Wednesday, 29 August 2012

Todo sobre mi hija: όλα για την κόρη μου*
Tου Στεφανου Κασιματη
Παρακολουθώ τη συζήτηση για τους διορισμούς συγγενών πολιτικών σε θέσεις μετακλητών υπαλλήλων στη Βουλή και μου προξενεί εντύπωση πώς διαφεύγει από τους σχολιαστές μία εξόχως σημαντική διάσταση του θέματος. Επικρίνουμε τον Β. Πολύδωρα, που διόρισε την κόρη του, καθώς και τον Ι. Τραγάκη, που διόρισε τέσσερα άτομα εκ των οποίων το ένα ήταν συγγενής του (δεν του είχαν μείνει άλλοι, βλέπετε - είχε προλάβει να τους διορίσει σε καλύτερες εποχές...), προσπερνάμε όμως το γεγονός ότι η σύγκριση των δύο προσφάτων κρουσμάτων νεποτισμού αποδεικνύει περίτρανα τη φυσική ανωτερότητα του Μπάιρον, ακόμη και σε όσους η κακή προαίρεση ή, συχνότερα, ο φθόνος τους εμποδίζει να τη διακρίνουν αμέσως στη θωριά του.
Καταλαβαίνουμε αμέσως, θέλω να πω, γιατί ο Μπάιρον είναι ψηλός, λεπτός και ωραίος στο πρότυπο του ρομαντικού ήρωα, ενώ ο Τραγάκης είναι κοντούλης και ολοστρόγγυλος, με όψη πονηρού πλανόδιου πωλητή κηπευτικών σε λαϊκή αγορά. Γιατί, στα 65 του χρόνια, το μαλλί του Βύρωνα είναι ακόμη στιλπνό και βαθυκάστανο, χωρίς ούτε μία λευκή τρίχα, ενώ του Τραγάκη, που είναι μόλις τρία χρόνια μεγαλύτερος του Βύρωνα έχει σχεδόν ασπρίσει. (Βέβαια, εδώ πρέπει να πούμε ότι το μαλλί του Βύρωνα δεν είναι πάντα βαθυκάστανο. Αλλοτε το βλέπουμε μαύρο, ενίοτε ανοιχτό καστανό, κάποτε ακόμη και βαθυκόκκινο. Αλλά οι διαφορές στην απόχρωση δεν έχουν άλλη σημασία παρά μόνο να τονίσουν τη σπανιότητα του θαυμαστού δώρου που η Φύση επεφύλαξε για ένα αγαπημένο παιδί της...) Καταλαβαίνουμε, επίσης, γιατί ο Μπάιρον διέπρεψε ως ρήτωρ, μύστης, ιστορικός, φιλόσοφος, προφήτης, ποιητής κ.ά., ενώ ο Τραγάκης είναι ένας πολιτευτής της σειράς, που ήταν μια ζωή στο κυνήγι του παραπολιτικού, ώσπου κέρδισε την αράδα του σε μια υποσημείωση των παραλειπομένων της κοινοβουλευτικής Ιστορίας, με την θέση του Α΄ αντιπροέδρου της Βουλής.
Αυτή η διαφορά αναδεικνύεται αμέσως στο επιχείρημα με το οποίο ο Βύρων δικαιολόγησε τον διορισμό της θυγατρός του. Είπε ότι αυτή διαθέτει τρία μεταπτυχιακά και γνωρίζει τέσσερις ξένες γλώσσες. Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι είναι μεν μία, αλλά μετράει για τέσσερις. (Σημειωτέον, δε, ότι από σεμνότητα παρέλειψε και ένα μεταπτυχιακό. Μα τι λέω; Διδακτορικό! Διότι το να έχεις μεγαλώσει με τον Μπάιρον λογίζεται ως διδακτορικό...) Υπό το πρίσμα αυτό, έπαινοι αρμόζουν στον τέως πρόεδρο της Βουλής και όχι λοιδορίες. Διότι, βάσει των προσόντων της, θα εδικαιούτο να διορίσει την θυγατέρα του σε τέσσερις θέσεις, αλλά εκείνος τη διόρισε μόνον σε μία. Εύγε! Κατόπιν τούτου, δικαιούται να προσθέσει και ένα λοφίο στην περικεφαλαία του...
* Επειδή, αν ο Αλμοδόβαρ γνώριζε την ύπαρξη του Βύρωνα, σίγουρα θα τον έκανε ταινία.
Το «επιτελείο» του
Σχετικό με τα παραπάνω είναι και το περιστατικό που ακολουθεί - αν και ανήκει σε αλλοτινούς καιρούς, καλύτερους και για τους πολιτικούς και για τις οικογένειές τους.
Λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς της Αθήνας, ο τότε υπουργός Αθλητισμού έδωσε συνέντευξη σε έναν Γάλλο δημοσιογράφο, ο οποίος, παρά το νεαρό της ηλικίας του, κατείχε θέση σημαντική. Μετά το πέρας της συνέντευξης, ευγενέστατος ο υπουργός προσεφέρθη να συστήσει στον δημοσιογράφο τα στελέχη του «επιτελείου» του. Η προθυμία του υπουργού έκανε πολύ καλή εντύπωση στον Γάλλο, καθώς την εξέλαβε ως ένδειξη επαγγελματισμού εκ μέρους του. Στην πορεία της διαδικασίας των συστάσεων, όμως, ο Γάλλος κατάλαβε ότι αυτό που του παρουσίαζε με καμάρι ο υπουργός ήταν η ευρύτερη υπουργική οικογένεια, διότι όλα τα στελέχη του «επιτελείου» συνέβαινε να είναι και συγγενείς του. Το βρήκε εξαιρετικά χαριτωμένο, κυρίως λόγω της ανυποψίαστης υπερηφάνειας του υπουργού, αλλά και ενδεικτικό του βάθους που έχουν οι διοικητικοί θεσμοί στην Ελλάδα και, γι’ αυτό, πάντα το αφηγείται σε όσους δείχνουν ενδιαφέρον για τις πλούσιες εμπειρίες που απέκτησε στη χώρα η οποία γέννησε τη Δημοκρατία...
Ο οικογενειάρχης Αθανάσιος Διάκος
Ο Αδωνις Γεωργιάδης φόρεσε τη φουστανέλα και το φέσι του, κόλλησε και ένα ψεύτικο μουστάκι στο πρόσωπο και έσυρε το γιαταγάνι απ’ το θηκάρι του! Κάποια Λένα Κιτσοπούλου τόλμησε να θίξει τον Αθανάσιο Διάκο! Και μάλιστα τον έθιξε, παρακαλώ, «ως άνθρωπο και οικογενειάρχη», σύμφωνα με την γλαφυρά διατύπωση του κατά τα άλλα λογιοτάτου βουλευτή, στην ερώτηση που κατέθεσε για μια ανούσια παράσταση του Φεστιβάλ Αθηνών, την οποία ούτε το κοινό πρόσεξε ούτε οι κριτικοί.
Μόνον οι πάντα εύθικτοι εθναμύντορες ασχολήθηκαν με αυτήν, επειδή τσίμπησαν στην ευκολία της πρόκλησης που χρησιμοποίησε η καλλιτέχνις, ελλείψει εμπνεύσεως μάλλον: Ο Αθανάσιος Διάκος επιστρέφει και ζει στην Αθήνα του σήμερα. Τι μας λέτε! Μα είναι τέτοια η χοντροκοπιά της ιδέας, ώστε το πρόβλημα μοιράζεται εξίσου σε εκείνους που τη συνέλαβαν και στους άλλους που κάθονται και την παίρνουν στα σοβαρά. Πολύ περισσότερο για τους δεύτερους, όταν την πατάνε όπως ο Αδωνις, ο οποίος σε δύο σημεία της ερώτησης αναφέρει ότι η παράσταση δόθηκε στο Ηρώδειο, ενώ ανέβηκε στη σκηνή της Πειραιώς. Αφήστε δε ότι στην προσπάθειά του να υπερασπισθεί τη μνήμη του ήρωα καταφέρνει να την προσβάλει, αφού αποδίδει την ιδιότητα του «οικογενειάρχη» σε έναν μοναχό.
Υποψιάζομαι ότι ο καλός βουλευτής, ως άνθρωπος του πάθους, έχει την τάση να φαντάζεται τους ήρωές του με τους όρους της δικής του πραγματικότητας. Κατά τούτο, μου θυμίζει τον συμπαθή Γιάννη Ιωαννίδη, ο οποίος, μιλώντας κάποιον Αύγουστο στη Βουλή, ευχήθηκε χρόνια πολλά στον Μέγα Αλέξανδρο, γιατί αν ζούσε σε λίγες μέρες θα ήταν η γιορτή του. Σε τελευταία ανάλυση όμως, το ίδιο ακριβώς δεν κάνει και η Λ. Κιτσοπούλου; Κιτς, σε κάθε περίπτωση...

No comments:

Post a Comment