Αφήστε μας στην ησυχία μας
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Αυτό που κάνουμε με τη φύλαξη των συνόρων μας δεν είναι θέμα κυβερνήσεων, είναι κάτι βαθύτερο. Αν κοιτάξουμε τις αδρές γραμμές της πολιτικής μας στο θέμα, θα διαπιστώσουμε μία αντίφαση, η οποία νομίζω ότι αντανακλά προβλήματα στη νοοτροπία και την ταυτότητά μας.
Θυμηθείτε την εποχή που το μεταναστευτικό ήταν πρόβλημα κυρίως ελληνικό. Εμείς τότε απευθύναμε τις, ως είθισται, δραματικές εκκλήσεις μας προς τους Ευρωπαίους εταίρους και ζητούσαμε ευρωπαϊκούς πόρους για να ενισχύσουμε τη φύλαξη των ανατολικών συνόρων μας. Ζητούσαμε χρήματα, ανθρώπους και οργάνωση. Δεν το κάναμε για την πάρτη μας ― μακριά από εμάς παρόμοιες μικρότητες. Το κάναμε επειδή αυτά τα σύνορα ήταν της Ευρώπης. Ουάου, αναφωνώ, αλλά χωρίς θαυμαστικό.
Τι περίεργο, όμως. Τώρα που το μέγα ζήτημα εκρήγνυται, καθώς δέχεται το ανεξέλεγκτο ρεύμα του προσφυγικού από τη Συρία, ξαφνικά εμείς ανακαλύπτουμε ότι η φύλαξη των συνόρων μας είναι ιερά υποχρέωσις ημών των ιδίων και φρίττουμε στην ιδέα της παρέμβασης ευρωπαϊκών δυνάμεων.
Τι κι αν οι δικές μας υποδομές για τη φύλαξη των συνόρων δεν επαρκούν; Τι κι αν τα σύνορά μας είναι σαν μην υπάρχουν; (Αλλωστε, «υπάρχουν σύνορα στη θάλασσα;» αναρωτήθηκε, από άλλη σκοπιά, ο πρωθυπουργός μόλις προσφάτως...). Ακόμη και αν είναι διάτρητα, δεν παύουν να είναι δικά μας και κάτω τα χέρια όλοι οι άλλοι! (Εκτός από εκείνους που τα παραβιάζουν, βέβαια...). Στην ιδέα ότι, ενδεχομένως, χρειάζεται ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό σχέδιο, που προϋποθέτει συνεργασία μας και με ξένες στρατιωτικές δυνάμεις, ίσως και μη ευρωπαϊκές, αμέσως αρπάζουμε το καλσόν και το τεντώνουμε επικίνδυνα: «Το βλέπετε; Αν δεν πάψετε, θα το σκίσω».
Είναι η κλασική περίπτωση της ευχής που γίνεται πραγματικότητα και καταλήγει σε τραγωδία ή, καλύτερα για τη δική μας περίπτωση, σε κωμωδία. Το λέγαμε «ευρωπαϊκό», με σκοπό να πασάρουμε στους άλλους και τις δικές μας ευθύνες. Το φέρνουν έτσι τα πράγματα και το θέμα γίνεται ευρωπαϊκό και μάλιστα με διαστάσεις ώστε να απειλεί την Ευρώπη με διάσπαση; Δώστου εμείς γαντζωνόμαστε από την ελληνική πλευρά του! Δεν είναι πονηριά ― αν και κάποιοι μπορεί να το δουν και έτσι. Κακομοιριά είναι και σχετίζεται με τις αμφιβολίες, τις ιστορικές ασάφειες και, κυρίως, την ανασφάλεια της εθνικής μας ταυτότητας.
Είναι η κλασική περίπτωση της ευχής που γίνεται πραγματικότητα και καταλήγει σε τραγωδία ή, καλύτερα για τη δική μας περίπτωση, σε κωμωδία. Το λέγαμε «ευρωπαϊκό», με σκοπό να πασάρουμε στους άλλους και τις δικές μας ευθύνες. Το φέρνουν έτσι τα πράγματα και το θέμα γίνεται ευρωπαϊκό και μάλιστα με διαστάσεις ώστε να απειλεί την Ευρώπη με διάσπαση; Δώστου εμείς γαντζωνόμαστε από την ελληνική πλευρά του! Δεν είναι πονηριά ― αν και κάποιοι μπορεί να το δουν και έτσι. Κακομοιριά είναι και σχετίζεται με τις αμφιβολίες, τις ιστορικές ασάφειες και, κυρίως, την ανασφάλεια της εθνικής μας ταυτότητας.
Σχετίζεται, βεβαίως, και με τη γενική πολιτική κατεύθυνση της κάθε κυβέρνησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ, λ.χ., είναι φανερό ότι δεν θέλει ούτε να ακούει για ανάσχεση είτε του μεταναστευτικού είτε του προσφυγικού κύματος. Δικαιολογημένα από την πλευρά του, αφού η σοσιαλιστική Ευρώπη, που παραμένει στρατηγικός στόχος της πολιτικής του, προϋποθέτει την κατάρρευση των υπαρχουσών δομών της δήθεν νεοφιλελεύθερης Ευρώπης.
Στο βάθος, όμως, η αντίφαση της στάσης μας στο ζήτημα των συνόρων και της φύλαξής τους είναι αντανάκλαση της αμφιθυμίας μας απέναντι στην Ευρώπη. Μας αρέσει να ανήκουμε εκεί, αλλά τρομάζουμε στην ιδέα ότι, με τον καιρό και τον συγχρωτισμό, μπορεί να τους μοιάσουμε. Φουσκώνουμε από περηφάνια για την εθνική μας ταυτότητα, αλλά δεν θέλουμε να τη μιάνουν οι σύγχρονες μορφές της πραγματικότητας. Την αφήνουμε, λοιπόν, ψηλά στο ράφι της βιβλιοθήκης, σαν βιβλίο, εντυπωσιακό μεν στον όγκο, το οποίο όμως ποτέ δεν διαβάσαμε. Υπό τέτοιους όρους, είναι φυσικό μια εθνική ταυτότητα που απέχει από την πραγματικότητα, να γίνεται εμπόδιο στην προσπάθεια μιας χώρας να προσαρμοσθεί σε συνθήκες που αλλάζουν.
Δεν θέλουμε, επομένως, να γίνουμε λιγάκι περισσότερο Ευρωπαίοι, αλλά ούτε αισθανόμαστε ασφαλείς με την ταυτότητά μας. Τι κάνουμε; Μένουμε αμήχανοι και περιμένουμε κάτι απροσδιόριστο ― αν δεν είναι ο Γκοντό, θα είναι οι βάρβαροι. Τη δε αμηχανία μας ενισχύει και η ακινησία των θεσμών του κράτους μπροστά στις προκλήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι, αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά του στο υπουργείο Εθνικής Αμύνης, ο κυβερνητικός εταίρος του Τσίπρα είπε, σχετικώς με το μεταναστευτικό, σε μια αποστροφή της ομιλίας του: «Γνωρίζετε ότι έκανα τα πάντα προκειμένου να μην εμπλακεί ο Στρατός στο ζήτημα».
Αναρωτιέμαι γιατί θα ήταν αποτρόπαιο να αναμειχθεί ο Στρατός στο ζήτημα, αφού διαθέτει και πόρους και τεχνογνωσία για την αντιμετώπιση παρόμοιων ανθρωπιστικών κρίσεων. Ενδέχεται η αξιοποίησή του να μην είναι απαραίτητη, σε κάθε περίπτωση, όμως, γιατί το ζήτημα οιασδήποτε αλλαγής αφορά τον ρόλο ή τις δράσεις του Στρατού πρέπει να είναι πάντα ταμπού στην Ελλάδα; Επειδή, όπως υποψιάζομαι, στην περίπτωση αυτή η εθνική ανασφάλεια που περιγράφω παραπάνω συναντά τον συντεχνιασμό και βολεύονται. Ο Στρατός είναι θεσμός του νεότερου ελληνικού κράτους, ο οποίος δημιουργήθηκε σχεδόν συγχρόνως με την εθνική ταυτότητά μας και, ως τέτοιος, είναι σχεδόν ιερός. Σκοπό του έχει ν’ αντιμετωπίζει την απειλή του αρχέγονου και προαιώνιου εχθρού (αντιλαμβάνεσθε...) και, συνεπώς, η οργάνωση, δομή του, ο επιχειρησιακός προσανατολισμός του κ.λπ. ανήκουν και αυτά στη σφαίρα της αιωνιότητας και, άρα, τίθενται εκτός συζήτησης.
Ωστόσο, όσοι ενημερώνονται για την επικαιρότητα σε άλλες χώρες (του επιπέδου στο οποίο αξιώνουμε να ανήκουμε, αλλά δεν είμαστε και τόσο σίγουροι αν μας θέλουν ή μπορούμε...) γνωρίζουν ότι η σχέση των μέσων που έχει στη διάθεσή του ο στρατιωτικός μηχανισμός της χώρας και των σκοπών που καλείται να επιτελέσει αναπροσαρμόζεται διαρκώς, παρακολουθώντας τις νέες μορφές απειλών και τις νέες ανάγκες στον τομέα της εθνικής ασφαλείας. Αυτό συμβαίνει σε όλες τις χώρες, όπου η ύπαρξη υπολογίσιμου στρατεύματος συνδέεται ιστορικά με την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων τους. Εχω την εντύπωση ότι το ίδιο θα οφείλαμε να κάνουμε και εμείς. Αντιθέτως, από την περιπέτεια των τελευταίων έξι ετών, καταλαβαίνω ότι ο Στρατός στην Ελλάδα παραμένει το τελευταίο καλά κρυμμένο μυστικό του δημοσίου τομέα. Μπορεί ―που λέει ο λόγος― να μην έχει καύσιμα, αλλά εξακολουθεί να προβλέπει 50 οργανικές θέσεις για στρατηγούς, όπως και στις ΗΠΑ.
Αφήστε μας στην ησυχία μας, λοιπόν. Αυτό λέμε, καθώς βλέπουμε γύρω μας τον κόσμο να αλλάζει και δεν κάνουμε τίποτε. Ποια ησυχία μας, όμως; Ελα ντε! Να μπορούσες να πεις τουλάχιστον ότι την έχουμε...
No comments:
Post a Comment