Sunday, 9 August 2015

Μακαριονήσι

Απόσπασμα από μυθιστόρημα της Βέα Κάιζερ

Makarionissi, Cover

Φιλολογική ανάγωνση της νεαρής Αυστριακής συγγραφέως Βέα Κάιζερ 16/6, ώρα 8.00 μ.μ., στο λογοτεχνικό κέντρο Literaturhaus München από το μυθιστόρημά της «Μακαριονήσι». Από την Ελλάδα στην Κάτω Σαξονία, από τη δεκαετία του πενήντα στο σήμερα: Στο νέο της μυθιστόρημα η Βέα Κάιζερ διηγείται με μοναδικό τρόπο το κυνήγι της ευτυχίας μιας οικογένειας και τις συναφείς καταστροφές, γράφει για επίδοξους ήρωες και καρδιοκατακτητές. Και τη μεγάλη αγάπη που τη συναντάς όχι μόνο μια φορά. Η Μαριάννα Χάλαρη μετέφρασε τον Πρόλογο για το diablog.eu.

Σε μια μικρή πόλη της Κάτω Σαξονία ανακαλύπτεται ο ερωτισμός της γερμανικής γλώσσας. Στην αυστριακή επαρχία ένας παράξενος σταρ ελαφρών επιτυχιών νοσταλγεί μια γυναίκα που έχασε πριν από 40 χρόνια. Σε μια ελβετική μεγαλούπολη ένας ερωτοχτυπημένος μάγειρας κάνει καριέρα χάρη σε πολτοποιημένα μυρμήγκια. Και σε κάποιο ελληνικό νησί ένας άνεργος συνδικαλιστής αναζητεί απεγνωσμένα τη βέρα του για να εξαπατήσει τον θάνατο. Αλλά όλα έχουν την αρχή τους σε ένα διχασμένο από τον πόλεμο χωριό στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Με μια γιαγιά γνήσια προξενήτρα, η οποία δεν διστάζει μπροστά σε καμιά δολοπλοκία προκειμένου να εξασφαλίσει την επιβίωση της οικογένειάς της. Και με την έξυπνη, πεισματάρα και μαχητική Ελένη και τον εξάδελφό της Λευτεράκη, ο οποίος δεν αποζητά τίποτα άλλο παρά την ειρήνη. Όσο ήταν αχώριστοι ως παιδιά, άλλο τόσο αποξενώνονται ως ενήλικες. Και όμως δεν κάνουν χώρια. Με απαράμιλλη κωμικοτραγικότητα, στοργική ματιά για τη λεπτομέρεια και μια δυναμική πανδαισία διήγησης η Βέα Κάιζερ ξετυλίγει την ιστορία μιας αξέχαστης οικογένειας που χρειάστηκε να σκορπίσει στους τέσσερεις ανέμους για να ξανανταμώσει. Ένα μυθιστόρημα για την καρτερική νοσταλγία και μοναξιά, για νέα ξεκινήματα, για κάστρα στην άμμο προορισμένα για την αιωνιότητα και την ομορφιά της ζωής ως καρτ-ποστάλ.

Η Βέα Κάιζερ, που γεννήθηκε το 1988 στην Αυστρία, δημοσίευσε το 2012 το πρώτο της μυθιστόρημα «Blasmusikpop oder Wie die Wissenschaft in die Berge kam» (Ποπ με πνευστά ή Πώς ήρθε η επιστήμη στα βουνά), που κατέλαβε την πρώτη θέση των μπεστ σέλερ της αυστριακής ραδιοφωνίας-τηλεόρασης ORF και ενθουσίασε τόσο το αναγνωστικό κοινό όσο και τον Τύπο. Στα σκαριά βρίσκονται μεταφράσεις στα τσεχικά, ολλανδικά και γαλλικά καθώς και μια κινηματογραφική μεταφορά. Μετά την περιοδεία προώθησης του βιβλίου της σε περισσότερες από 100 πόλεις και 10 χώρες σπουδάζει τώρα στη Βιέννη αρχαία ελληνικά. Το δεύτερο μυθιστόρημα τής Βέα Κάιζερ «Makarionissi oder Die Insel der Seligen» (Μακαριονήσι ή Το νησί των μακαρίων) δημοσιεύτηκε τον Μάιο του 2015.

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Βέα Κάιζερ «Μακαριονήσι»

1η ωδή
Μιλάει για ένα μικρό ορεινό χωριό στα ελληνοαλβανικά σύνορα, όπου δύο,
που βασικά συμπαθούνται μεταξύ τους, χωρίζονται,
επειδή η οικογένεια έχει γι αυτούς
μεγαλεπήβολα σχέδια.
Πρόλογος
Στο Βαρίτσι, ένα μικρό ορεινό χωριό κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα, υπήρχε μια παροιμία που έλεγε ότι η πιο σκοτεινή ώρα είναι πάντοτε εκείνη λίγο πριν από την ανατολή του ήλιου. Όταν, ωστόσο, την άνοιξη του χίλια εννιακόσια πενήντα έξι η Μαρία Κουζή πετάχτηκε έντρομη απ’ τον ύπνο της και ακούμπησε να στηριχθεί στον τοίχο της κρεβατοκάμαράς της, όπου οι αιωνόβιες πέτρες ηρέμησαν κάπως το άγριο καρδιοχτύπι της, εκείνη ήταν βέβαιη ότι δεν είχε ξαναδεί τόσο σκοτεινή νύχτα στη ζωή της, κι ας ήταν μόλις λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Η Μαρία Κουζή αναρωτήθηκε: μήπως είχε χαθεί στις σκέψεις της; Μήπως ονειροπολούσε; Ή μήπως απλώς την είχε πάρει ο ύπνος; Η ηλικιωμένη γυναίκα δεν εμπιστευόταν τον ύπνο, αφού όποιος κοιμάται πολύ βαθιά χάνει όσα συμβαίνουν γύρω του. Εν πάση περιπτώσει, ήταν πεπεισμένη ότι μόλις πριν από λίγο της είχε σταλεί ένα σημάδι. Γιατί σε όλη της τη ζωή, η Μαρία Κουζή είχε μάθει να εμπιστεύεται τα σημάδια, με όποια μορφή κι αν εμφανίζονταν.
Όταν ήταν νέα ακόμη και ζούσε στην πατρίδα της, στη μικρασιατική πόλη της Χίμαιρας, κάποτε τα ζώα άρχισαν ξαφνικά να γεννοβολάνε. Ένα μοσχαράκι με δύο κεφάλια, ένα κατσικάκι με δέρμα ολόλευκο, που γυάλιζε κι έμοιαζε με δέρμα ανθρώπινου μωρού. Ούτε τα σκυλιά καλά καλά δεν πλησίαζαν αυτά τα πλάσματα, ενώ όταν από μια φωλιά έπεσε κάποτε ένα πουλάκι που δεν είχε φτερά, τότε πια, το χίλια εννιακόσια δεκαοχτώ, η Μαρία Κουζή και η μητέρα της αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη Μικρά Ασία. Ο πατέρας της, μορφωμένος έμπορος με σπουδές στο Παρίσι, έβρισκε για γέλια τη θεωρία αυτή των σημαδιών κι έτσι έμεινε εκεί. Οι Τούρκοι, που εισέβαλαν στην πόλη λίγες εβδομάδες αργότερα, στην ολέθρια προσπάθειά τους να καθαρίσουν όλα τα παράλια από τους Έλληνες, τον έσφαξαν, λεηλάτησαν το σπίτι της οικογένειας και το πυρπόλησαν.
Στους πλημμυρισμένους με πρόσφυγες δρόμους του Πειραιά, όπου τελικά κατέληξαν η Μαρία Κουζή και η μητέρα της, μια πλανόδια πωλήτρια την κέρασε ένα φλιτζάνι καφέ: το είχε καημό να απολαύσει ξανά μια τέτοια πολυτέλεια. Κι όμως, τη Μαρία δεν την ένοιαζε να κατεβάσει μια κι έξω τον σκούρο χρυσό· την ένοιαζε μονάχα το κατακάθι, το οποίο σιγά σιγά είχε συγκεντρωθεί στον πάτο του φλιτζανιού, ενώ στο χείλος του είχε σχηματιστεί ένα δαχτυλίδι. Και, όπως ακριβώς το είχε υποσχεθεί ο οιωνός του δαχτυλιδιού, λίγες ημέρες αργότερα συνάντησε τον άντρα της ζωής της: έναν πλούσιο αλατέμπορο από τα βορειοδυτικά ορεινά χωριά. Εκείνος εντυπωσιάστηκε από την εξυπνάδα, τη μόρφωση και τη γοητεία της, και την παντρεύτηκε, παρόλο που ούτε ήξερε να μαγειρεύει ούτε είχε και καμιά προίκα. Και χάρη σ’ εκείνο το φλιτζάνι καφέ, η Μαρία βρέθηκε στο κρεβάτι αυτό στο οποίο ξάπλωνε ακόμη και σήμερα, πολλά χρόνια μετά από τον θάνατο του άντρα της, σε ένα αρχοντικό χτισμένο με γερούς πέτρινους τοίχους, στο πιο μεγάλο σπίτι σ’ ολόκληρο το Βαρίτσι, το ορεινό χωριό κοντά στα σύνορα με την Αλβανία, απ’ όπου εδώ και δεκαετίες περνά ο σημαντικότερος εμπορικός δρόμος του αλατιού.
Η Μαρία Κουζή πίστευε ακλόνητα ότι οι πρόγονοι έστελναν σημάδια από τον ουρανό, προκειμένου να δείξουν τον δρόμο στις επόμενες γενιές. Τα σημάδια μπορεί να εμφανίζονταν σε οποιοδήποτε μέρος και οποιαδήποτε στιγμή· τις κρυστάλλινες σφαίρες μονάχα δεν πίστευε, τις θεωρούσε μία από τις μαγγανείες που συνήθιζαν να κάνουν οι γύφτισσες.
Όταν εκείνη τη νύχτα του πενήντα έξι πετάχτηκε από το κρεβάτι της, της είχε φανερωθεί ένα σημάδι με τη μορφή οράματος. Κι αμέσως μόλις συνειδητοποίησε ότι είχε ξυπνήσει πια για τα καλά, η Μαρία Κουζή, την οποία όλοι στο χωριό τη φωνάζανε απλώς γιαγιά Μαρία, με ένα χαμόγελο σχηματισμένο στο γεμάτο ρυτίδες πρόσωπό της έτρεξε στην αυλή κι έπεσε στα γόνατα, μπροστά στο χωνευτό στον τοίχο εικονοστάσι. Τα άσπρα της μαλλιά, λουσμένα στο φεγγαρόφωτο, έλαμπαν φτάνοντας χαμηλά μέχρι τα πέλματά της, στα οποία καθόταν τώρα, καθώς έλεγε τη μία προσευχή μετά την άλλη και φιλούσε το τζάμι μπροστά από το εικονοστάσι, μέχρι που θάμπωσε εντελώς από την ανάσα της.
Εκείνη τη νύχτα είχε φανερωθεί στη γιαγιά Μαρία η Αγία Παρασκευή, ολόλαμπρη και μεγαλοπρεπής, και την είχε διαβεβαιώσει ότι τα σχέδια που έκανε για τα παντρολογήματα των εγγονιών της ήταν απολύτως θεμιτά.
Η ηλικιωμένη γυναίκα είχε κάνει ήδη πολλά προξενιά. Ακόμη και παλικάρια και κοπέλες που προηγουμένως δεν χωνεύονταν καθόλου, η γιαγιά Μαρία μπόρεσε και τα προξένεψε, όταν ακριβώς τα σημάδια υπόσχονταν μια ευνοϊκή έκβαση, κι έτσι εξασφάλισε την επιβίωση πολλών οικογενειών. Την ίδια τη λυπόταν πάντοτε ο κόσμος, επειδή είχε κάνει δίδυμες κόρες κι όχι γιο, μα η γιαγιά Μαρία είχε φροντίσει να αναπληρώσει το κενό αυτό, καλοπαντρεύοντας και τις δυο τους. Την κατά εικοσιένα λεπτά μεγαλύτερη, τη Δέσποινα, που ήταν ευαίσθητη, στοργική και πάντοτε βυθισμένη στις σκέψεις της, την είχε δώσει σε έναν έξυπνο δάσκαλο από το πάνω χωριό, ενώ την Παγώνα, που είχε δυο χέρια δυνατά και μπόλικη όρεξη για δουλειά, την είχε παντρέψει με έναν δουλευταρά μάστορα – καλές παντρειές και οι δύο, παρόλο που οι κοπέλες είχαν κληρονομήσει τα δόντια του συγχωρεμένου άντρα της γιαγιάς Μαρίας, τα οποία είχαν την τάση να σαπίζουν πριν την ώρα τους, ενώ επιπλέον ήταν και υπερβολικά κοντές, όπως εξάλλου και η ίδια η Μαρία, και δεν ήταν ευλογημένες παρά μονάχα με ελάχιστα θέλγητρα.
Έπειτα όμως ήρθε εποχή που οι κότες άρχισαν να κράζουν σαν κοκόρια, τα ψαλίδια έπεφταν και καρφώνονταν στο πάτωμα, την άνοιξη είχε κιόλας μαραθεί το χορτάρι, και είχε έρθει και ο πόλεμος. Το σαράντα οι Ιταλοί, το σαράντα ένα οι Γερμανοί, κι όταν πια είχαν περάσει οι συμφορές που έφεραν οι εξωτερικοί εχθροί, η χώρα διχάστηκε για το ποιος θα την κυβερνούσε στο μέλλον. Ο άντρας της Δέσποινας έκανε γιο, βγήκε αντάρτης στο βουνό με τους κομμουνιστές και δεν τον ξανάδε ποτέ κανείς. Ο άντρας της Παγώνας πολεμούσε με τα πιστά στο στέμμα στρατεύματα κι έτσι έμεινε στο χωριό, η Παγώνα τού χάρισε έξι κόρες, από τις οποίες ωστόσο επέζησαν μόνο η πρώτη και η τρίτη, η δεύτερη πέθανε από την πείνα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, η τέταρτη και η πέμπτη γεννήθηκαν σιαμαίες κι έσβησαν τρεις μέρες μετά, και η τελευταία ήρθε στον κόσμο ήδη νεκρή.
Τα χρόνια του πολέμου είχαν καταδικάσει το χωριό σε ασιτία, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακόμη και τα ζιζάνια που φύτρωναν ανάμεσα στις πέτρες του λιθόστρωτου τα έβραζε ο κόσμος και τα έκανε σούπα, ενώ και τα ταχυδρομικά περιστέρια αναγκάστηκαν τότε να πουν το στερνό τους τραγούδι – και σχεδόν κανείς δεν ήθελε πια να κάνει παιδιά. Η γιαγιά Μαρία είχε διαβάσει τα σημάδια. Η μεγαλύτερή της έγνοια ωστόσο δεν ήταν η πείνα, μα το ότι ο μονάκριβος εγγονός της δεν θα έβρισκε ποτέ γυναίκα να παντρευτεί, όταν θα ερχόταν πάλι η ειρήνη στον τόπο τους, όπως άλλωστε υπόσχονταν τα σημάδια. Τα λιγοστά κορίτσια που είχαν απομείνει ήταν λογοδοσμένα με άλλα αγόρια, από τη γέννα τους κιόλας. Κανείς δεν γνώριζε καλύτερα από τη γιαγιά Μαρία τους άγραφους νόμους των συνοικεσίων στο Βαρίτσι. Και κανείς δεν ήξερε καλύτερα από εκείνη ότι ο πολυαγαπημένος της εγγονός, ο Λευτεράκης, μάλλον θα έμενε κάποτε γεροντοπαλίκαρο.
Όποτε η κόρη της η Δέσποινα καθόταν και τύλιγε την κλωστή στην ανέμη, θηλάζοντας ταυτόχρονα τον μικρό, η γιαγιά Μαρία βαρυγκομούσε για το κακό που τις είχε βρει, που ο Λευτεράκης δηλαδή θα ήταν από νωρίς αναγκασμένος να φύγει από το χωριό, για να βρει γυναίκα. Κι όποτε καθάριζε μήλα η Παγώνα, η γιαγιά Μαρία της έλεγε πόσο πολύ λυπόταν που η οικογένεια της Παγώνας δεν θα είχε ποτέ μερίδιο από την οικογενειακή κληρονομιά – τα κορίτσια της ήταν ήδη πολύ μεγάλα για τον Λευτεράκη, κι έτσι ένας τέτοιος γάμος δεν θα ήταν καθόλου ταιριαστός. Η γιαγιά Μαρία τύλιγε σιγά σιγά στα δίχτυα της τις δυο της κόρες, τις πότιζε με έγνοιες και φόβους, και σύντομα οι δίδυμες αδερφές άρχισαν τα μεταξύ τους ψιθυρίσματα, τι καλά που θα ήτανε, λέει, να μπορούσαν να παντρέψουν τα παιδιά τους – στην αρχή τα λέγανε χαμηλόφωνα, μετά πιο δυνατά – μέχρι που την άνοιξη του σαράντα οχτώ, η Παγώνα, αφού την ορμήνεψε και η μάνα της, χώρεσε όπως όπως στα παλιά της τα εσώρουχα, εκείνα που φορούσε την πρώτη νύχτα του γάμου, και μέθυσε τον άντρα της, τον Σπύρο. Και το επανέλαβε αυτό άλλες δυο φορές, μέχρι που φούσκωσε η κοιλιά της· έκανε κορίτσι, και το είπαν Ελένη.
Ο Σπύρος έγινε έξω φρενών, αφού η Παγώνα του είχε υποσχεθεί ότι δεν θα έφερνε άλλο παιδί στον κόσμο σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Η Παγώνα όμως του ψιθύριζε στ’ αυτί ότι το παιδί αυτό ήταν άλλη μια απόδειξη του ανδρισμού του. Το κορίτσι το είχαν όλοι μη στάξει και μη βρέξει: η Δέσποινα τη φρόντιζε, γιατί δεν ήταν απλώς ανιψιά της, μα και μελλοντική της νύφη· η Παγώνα την περιποιούνταν κι εκείνη με τη σειρά της, γιατί η μικρή θα εξασφάλιζε μια κληρονομιά στην πλευρά αυτή της οικογένειας· και η γιαγιά Μαρία είχε βρει στην Ελένη τη νέα της αδυναμία. Αυτά συνέβαιναν προς μεγάλη δυσαρέσκεια των μεγαλύτερων εγγονιών, του Φώτη και της Χριστίνας, τα οποία έβρισκαν εντελώς άδικο το ότι η γιαγιά δεν τους είχε πει ποτέ ούτε ένα παραμύθι, ενώ στην Ελένη χάριζε ήδη ένα σωρό ιστορίες, και μάλιστα σε μια ηλικία που η μικρή ούτε καν τις καταλάβαινε.
Η Ελένη και ο Λευτεράκης μεγάλωναν και θέριευαν, είχαν γίνει υγιέστατα και γερά παιδιά. Η γιαγιά Μαρία πρόσεχε καλά, μην τυχόν και κάτσουν ποτέ στο ρεύμα – κι έτσι τίποτε δεν θα μπορούσε αργότερα να σταθεί εμπόδιο σε έναν γάμο ανάμεσα στους δυο τους. Τίποτε, εκτός από τις τύψεις της γιαγιάς Μαρίας. Κάθε φορά που κοίταζε στα μάτια το κορίτσι, αναρωτιόταν αν ήταν δίκαιο άραγε που η Ελένη είχε γεννηθεί μόνο και μόνο για να καλοπαντρευτεί ένα αγόρι. Κι όταν οι δυο τους έπαιζαν μεταξύ τους με μεγάλη οικειότητα, η γιαγιά δεν μπορούσε παρά να σκεφτεί ότι στο κάτω κάτω ήταν και ξαδέρφια – τι θα γινόταν, αν τα δισέγγονά της γεννιούνταν με ουρά γουρουνιού;
Εκείνη όμως τη δυσοίωνη ανοιξιάτικη νύχτα του πενήντα έξι, αφού η ηλικιωμένη γυναίκα είχε περάσει εφτά ολόκληρα χρόνια περιμένοντας ένα σημάδι, η Αγία Παρασκευή ήρθε τελικά στον ύπνο της, πήρε το χέρι της εφτάχρονης Ελένης και το έβαλε μες στο χέρι του εντεκάχρονου Λευτεράκη, ενώ την ίδια ώρα φύτρωναν ολόγυρα ηλίανθοι, που πολλαπλασιάζονταν δίχως τελειωμό και γύριζαν το κεφάλι τους προς το μέρος της Αγίας, λες και στρέφονταν προς τον ήλιο. Και καθώς η Μαρία Κουζή ξερίζωνε μες στη νύχτα λουλούδια από τον κήπο της, για να στολίσει την εικόνα, δάκρυα χαράς κυλούσαν στο ρυτιδιασμένο της πρόσωπο, επειδή πίστευε πως είχε πλέον εξασφαλίσει το μέλλον της οικογένειας, αλλά και τη διατήρηση της κληρονομιάς. Τα εγγόνια θα παντρεύονταν, θα δυνάμωναν πάλι τη θέση της οικογένειας στο Βαρίτσι. Τώρα πια μπορούσε να ξεκινήσει και η εποχή της ειρήνης, την οποία ονειρευόταν από τότε που, νέα γυναίκα ακόμη, έβλεπε από τη θάλασσα τα σύννεφα καπνού να πνίγουν την πατρίδα της.
Ένα μονάχα δεν σκέφτηκε, ανακουφισμένη καθώς ήταν: ότι οι ηλίανθοι είναι τα λουλούδια του άτυχου, του ανέλπιδου έρωτα. Αυτό δεν θα το θυμόταν παρά μονάχα μια δεκαετία μετά, όταν θα ήταν πια πολύ αργά.
Απόσπασμα από: „Makarionissi oder Die Insel der Seligen“ της Vea Kaiser, © 2015 by Verlag Kiepenheuer & Witsch GmbH & Co. KG, Köln. Φωτό: Πορτρέτο Βέα Κάιζερ, ©Ingo Pertramer. Υπόλοιπες φωτογραφίες από το Ιδιωτικό Αρχείο Αγγελικής Μαραγκού, ©diablog.eu.

No comments:

Post a Comment