έχει πια σαφή εικόνα. Σύμφωνα με πληροφορίες από το υπουργείο Οικονομικών, το συνολικό ύψος των εγγυήσεων ανέρχεται στα 80 δισ. ευρώ, σε αυτά ωστόσο συμπεριλαμβάνονται και τα 48 δισ. του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), καθώς και προγενέστερες εγγυήσεις του Δημοσίου στις τράπεζες.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλούν στο υπουργείο Οικονομικών εγγυήσεις για δάνεια που έχουν δοθεί για την ενίσχυση επιχειρήσεων που επλήγησαν από φυσικές καταστροφές (π.χ. πυρκαγιές) και ανέρχονται σε 1,9 δισ. ευρώ. Από τα χρεολύσια αυτών των δανείων ελάχιστα αποπληρώνονται, κάτι που έχει εκτινάξει τις καταπτώσεις τέτοιων εγγυήσεων από τα 7 εκατ. το 2011, στα 21,3 εκατ. το 2013. Στον προϋπολογισμό του 2014, το ΥΠΟΙΚ έχει εγγράψει για καταπτώσεις εγγυήσεων 700 εκατ. ευρώ.
Το νούμερο είναι αστρονομικό. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι η εισφορά αλληλεγγύης είχε προϋπολογιστεί με απόδοση 1 δισ. ευρώ ετησίως και η χώρα βίωσε μια μείζονα πολιτική κρίση το καλοκαίρι του 2011, για να μπορέσει να περάσει.
Οι καταπτώσεις εγγυήσεων επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό από τη στιγμή που ο φορέας ή το φυσικό πρόσωπο που έχει δανειστεί με εγγύηση του Δημοσίου αδυνατεί να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του. Πριν από την κρίση, οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούσαν το εργαλείο των εγγυήσεων με ιδιαίτερη γενναιοδωρία. Η χορήγηση εγγυήσεων του Δημοσίου, κυρίως σε επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αλλά και σε οποιονδήποτε άλλον, ώστε να μπορούν να δανειστούν και να καλύψουν τα τρέχοντα ελλείμματα, υπήρξε πάγια πρακτική, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας.
Το πού οδήγησε αυτό το δείχνει χαρακτηριστικά το παράδειγμα του ΟΣΕ, όπου το Δημόσιο κλήθηκε να πληρώσει από το 2009 έως το 2013 σε καταπτώσεις εγγυήσεων 2,235 δισ. ευρώ, όσα δηλαδή η απόδοση του διαβόητου χαρατσιού στα ακίνητα (ΕΕΤΗΔΕ) για ένα χρόνο. Επίσης, τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα, τα οποία έγιναν αντικείμενο ενδοκυβερνητικών τριβών αλλά και τριβών με την τρόικα τους τελευταίους μήνες, έχουν επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό από το 2010 με 226,6 εκατ. ευρώ μόνο από καταπτώσεις εγγυήσεων.
Συνολικά, το ελληνικό Δημόσιο πλήρωσε για καταπτώσεις εγγυήσεων το 2010 το ποσό των 974,2 εκατ. ευρώ. Το 2011, οι καταπτώσεις ανήλθαν σε 1,44 δισ. ευρώ. Το 2012, σε 795,5 εκατ. ευρώ. Το 2013 σε 868,4 εκατ. ευρώ.
Τα ποσά αυτά προκύπτουν από την απάντηση που έδωσε την προπερασμένη εβδομάδα σε σχετική ερώτηση οκτώ βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών κ. Χρ. Σταϊκούρας στη Βουλή, ο οποίος δήλωσε ότι από το 2012 το ετήσιο όριο εγγυήσεων είναι κατ’ αρχήν μηδενικό, με εξαίρεση τις εγγυήσεις για τη στήριξη των τραπεζών, ή που σχετίζονται με δάνεια που χορηγούνται από την ΕΤΕπ.
Το 2010 δεν υπήρχε σαφής αντίληψη ούτε για το ύψος των εγγυήσεων ούτε για τους κινδύνους που απειλούσαν τον προϋπολογισμό. Αυτό ευτυχώς έχει διορθωθεί, το κράτος έχει πια σαφή εικόνα. Σύμφωνα με πληροφορίες από το υπουργείο Οικονομικών, το συνολικό ύψος των εγγυήσεων ανέρχεται στα 80 δισ. ευρώ, σε αυτά ωστόσο συμπεριλαμβάνονται και τα 48 δισ. του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), καθώς και προγενέστερες εγγυήσεις του Δημοσίου στις τράπεζες.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλούν στο υπουργείο Οικονομικών εγγυήσεις για δάνεια που έχουν δοθεί για την ενίσχυση επιχειρήσεων που επλήγησαν από φυσικές καταστροφές (π.χ. πυρκαγιές) και ανέρχονται σε 1,9 δισ. ευρώ. Από τα χρεολύσια αυτών των δανείων ελάχιστα αποπληρώνονται, κάτι που έχει εκτινάξει τις καταπτώσεις τέτοιων εγγυήσεων από τα 7 εκατ. το 2011, στα 21,3 εκατ. το 2013. Στον προϋπολογισμό του 2014, το ΥΠΟΙΚ έχει εγγράψει για καταπτώσεις εγγυήσεων 700 εκατ. ευρώ.
No comments:
Post a Comment