Ο Μεϊμαράκης μεταξύ Τσίπρα και Θεοδωράκη
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Λίγο πριν από την ψηφοφορία για το τρίτο μνημόνιο, κορυφαίο πολιτικό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ προεξοφλούσε όχι μόνον τη διεξαγωγή εκλογών «το αργότερο στις 20 Σεπτεμβρίου» αλλά και τη δυνατότητα του κ. Αλέξη Τσίπρα να διεκδικήσει αυτοδυναμία. Κι αν ο δρόμος για τις κάλπες της 20ής Σεπτεμβρίου έχει ήδη στρωθεί, το αποτέλεσμα της εκλογής αμφιβάλλω εάν θα δικαιώσει τον συνομιλητή μου. Διότι τα δεδομένα, τουλάχιστον αυτή τη στιγμή, δεν μοιάζουν να επιβεβαιώνουν την εκτίμηση περί υγιεινού εκλογικού περιπάτου.
Το πρώτο ερώτημα αφορά τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ ή, για την ακρίβεια, τα δύο κομμάτια του. Τι επίδοση θα καταγράψει η Αριστερή Πλατφόρμα μέσω της Λαϊκής Ενότητας; Θα κινηθεί στο όριο του 4% - 5%, όπως εκτιμά και εύχεται το Μαξίμου, ή θα φτάσει σε ένα υψηλό μονοψήφιο ποσοστό, όπως προσδοκά η Ν.Δ.; Σε κάθε περίπτωση, το όποιο ποσοστό θα πρέπει λογικά να αφαιρεθεί από το 36% που εξασφάλισε ο κ. Αλ. Τσίπρας τον Ιανουάριο, όταν υποσχόταν τα πάντα στους πάντες. Αντίστοιχες απώλειες θα υπάρξουν από τη μεταστροφή αρκετών μικρομεσαίων εξ αυτών που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ ελπίζοντας σε μείωση της φορολογίας και κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, αλλά είδαν τους φόρους να αυξάνονται. Τέλος, η διευρυμένη ομάδα των, ανεξαρτήτως πολιτικής προέλευσης, «αντιμνημονιακών» λογικά αναζητεί αλλού στέγη, από τη Χρυσή Αυγή μέχρι τους Β. Λεβέντη και Απ. Γκλέτσο.
Το δεύτερο ερώτημα είναι εάν ο απερχόμενος πρωθυπουργός μπορεί να βρει δεξαμενές αποκατάστασης των απωλειών. Θα υπάρξουν κεντρογενείς, διότι αριστεροί μάλλον δύσκολο, ψηφοφόροι που δεν τον ψήφισαν τον Ιανουάριο και θα το πράξουν τώρα; Κι αν το σκεφτούν, με το επιχείρημα ότι ο κ. Τσίπρας έκανε τη στροφή προς τον πραγματισμό, το πρωθυπουργικό αποτύπωμα των επτά μηνών αποτελεί εγγύηση για μια αποτελεσματική διακυβέρνηση μετά τις κάλπες; Μένει να αποδειχθεί.
Το τρίτο ερώτημα που θα κρίνει την εκλογή αφορά τον πρόεδρο της Ν.Δ. Ευάγγελο Μεϊμαράκη, ο οποίος έχει μια μοναδική ευκαιρία να μπει με αξιώσεις στην κούρσα. Η λαϊκότητα, που όμως συνιστά αυθεντικότητα, στον λόγο του τον καθιστά ελκυστικό σε μεγάλη ομάδα πολιτών, που δεν κινείται αποκλειστικά στα γνωστά στέκια του Κολωνακίου. Παραδόξως για αρκετούς, αυτή η προσέγγιση μοιάζει να βρίσκει απήχηση και σε δυνάμεις του πολιτικού Κέντρου, με σαφή αστικά, κεντροαριστερά χαρακτηριστικά. Ωστόσο, η παγίδα για τον πρόεδρο της Ν.Δ. δεν είναι άλλη από την κωλοτούμπα του κ. Τσίπρα και τη δοκιμασία του ΣΥΡΙΖΑ. Με άλλα λόγια, η στροφή του πρωθυπουργού προς το μνημόνιο δεν αποκλείεται να «απελευθερώσει» έναν αριθμό πολιτών προς τις «φυσικές» τους κομματικές έδρες, δηλαδή προς τον Σταύρο Θεοδωράκη ή τη Φώφη Γεννηματά. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο αυτοί οι πολίτες εμφανίζονται ιδιαιτέρως ευαίσθητοι στα μηνύματα που λαμβάνουν από τη «γαλάζια» ηγεσία. Ενώ εισπράττουν θετικά τα μηνύματα περί Κέντρου και συνεννόησης, δυσφορούν από θεσμικές, αλλά πολιτικά παράταιρες συναντήσεις του κ. Μεϊμαράκη όπως αυτές με τους Ζωή Κωνσταντοπούλου και Παν. Λαφαζάνη.
Εν κατακλείδι, με το πολιτικό κλίμα αχαρτογράφητο, τα όσα ειπωθούν από τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές και το πώς θα μπορέσουν να τοποθετηθούν στον χώρο του Κέντρου που διεκδικείται και από τον Στ. Θεοδωράκη θα είναι κρίσιμα για την έκβαση της εκλογικής μάχης. Εάν μάλιστα αυτή καταγραφεί δημοσκοπικά και ως ντέρμπι, το αποτέλεσμα κάθε άλλο παρά δεδομένο είναι.
No comments:
Post a Comment