Η Ελλάδα ενδέχεται να μη χρειάζεται «κούρεμα» χρέους
HUGO DIXON / REUTERS
Πόσο μη βιώσιμος είναι ο δανεισμός της Ελλάδας; Το συγκεκριμένο ερώτημα έχει βρεθεί στο προσκήνιο, αφότου η Ευρωζώνη στις 14 Αυγούστου συμφώνησε να δανείσει στην Αθήνα 86 δισ. ευρώ στο πλαίσιο του νέου προγράμματος στήριξης. Η Ευρωζώνη επιθυμεί διακαώς να διαθέσει και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κεφάλαια για το πρόγραμμα, αλλά το ΔΝΤ σκέπτεται πως το χρέος της Ελλάδας είναι μη βιώσιμο. Εξ ου και δεν προτίθεται να χορηγήσει περισσότερες πιστώσεις, εκτός εάν η Ευρωζώνη προχωρήσει σε ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Ωστόσο, ορισμένες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης, της Γερμανίας συμπεριλαμβανομένης, δεν είναι πρόθυμες να συγκατανεύσουν σε αυτό. Το θέμα αυτό δεν πρέπει να σημάνει αυτοκαταστροφή της συμφωνίας, δεδομένου πως η Ευρωζώνη θα δρομολογήσει τα συμπεφωνηθέντα χωρίς το ΔΝΤ, ευελπιστώντας αργότερα να συμμετάσχει και αυτό. Το θέμα της ελάφρυνσης του χρέους θα το μελετήσει αμέσως μετά την πρώτη αξιολόγηση του νέου προγράμματος στήριξης, πιθανώς τον Οκτώβριο, αλλά δεν θα συμφωνήσει σε «κούρεμα» επί της ονομαστικής αξίας.
Οπότε, προφανώς θα πρέπει να έχει δημιουργηθεί μια βάση για τη συμφωνία, η οποία θα προβλέπει τη δανειοδότηση της χώρας για μεγαλύτερο διάστημα, προτού αρχίσει να αποπληρώνει το χρέος της και προτού χρειαστεί να ολοκληρώσει την όλη διαδικασία. Ο διάβολος, πάντως, κρύβεται στις λεπτομέρειες και ειδικά στο πώς υπολογίζεται η βιωσιμότητα του χρέους. Η παραδοσιακή προσέγγιση με την αναλογία χρέους προς ΑΕΠ δεν είναι ενδεδειγμένη. Τα δάνεια της Ευρωζώνης έχουν ήδη μακρά περίοδο χάριτος και αποπληρωμής, καθώς και πολύ χαμηλά επιτόκια. Ο αδρός υπολογισμός χρέους προς ΑΕΠ, ο οποίος θα εκτιναχθεί στο σχεδόν 200% για την Ελλάδα, δεν συνεκτιμά τα οφέλη αυτά.
Μία εναλλακτική θα ήταν να εξεταστεί η τρέχουσα αξία του ελληνικού δημόσιου χρέους, δηλαδή οι μελλοντικές καταβολές των δόσεων σε σημερινά χρήματα. Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ΕΜS) διατείνεται πως όλες οι διευκολύνσεις, που έγιναν για την Ελλάδα, έχουν μειώσει τη σημερινή αξία σε ποσοστό αντίστοιχο με το 49% του ΑΕΠ. Με μια απλουστευτική αφαίρεση και υποθέτοντας ότι όλο το υπόλοιπο χρέος παρέμενε στην ονομαστική του αξία, η Ελλάδα θα απέμενε με το χρέος στο 150% του ΑΕΠ. Επιπροσθέτως, κάποιος θα μπορούσε να υπολογίσει και τη σημερινή αξία των νέων δανείων ύψους 86 δισ. ευρώ με το επιτόκιο μόλις στο 1% και με διάρκεια λήξης τα 32,5 χρόνια κατά μέσον όρο. Η σημερινή αξία φθάνει σχεδόν το ήμισυ της ονομαστικής αξίας των νέων δανείων. Προσφέροντας τόσο γενναιόδωρους όρους στην Ελλάδα, η Ευρωζώνη έχει ήδη προβεί σε ελάφρυνση χρέους της τάξεως των περίπου 40 δισ. ευρώ. Εάν γίνει μία αφαίρεση επιπλέον, τότε το δημόσιο χρέος της χώρας θα μειωθεί στα επίπεδα κάτω του 130% του ΑΕΠ, δηλαδή σε υψηλά επίπεδα ακόμη, αλλά σε εναρμόνιση με το χρέος και άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Ιταλία.
Παρά το γεγονός ότι οι υπολογισμοί της σημερινής αξίας του χρέους είναι χρήσιμοι, είναι ευμετάβλητοι βάσει των υποθέσεων για το ποια έκπτωση θα γίνει στον τόκο, που θα καταβάλει η Ελλάδα υπό κανονικές συνθήκες. Οπότε είναι σημαντικό να ληφθούν υπ’ όψιν και άλλα στοιχεία. Το ΔΝΤ και η Ευρωζώνη κάνουν λόγο για τις βασικές ανάγκες χρηματοδότησης. Με αυτό μετριέται το τι χρειάζεται μια χώρα κάθε χρόνο για να πληρώνει τόκους και να αποπληρώνει το χρέος της ως ποσοστό του ΑΕΠ. Το ΔΝΤ ισχυρίζεται πως μια χώρα, όπως η Ελλάδα, έχει χρηματοδοτικές ανάγκες όχι άνω του 15%, αλλά στην πραγματικότητα οι ανάγκες της προβλέπονται μεγαλύτερες. Επιπλέον, οι βασικές χρηματοδοτικές ανάγκες αθροίζουν μαζί τόκους και αποπληρωμή χρέους. Εξ ου και είναι σημαντικό να εξεταστούν οι τόκοι ως ποσοστό του ΑΕΠ. Με αυτό το κριτήριο η Ελλάδα δεν δείχνει σε κακή κατάσταση, επειδή η αναλογία είναι χαμηλή. Πρέπει να εξασφαλίσει το 4% του ΑΕΠ για εξυπηρέτηση του δανείου της έναντι 5% Ιταλίας και Πορτογαλίας.
Οπότε, προφανώς θα πρέπει να έχει δημιουργηθεί μια βάση για τη συμφωνία, η οποία θα προβλέπει τη δανειοδότηση της χώρας για μεγαλύτερο διάστημα, προτού αρχίσει να αποπληρώνει το χρέος της και προτού χρειαστεί να ολοκληρώσει την όλη διαδικασία. Ο διάβολος, πάντως, κρύβεται στις λεπτομέρειες και ειδικά στο πώς υπολογίζεται η βιωσιμότητα του χρέους. Η παραδοσιακή προσέγγιση με την αναλογία χρέους προς ΑΕΠ δεν είναι ενδεδειγμένη. Τα δάνεια της Ευρωζώνης έχουν ήδη μακρά περίοδο χάριτος και αποπληρωμής, καθώς και πολύ χαμηλά επιτόκια. Ο αδρός υπολογισμός χρέους προς ΑΕΠ, ο οποίος θα εκτιναχθεί στο σχεδόν 200% για την Ελλάδα, δεν συνεκτιμά τα οφέλη αυτά.
Μία εναλλακτική θα ήταν να εξεταστεί η τρέχουσα αξία του ελληνικού δημόσιου χρέους, δηλαδή οι μελλοντικές καταβολές των δόσεων σε σημερινά χρήματα. Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ΕΜS) διατείνεται πως όλες οι διευκολύνσεις, που έγιναν για την Ελλάδα, έχουν μειώσει τη σημερινή αξία σε ποσοστό αντίστοιχο με το 49% του ΑΕΠ. Με μια απλουστευτική αφαίρεση και υποθέτοντας ότι όλο το υπόλοιπο χρέος παρέμενε στην ονομαστική του αξία, η Ελλάδα θα απέμενε με το χρέος στο 150% του ΑΕΠ. Επιπροσθέτως, κάποιος θα μπορούσε να υπολογίσει και τη σημερινή αξία των νέων δανείων ύψους 86 δισ. ευρώ με το επιτόκιο μόλις στο 1% και με διάρκεια λήξης τα 32,5 χρόνια κατά μέσον όρο. Η σημερινή αξία φθάνει σχεδόν το ήμισυ της ονομαστικής αξίας των νέων δανείων. Προσφέροντας τόσο γενναιόδωρους όρους στην Ελλάδα, η Ευρωζώνη έχει ήδη προβεί σε ελάφρυνση χρέους της τάξεως των περίπου 40 δισ. ευρώ. Εάν γίνει μία αφαίρεση επιπλέον, τότε το δημόσιο χρέος της χώρας θα μειωθεί στα επίπεδα κάτω του 130% του ΑΕΠ, δηλαδή σε υψηλά επίπεδα ακόμη, αλλά σε εναρμόνιση με το χρέος και άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Ιταλία.
Παρά το γεγονός ότι οι υπολογισμοί της σημερινής αξίας του χρέους είναι χρήσιμοι, είναι ευμετάβλητοι βάσει των υποθέσεων για το ποια έκπτωση θα γίνει στον τόκο, που θα καταβάλει η Ελλάδα υπό κανονικές συνθήκες. Οπότε είναι σημαντικό να ληφθούν υπ’ όψιν και άλλα στοιχεία. Το ΔΝΤ και η Ευρωζώνη κάνουν λόγο για τις βασικές ανάγκες χρηματοδότησης. Με αυτό μετριέται το τι χρειάζεται μια χώρα κάθε χρόνο για να πληρώνει τόκους και να αποπληρώνει το χρέος της ως ποσοστό του ΑΕΠ. Το ΔΝΤ ισχυρίζεται πως μια χώρα, όπως η Ελλάδα, έχει χρηματοδοτικές ανάγκες όχι άνω του 15%, αλλά στην πραγματικότητα οι ανάγκες της προβλέπονται μεγαλύτερες. Επιπλέον, οι βασικές χρηματοδοτικές ανάγκες αθροίζουν μαζί τόκους και αποπληρωμή χρέους. Εξ ου και είναι σημαντικό να εξεταστούν οι τόκοι ως ποσοστό του ΑΕΠ. Με αυτό το κριτήριο η Ελλάδα δεν δείχνει σε κακή κατάσταση, επειδή η αναλογία είναι χαμηλή. Πρέπει να εξασφαλίσει το 4% του ΑΕΠ για εξυπηρέτηση του δανείου της έναντι 5% Ιταλίας και Πορτογαλίας.
No comments:
Post a Comment