Σε πλήρη εξέλιξη η διαπραγμάτευση σε πολιτικό επίπεδο
«Αποστολή μας ήταν να αντιληφθεί σε βάθος τις ελληνικές θέσεις για όλα τα ζητήματα, και για το χρέος» σημείωσε κορυφαίος κυβερνητικός παράγοντας, περιγράφοντας την ατζέντα των χθεσινών συνομιλιών του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά με τον νέο πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ.
Σε πλήρη εξέλιξη είναι η προσπάθεια του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά να εισαγάγει, πέραν της οικονομικής, και την πολιτική παράμετρο στην εξίσωση του ελληνικού προγράμματος και της εξόδου της Ελλάδας από την επιτήρηση της τρόικας στα τέλη του τρέχοντος έτους. Σε συνέχεια της συνάντησης με την κ. Αγκελα Μέρκελ, ο πρωθυπουργός συναντήθηκε χθες σε ένα τετ α τετ με τον νέο πρόεδρο της Κομισιόν κ. Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ, με την ίδια ακριβώς ατζέντα: τις εκκρεμότητες της αξιολόγησης, τις «κόκκινες γραμμές» της κυβέρνησης όπως για παράδειγμα η μείωση των συντάξεων, το σχέδιο εξόδου από το πρόγραμμα χωρίς λήψη των υπόλοιπων δόσεων του ΔΝΤ, τον τρόπο εποπτείας της Ελλάδας την «επόμενη ημέρα». «Αποστολή μας ήταν να αντιληφθεί σε βάθος τις ελληνικές θέσεις για όλα τα ζητήματα, και για το χρέος» σημείωσε, μετά τη συνάντηση και το γεύμα εργασίας στο Μουσείο Μπενάκη, κορυφαίος κυβερνητικός παράγοντας, προσθέτοντας ότι ο κ. Γιουνκέρ «πρέπει να γνωρίζει πώς είναι το θέμα στην Ελλάδα, ποιες είναι οι θέσεις μας για μια σειρά από πράγματα».
Ως προς τη θέση του κ. Γιουνκέρ, η ίδια πηγή σημείωνε ότι ο ίδιος έχει τοποθετηθεί πολλές φορές δημοσίως και, πάντως, ήταν θετικός. «Δεν είναι αρμόδιος για την αξιολόγηση, αλλά είναι βασικός παίκτης», προσέθετε ο κυβερνητικός παράγοντας, εξηγώντας πως ο νεοεκλεγείς πρόεδρος της Κομισιόν θέλει να έχει καθαρή άποψη και καλή γνώση, διότι το ελληνικό ζήτημα είναι από τα πρώτα θέματα που θέλει να αντιμετωπίσει μετά την 1η Νοεμβρίου, όταν αναλάβει και επισήμως. Τόσο το Μαξίμου όσο και η πλευρά Γιουνκέρ κρατούν χαμηλούς τόνους για τη χθεσινή συνάντηση, ωστόσο το γεγονός ότι αυτή συμπίπτει με την εν εξελίξει αξιολόγηση της τρόικας επί του ελληνικού προγράμματος ερμηνεύτηκε από κάποια μέλη της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας και ως «μήνυμα προς την τρόικα». Σε κάθε περίπτωση, η χθεσινή συνάντηση σηματοδοτεί την απόφαση του κ. Σαμαρά να αναβαθμίσει το επίπεδο της διαπραγμάτευσης, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζει και τη «σημασία» των αριθμών. Γι’ αυτό τον λόγο, άλλωστε, παράλληλα με το σχέδιο για απαλλαγή από το μνημόνιο και επιβεβαίωση της βιωσιμότητας του χρέους, η ελληνική κυβέρνηση εμφανίζεται συγκρατημένη ως προς τις φοροαπαλλαγές, ετοιμάζεται να παρουσιάσει ένα «ιδιόκτητο» αναπτυξιακό - μεταρρυθμιστικό σχέδιο και αποδέχεται αυξημένη εποπτεία της Κομισιόν.
Παράλληλα, είναι σαφές ότι στους συνομιλητές του -προ ημερών την Αγκελα Μέρκελ, χθες τον Ζ.Κ. Γιουνκέρ- αλλά και στο μεσοδιάστημα με πολλούς με τους οποίους συνομιλεί τηλεφωνικώς, ο κ. Σαμαράς αναδεικνύει και την παράμετρο «πολιτικό κεφάλαιο» που έχει η κυβέρνηση. Αυτό δεν είναι ανεξάντλητο και, συνεπώς, η κοινωνική και πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα θα πρέπει να συνυπολογιστεί στις τελικές αποφάσεις της Ενωσης.
Μετά τη συνάντηση στο Μαξίμου, ο πρωθυπουργός παρέθεσε γεύμα προς τιμήν του Ευρωπαίου αξιωματούχου στο Μουσείο Μπενάκη, στο οποίο παρακάθισαν και οι Ευ. Βενιζέλος, Γκ. Χαρδούβελης, Στ. Παπασταύρου και οι εκπρόσωποι του κ. Γιουνκέρ Μαργ. Σχοινάς και Νατάσσα Μπερτό.
Ως προς τη θέση του κ. Γιουνκέρ, η ίδια πηγή σημείωνε ότι ο ίδιος έχει τοποθετηθεί πολλές φορές δημοσίως και, πάντως, ήταν θετικός. «Δεν είναι αρμόδιος για την αξιολόγηση, αλλά είναι βασικός παίκτης», προσέθετε ο κυβερνητικός παράγοντας, εξηγώντας πως ο νεοεκλεγείς πρόεδρος της Κομισιόν θέλει να έχει καθαρή άποψη και καλή γνώση, διότι το ελληνικό ζήτημα είναι από τα πρώτα θέματα που θέλει να αντιμετωπίσει μετά την 1η Νοεμβρίου, όταν αναλάβει και επισήμως. Τόσο το Μαξίμου όσο και η πλευρά Γιουνκέρ κρατούν χαμηλούς τόνους για τη χθεσινή συνάντηση, ωστόσο το γεγονός ότι αυτή συμπίπτει με την εν εξελίξει αξιολόγηση της τρόικας επί του ελληνικού προγράμματος ερμηνεύτηκε από κάποια μέλη της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας και ως «μήνυμα προς την τρόικα». Σε κάθε περίπτωση, η χθεσινή συνάντηση σηματοδοτεί την απόφαση του κ. Σαμαρά να αναβαθμίσει το επίπεδο της διαπραγμάτευσης, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζει και τη «σημασία» των αριθμών. Γι’ αυτό τον λόγο, άλλωστε, παράλληλα με το σχέδιο για απαλλαγή από το μνημόνιο και επιβεβαίωση της βιωσιμότητας του χρέους, η ελληνική κυβέρνηση εμφανίζεται συγκρατημένη ως προς τις φοροαπαλλαγές, ετοιμάζεται να παρουσιάσει ένα «ιδιόκτητο» αναπτυξιακό - μεταρρυθμιστικό σχέδιο και αποδέχεται αυξημένη εποπτεία της Κομισιόν.
Παράλληλα, είναι σαφές ότι στους συνομιλητές του -προ ημερών την Αγκελα Μέρκελ, χθες τον Ζ.Κ. Γιουνκέρ- αλλά και στο μεσοδιάστημα με πολλούς με τους οποίους συνομιλεί τηλεφωνικώς, ο κ. Σαμαράς αναδεικνύει και την παράμετρο «πολιτικό κεφάλαιο» που έχει η κυβέρνηση. Αυτό δεν είναι ανεξάντλητο και, συνεπώς, η κοινωνική και πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα θα πρέπει να συνυπολογιστεί στις τελικές αποφάσεις της Ενωσης.
Μετά τη συνάντηση στο Μαξίμου, ο πρωθυπουργός παρέθεσε γεύμα προς τιμήν του Ευρωπαίου αξιωματούχου στο Μουσείο Μπενάκη, στο οποίο παρακάθισαν και οι Ευ. Βενιζέλος, Γκ. Χαρδούβελης, Στ. Παπασταύρου και οι εκπρόσωποι του κ. Γιουνκέρ Μαργ. Σχοινάς και Νατάσσα Μπερτό.
Ο ρόλος μιας Κομισιόν «σε μετάβαση»
Το τελικό στάδιο της κυβερνητικής προσπάθειας για απαλλαγή από το μνημόνιο, που ξεκίνησε με την υπερκάλυψη στόχων (π.χ. πρωτογενές πλεόνασμα) και συνεχίστηκε με την ταχεία έξοδο στις αγορές, συμπίπτει με ένα θεσμικό κενό αλλά και με μια εν εξελίξει διελκυστίνδα στο εσωτερικό της Ευρωζώνης ως προς την ακολουθούμενη πολιτική, καθώς Παρίσι και Ρώμη ή, για την ακρίβεια, οι κ. Φρ. Ολάντ και Μ. Ρέντσι μοιάζουν να αμφισβητούν τους κανόνες λιτότητας που επιβάλλει το Βερολίνο.
Το θεσμικό κενό δεν αφορά παρά το πρόσωπο του επικεφαλής της Κομισιόν αλλά και την ίδια την Επιτροπή που βρίσκεται σε φάση μετάβασης. Μπαρόζο, Ρεν, Ντάισελμπλουμ αποχωρούν, Γιουνκέρ, Μοσκοβισί και Ντε Γκίντος έρχονται αλλά ακόμη δεν έχουν αναλάβει. «Η πραγματικότητα είναι ότι αυτή τη στιγμή δεν έχουμε, επισήμως, συνομιλητή, δεδομένου ότι η τρόικα λειτουργεί με την εντολή (mandate) που είχε από την προηγούμενη Επιτροπή», σημειώνει κορυφαίο κυβερνητικό στέλεχος που εμπλέκεται στις διαπραγματεύσεις. Η αναμονή για την ολοκλήρωση της μετάβασης είναι μεν προβληματική, δεδομένου ότι η Αθήνα δεν έχει πολυτέλεια χρόνου ενόψει προεδρικής εκλογής, μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη, δε. Το Μαξίμου θα επιδιώξει να εκμεταλλευτεί τον χρόνο μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου, όταν και θα επιστρέψει η τρόικα, προκειμένου αφενός να ωριμάσουν οι πολιτικές διαβουλεύσεις, αφετέρου δε να προχωρήσει η υλοποίηση εκκρεμών δράσεων ώστε ο βαθμός συμμόρφωσης να αυξηθεί σε επίπεδα που θα μπορούν να αιτιολογήσουν τα ελληνικά επιχειρήματα για αναβολή ή ματαίωση επώδυνων μέτρων.
Τρεις επισκέψεις
Η Αθήνα δεν έχει κρύψει ότι επενδύει στην πολιτική αύρα του πρώην πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου. Ο κ. Ζ.Κ. Γιουνκέρ, που μόνον το τελευταίο διάστημα βρέθηκε τρεις φορές στην Αθήνα, θέλει να συνδέσει την έναρξη της προεδρίας του στην Κομισιόν με «καλές ειδήσεις» για το ελληνικό ζήτημα που, παράλληλα, θα σηματοδοτούν και μία αλλαγή στον τρόπο διαχείρισης των κρίσεων από ευρωπαϊκής πλευράς. Ο κ. Γιουνκέρ, άλλωστε, έχει παρακολουθήσει διά ζώσης όλες τις φάσεις του ελληνικού δράματος, ενώ η συμβολή του, το καλοκαίρι του 2012, ώστε η Αθήνα να μείνει στις ράγες της Ευρωζώνης και του προγράμματος ήταν καθοριστική.
Πέραν, όμως, του παράγοντα Γιουνκέρ, την ελληνική εξίσωση επηρεάζουν και οι εξελίξεις σε Γαλλία και Ιταλία, δύο χώρες πολλαπλάσιου μεγέθους και άρα επικινδυνότητας από την Ελλάδα, οι οποίες μοιάζουν να αψηφούν το δόγμα Μέρκελ. Μία πρώτη ανάγνωση θέλει την ελληνική κυβέρνηση υπό πίεση, όχι μόνον από το εξωτερικό αλλά και από την αντιπολίτευση στο εσωτερικό που θα καλεί τους κ. Σαμαρά και Βενιζέλο να ακολουθήσουν το παράδειγμα Ολάντ. Η άλλη ανάγνωση, ωστόσο, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, θέλει την αυξανόμενη πίεση από τις μεγάλες χώρες να λειτουργεί υπέρ της Ελλάδας. Εξηγούν ότι το Βερολίνο όχι μόνον έχει ανάγκη ένα ελληνικό success story αλλά, ενδεχομένως, πλέον και να δραστηριοποιηθεί προκειμένου αυτό να προβληθεί στο σύνολο της Ζώνης του Ευρώ. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι ακόμη και στο εσωτερικό της γερμανικής κυβέρνησης το ντιμπέιτ για το ελληνικό ζήτημα παραμένει ανοικτό.
Το θεσμικό κενό δεν αφορά παρά το πρόσωπο του επικεφαλής της Κομισιόν αλλά και την ίδια την Επιτροπή που βρίσκεται σε φάση μετάβασης. Μπαρόζο, Ρεν, Ντάισελμπλουμ αποχωρούν, Γιουνκέρ, Μοσκοβισί και Ντε Γκίντος έρχονται αλλά ακόμη δεν έχουν αναλάβει. «Η πραγματικότητα είναι ότι αυτή τη στιγμή δεν έχουμε, επισήμως, συνομιλητή, δεδομένου ότι η τρόικα λειτουργεί με την εντολή (mandate) που είχε από την προηγούμενη Επιτροπή», σημειώνει κορυφαίο κυβερνητικό στέλεχος που εμπλέκεται στις διαπραγματεύσεις. Η αναμονή για την ολοκλήρωση της μετάβασης είναι μεν προβληματική, δεδομένου ότι η Αθήνα δεν έχει πολυτέλεια χρόνου ενόψει προεδρικής εκλογής, μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη, δε. Το Μαξίμου θα επιδιώξει να εκμεταλλευτεί τον χρόνο μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου, όταν και θα επιστρέψει η τρόικα, προκειμένου αφενός να ωριμάσουν οι πολιτικές διαβουλεύσεις, αφετέρου δε να προχωρήσει η υλοποίηση εκκρεμών δράσεων ώστε ο βαθμός συμμόρφωσης να αυξηθεί σε επίπεδα που θα μπορούν να αιτιολογήσουν τα ελληνικά επιχειρήματα για αναβολή ή ματαίωση επώδυνων μέτρων.
Τρεις επισκέψεις
Η Αθήνα δεν έχει κρύψει ότι επενδύει στην πολιτική αύρα του πρώην πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου. Ο κ. Ζ.Κ. Γιουνκέρ, που μόνον το τελευταίο διάστημα βρέθηκε τρεις φορές στην Αθήνα, θέλει να συνδέσει την έναρξη της προεδρίας του στην Κομισιόν με «καλές ειδήσεις» για το ελληνικό ζήτημα που, παράλληλα, θα σηματοδοτούν και μία αλλαγή στον τρόπο διαχείρισης των κρίσεων από ευρωπαϊκής πλευράς. Ο κ. Γιουνκέρ, άλλωστε, έχει παρακολουθήσει διά ζώσης όλες τις φάσεις του ελληνικού δράματος, ενώ η συμβολή του, το καλοκαίρι του 2012, ώστε η Αθήνα να μείνει στις ράγες της Ευρωζώνης και του προγράμματος ήταν καθοριστική.
Πέραν, όμως, του παράγοντα Γιουνκέρ, την ελληνική εξίσωση επηρεάζουν και οι εξελίξεις σε Γαλλία και Ιταλία, δύο χώρες πολλαπλάσιου μεγέθους και άρα επικινδυνότητας από την Ελλάδα, οι οποίες μοιάζουν να αψηφούν το δόγμα Μέρκελ. Μία πρώτη ανάγνωση θέλει την ελληνική κυβέρνηση υπό πίεση, όχι μόνον από το εξωτερικό αλλά και από την αντιπολίτευση στο εσωτερικό που θα καλεί τους κ. Σαμαρά και Βενιζέλο να ακολουθήσουν το παράδειγμα Ολάντ. Η άλλη ανάγνωση, ωστόσο, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, θέλει την αυξανόμενη πίεση από τις μεγάλες χώρες να λειτουργεί υπέρ της Ελλάδας. Εξηγούν ότι το Βερολίνο όχι μόνον έχει ανάγκη ένα ελληνικό success story αλλά, ενδεχομένως, πλέον και να δραστηριοποιηθεί προκειμένου αυτό να προβληθεί στο σύνολο της Ζώνης του Ευρώ. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι ακόμη και στο εσωτερικό της γερμανικής κυβέρνησης το ντιμπέιτ για το ελληνικό ζήτημα παραμένει ανοικτό.
No comments:
Post a Comment