Tuesday, 7 July 2015

Διδάσκοντας οικονομικά μετά την κρίση

Διδάσκοντας οικονομικά μετά την κρίση

JAKOB DE HAAN*, DIRK SCHOENMAKER**
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Στην επιστήμη των Οικονομικών το μείζον ερώτημα του «ποια είναι η χρησιμότητα της συγκεκριμένης επιστήμης» είχε εγερθεί μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Το 2012 από τις στήλες του ερευνητικού οικονομικού ιστοτόπου Vox η καθηγήτρια Οικονομικών του πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, Ντάιαν Κόιλ, ξεκίνησε μία συζήτηση γύρω από το θέμα αυτό. Επιπλέον, έθεσε στο τραπέζι και το πώς θα πρέπει στο μέλλον να διδάσκεται η οικονομική επιστήμη. Αντιθέτως, ο κλάδος των χρηματοπιστωτικών δεν αποδύθηκε σε ανάλογη ενδοσκόπηση. Εκτιμούμε ότι οι θεωρίες περί αποδοτικότητας των αγορών και των ωφελειών από τις καινοτομίες στα χρηματοπιστωτικά προϊόντα απαιτούν σημαντική επανεξέταση. Η επόμενη γενιά φοιτητών πρέπει να διδαχθεί τις αδυναμίες και τα δυνατά σημεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το οποίο με αφορμή την κρίση υπέστη διαρθρωτικές αλλαγές.
Πριν από την κρίση η κυρίαρχη ιδέα ήταν ότι οι κεφαλαιαγορές είναι αποδοτικές, ενώ η ροή νέων πληροφοριών μπορεί να ενσωματωθεί στις τιμές των υπό διαπραγμάτευση προϊόντων. Κατά συνέπεια, οι διεθνείς κεφαλαιαγορές μπορούν να αυτορρυθμίζουν την ισορροπία τους. Μετά την κρίση, εντούτοις, επιβεβαιώθηκε η υπόθεση περί εγγενούς αστάθειας του συστήματος, ενώ πιο επίσημα οι οικονομολόγοι Φράνκλιν Αλεν και Ντάγκλας Γκέιλ είχαν δημιουργήσει μοντέλο, το οποίο καταδεικνύει πως οι κυκλικές διακυμάνσεις στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων πιθανώς να προξενήσουν μαζικές αναλήψεις σε τράπεζες. Σε επίπεδο πολιτικής, ποιες είναι οι επιλογές; Ο Κλαούντιο Μπόριο, υψηλόβαθμο στέλεχος της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, και ένας από τους πρωτεργάτες της μακρόπνοης και σώφρονος πολιτικής, επικεντρώνεται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα συνολικά. Συμπληρώνει και εν μέρει ενισχύει την άποψη ότι το σύστημα παραμένει σταθερό, ενόσω τα επιμέρους συστατικά του είναι υγιή. Η κρίση των δανείων χαμηλής εξασφάλισης απέδειξε τι συμβαίνει, εάν η μεγάλη εικόνα αγνοηθεί.
Ακόμα μία θεωρητική σύλληψη έχει δεχθεί πυρά και αφορά τη χρηματοπιστωτική καινοτομία, δηλαδή τη δημιουργία και εκλαΐκευση νέων προϊόντων και τεχνολογιών, θεσμών και αγορών. Προ κρίσης υπήρχε η αντίληψη και αυτό ακριβώς διδασκόταν και στο πανεπιστήμιο ότι η εν λόγω καινοτομία επεκτείνει την αποδοτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και ενισχύει την ανάπτυξη και την ευημερία. Η κρίση κατέδειξε πως τα νέα επενδυτικά προϊόντα μπορεί να είναι εύθραυστα. Λόγου χάριν, τα νέα χρεόγραφα ίσως να συνιστούν φθηνότερο υποκατάστατο των παραδοσιακών τίτλων, αλλά μέχρι ενός βαθμού πιθανώς να αποκαλυφθεί ότι είναι πιο ευπρόσβλητα σε μη εκτιμηθέντες κινδύνους.
Επιπλέον, η κρίση έφερε στο φως ορισμένες διαρθρωτικές αδυναμίες στη δομή του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Μία νέα άποψη, η οποία αρχίζει να διαμορφώνεται στη συζήτηση με θέμα τις τράπεζες έναντι των αγορών, έχει να κάνει με το εξής: ένα υγιές κράμα με τραπεζική χρηματοδότηση και χρηματοδότηση από τις αγορές παρέχει την καλύτερη δυνατή χρηματοπιστωτική δομή της οικονομίας. Οι τράπεζες και οι κεφαλαιαγορές αλληλοσυμπληρώνονται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οι ερευνητές Σαμ Λάνγκφιλντ και Μάρκο Πάγκανο ισχυρίζονται πως η Ευρώπη έχει υπερβολικά μεγάλο αριθμό τραπεζών για το μέγεθός της, ενώ, ταυτόχρονα, αποτελεί μία από τις λιγότερο ανεπτυγμένες αγορές στο πεδίο αυτό. Επιπλέον, τονίζουν ότι οι τραπεζικές πιστώσεις ήταν πιο ευμετάβλητες από τη χρηματοδότηση της αγοράς με εργαλείο τα εταιρικά ομόλογα ως άμεση συνέπεια μετά την κρίση. Τέλος, η καθαρή χρηματοδότηση μέσω εταιρικών ομολόγων αποδείχθηκε πιο σταθερή και παρέμεινε θετική κατά τη διάρκεια της κρίσης. Στην Ευρώπη η τραπεζική χρηματοδότηση ισοδυναμεί με το 70% και πλέον της συνολικής έναντι του 30%-50% σε ΗΠΑ, Καναδά και Ιαπωνία.
* Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, University of Groningen
** Καθηγητής χρηματοοικονομικής και τραπεζικής, University Amsterdam.

To άρθρο δημοσιεύθηκε στο voxEU.org
Έντυπη

No comments:

Post a Comment