Friday 10 January 2014

ΜΟΝΤΡΕΑΛ 1956
Μέσα από το τραίνο πούτρεχε, καίτοι κοντόβραδο του 8/βρη, διέκρινα τη γη και τα τοπία της. Αλλοτινός τόπος που η απεραντωσύνη  του αιχμαλωτίζει. Κουρασμένοι όντες από το ταξείδι, στην έλευση του σούρουπου πέσαμε στο κάθισμα για ύπνο, ένα ύπνο νανούρισμα, προερχόμενο από το ρυθμικό κούνημα και τον μονότονο θόρυβο, π’αφιναν πίσω τους μηχανές και συρυξιές. Εκείνες τις εποχές δεν ήταν ακαταφρόνητες οι αποστάσεις, απαιτούντο 24 ώρες ταξείδι για να αριβάρουμε στο Μοντρεάλ. Στις 7 το πρωί σύθαμπο ακόμη όξου, και η ποικιλομορφία της καναδικής γης άρχισε να φωτογραφίζεται στα μάτια - σαν τρεχούμενη έκθεση ζωγραφικής. Ο,τι η ματιά άρπαζε κι’ ο νούς αποτύπωνε, ήτανε θαυμαστή ζωγραφιά! Πράσινοι ακόμη λόφοι, αλλού κίτρινες καλλιέργειες που μόλις είχαν θεριστεί, πιο πέρα ποταμοί μεγάλοι, μπάς κι’είναι μικρός ο Αγιος Λαυρέντιος;  Λίμνες σαν θάλασσα μεγάλες, πεδιάδες αχανείς, με ποικιλίες δέντρων και χωριά –χωριουδάκια πολιτειούλες, όμορφα τοποθετημένες πάνω στους δρόμους  με μεγάλες εκκλησιές. Αναγνώρισα πως σε τούτες τις πατρίδες ο Θεός είναι παρών. Παντού δρόμοι διάσπαρτοι και  διάπλατοι  και ζώα- ζώα πολλά σε ξέχωρες ράτσες τρέχουν πέρα-δώθε, με ουρανό γιομάτονε πουλιά, σε ποικιλίες χρώμματος και μεγέθους, πορευόμενα το δρόμο τους για τον νοτιά. Ενας τόπος φαντασμαγορία. Να ο ανατολικός Καναδάς που περάσαμε, και που φευγαλέα είδαμε και να το Μοντρεάλ που φτάσαμε.
Νέα  στο αντίκρυσμά της, ξεχωριστή  πολιτεία και κοινωνία  που ελκύει. Στον σταθμό δεν με περίμενε κανείς, κι’ούτε είχα απαιτήσεις. Τον ερχομό μου εδώ τον ξερανε οι Αρχές κι’ ο Νίκος ο Μπουρμπούλης που είχε εγκατασταθεί στο Χώλ, χωριό  δίπλα στην Οττάβα. Ανοιξα τον κατάλογο, όπου σημείωσα τον Σπύρο τον Μοσχονά, χωριανό μας γέννημα και θρέμμα.  Πέραν αυτού ήταν και κουμπάρος του πατέρα. Στο τηλέφωνό μου χάρηκε, απαντώντας - κουμπαρόπουλο μην κουνηθής, μείνε όπου είσαι-  γιατί σε 15 λεπτά θάμαστε κεί. Μετέφερα τα λόγια του όπως τ’ακουσα. Ετσι χωριανός μέσα σε χωριανούς, φίλους, γνωστούς και συγγενείς εγκαταστάθηκε ο Περίανδρος στο Lachine, αρχίζοντας από την επομένη να κατακτά  την ζωή εργαζόμενος. Από κείνη την στιγμή απώλεσε το παρελθόν του, η γρίλα απορρόφησε το μεδούλι του για μια περίοδο 15 χρόνων. Ο Αντώνης ο Μήλας έλεγε για με και τον Νίκο, επί τέλους μας έστειλε η Κεφαλονιά δυο μορφωμένα διαμάντια. Προσωπικά δεν ξέρω αν τα διαμάντια μορφώνονται, πρώτη φορά άκουσα τέτοιο φιλοφρόνημα, μα ο ανθρωπος έτσι γνώριζε να εκφραστεί. Ισως νάτανε και περιφραστική εξυπνάδα του. Ο Σπύρος συντροφιά με τα παιδιά του, πρόσφερε  σε ristorante του Montreal το πρώτο δείπνο. Οντως το κοτόπουλο μπαρμπικιού ήταν απολαυστικό. Εκείνο που ξένισε, ήταν πως υποχρεώθηκα να δειπνήσω χωρίς πηρούνι και μαχαίρι, απλά πλένοντας τα χέρια σε ζεστό νερό σε ασημένια λεκάνη, που προσφερόταν με σχετική τελετουργία, από πανέμορφες γκαρσόνες. .Αλλοι άνθρωποι, άλλα ήθη, σε νέους τόπους σκέφτηκα. Υπνος πρόχειρος την πρώτη μέρα, στην συνέχεια είχα το κατάδικό μου διαμερισματάκι. Με 7 δολλάρια νοίκι την βδομάδα. Ζωή και χρόνος κύλησαν μαζί  στο προάστιο  του Lachine τριάντα-εξ μήνες στο ρυθμό της εργασίας και του ρεπό. Την ελεύθερη μέρα την αξιοποιούσε ο Περίανδρος είτε με βίζιτα στη θεία Μαρία,είτε με επισκέψεις εδώ και κεί για να γνωρίσει την πόλη. Αν ξεχωρίσεις την Place de arms που περιφερειακά υπήρχαν ψηλά κυβερνητικά  κτίρια μέχρι τριάντα πατώματα, η πόλη ήταν γεμάτη από τριόροφα και τετραόροφα κοντά κοντά δεμένα, με σκάλες εξωτερικές τα πιο πολλά. Πού και πού αντίκρυζε το μάτι κάποιο 20όροφο να στέκεται ψηλά σαν μανιτάρι. Αναρρωτήθηκα για τον χαρακτήρα της πόλης, για την αρχιτεκτονική της, τον σκούρο φόντο των κτισμάτων, μα γρήγορη απάντηση δεν είχα, καίτοι διαισθανόμουνα πως όλα είχαν σχέση με το κλίμα και τον καιρό του τόπου. Εντύπωση προκαλούν τα καταστήματα των  Eatons, Simpons, Morgans, Ogilvys, πραγματικές υποδειγματικές αγορές. Αρέσουν στον ξένο τα δυο μεγάλα εστιατόρια που είναι πάνω στην Sant-Catherine, τo Astor και το  FDR, όπου με 99 σέντς απολαμβάνεις μια πλούσια μακαρονάδα με κιμά, ζεστή μηλόπιτα με παγωτό, και κόκα-κόλα για χώνεψη. Οι καφετέριες δεν ήταν της μόδας, μόνον τα  ΑW ξεχώριζαν στην παρθενογέννησή τους  με το περίφημο ρούτμπιρ. Τα εστιατόρια του Macdonalds δεν είχανε φανεί τότες, λέμε για το 1956. Οι δρόμοι άνετοι με κυκλοφοριακή τάξη, οι αυτοκινητόδρομοι ευρείς με εξόδους οδηγούσαν στην ύπαιθρο, κι’ο κόσμος, ο άλλος κόσμος, ήτανε κάτι το νέο για τα μάτια και τον νού μας.
Σαν και τύχαινε να γνώριζες τους ανθρώπους, αμέσως άρπαζες την άλλη εντύπωση, αυτή της απλότητας, να  αυτή που η στρωτή γλώσσα επιβάλει. Το γαλλικό στοιχείο απετέλει το ευγενέστερο άρωμα που μπορούσε νάχει μια πολιτισμική κοινωνία, πρόσδιδε φινέτσα  και ζεστασιά στην τυπική βορειο-αμερικάνικη πολιτεία. Εχουν περάσει από τότενες 50 χρόνια και ακόμη διατηρώ την πίστη, πως η κοινωνική συμβίωση, αλλά και η αλληλεγγύη των Μοντρεαλιτών, δεν υπάρχει πουθενά του κόσμου. Τα ρεστωράν και οι μπάρες τόποι συνάντησης για τους πλείστους των κατοίκων μετά την δουλειά,ήτανε ταυτόχρονα πολιτιστικές κυψέλες, απ’όπου ξεπηδούσαν οι ωραιότερες ιδέες δημιουργικής τέχνης, έλκοντας την ελίτ της πόλης. Δεν ήτανε φανταστικό νάμπαινες για δείπνο στον Paezano και να σου προτείνουν αίθουσα επιλογής; Και τούτο ανάμεσα στις 5-6 που η επιχείρηση διέθετε; (αίθουσα Roma Venetia, Fiorence, Rimini  κλπ….) όπου διαφορετική μουσική υπόκρουση είχες, ξέχωρες λιχουδιές και ποικιλία από τοπικούς οίνους! Πάνω στον ίδιο δρόμο την κοτε-νέιτζες νομίζω, ο Μπάμπης ο Μοσχονάς με το Modern Tea Room και τις πρωτοτυπίες του, συγκέντρωνε τον καλό κόσμο της περιοχής. Τα σινεμά πρόσφεραν έργα και στις δυό γλώσσες σε αίθουσες ζεστές η δροσερές, ανάλογα με την εποχή, άλλα παρουσίαζαν ταινίες αξιόλογες ευρωπαικές, χωρίς να παραγνωρίζεται το γεγονός, πως ζεις στο Κεμπέκ, κι’οτι το γαλλικό φίλμ ήτανε προτιμησιακό. Αρχιτεκτονικά μνημεία που θα στέκονται για αιώνες οι εκκλησιές της πόλης, η της  Notre-Dame στην πλατεία των Οπλων και ο Αγιος Ιωσήφ ψηλά στον λόφο. Εντυπωσιακές οι γέφυρες και τα πολλά νερά. Ο Αγιος Λαυρέντιος προσφέρει πολλά, με την υδάτινη πληθωρικότητα του σε τούτη την επαρχία. Λένε πως είναι  του Θεού το δώρο, αφού το νερό του εκτός των άλλων  προσφέρει και την φτηνή ενέργεια. Η παρουσία του αυτοκινήτου δέν ήτανε τόσο έντονη, οι αστικές συγκοινωνίες καλές και κερδοφόρες  εξυπηρετούσαν τον κόσμο και κατά τις ανάγκες του.
Στο τέλος της τριετίας μια μετακόμιση κατέστη επιβεβλημένη και η αλλαγή τρόπου ζωής του Περίανδρου άλλαξε. Στο δυτικό τμήμα της πολιτείας η ζωή ήταν καλίτερη  και συγκοινωνιακά εύκολη, τότες με ενα τέταρτο του δολλαρίου έπαιρνες εξι εισητήρια τραίνου - λεωφορείου. Εφτασαν από Ελλάδα ο μικρός αδελφός, και η αδελφή μου μετά του συζύγου της. Ετσι το σπιτικό μεγάλωσε. Την 4η Ιουλίου του 1959 είχα γάμους κι’ήτανε η μέρα που πέρασα στην χορεία των ανδρών που μοίρασαν τα της ζωής με την Βιβή Μαραβέγια.

4η ΙΟΥΛΊΟΥ 1959 Είναι να αναθυμιέσαι μέρες σαν την σημερινή, που πριν 47 χρόνια μετανάστης στο ΜΟΝΤΡΕΑΛ παντρευόσουνα γιατί ήτανε συνήθειο. Τότενες συνέβαινε το περίεργο ο παπά –Σαλάμης τα σαββατοκύριακα νάχει τους περισσότερους γάμους.Κι’ εκανε λεφτά ,με τριάντα δολλάρια πούχε από κάθε γάμο. Σήμερα υπεραιωνόβιος ,σίγουρα τρώει και πίνει από τα τότες τριαντάρια. Νάσαι καλά Παπά μου. Σαν σήμερα η Αμερική είχε κοντά της σύμβουλους και συνεργάτες φίλους και πρώην εχθρούς του μεγάλου πολέμου. Αξίες και ελευθερία με ταυτόχρονη στοργή για τους λαούς του κόσμου είχε αναδυθεί σε γίγαντα ιδεών και λάμψης για όλο τον κόσμο. Τότενες ήτανε Ιούλιος του 1959. Τα λίμπερτις διέσχιζαν τον Ατλαντικό μα και τις άλλες υπερωκειάνειες γραμμές για να σιτίσουν τον κόσμο της υφηλίου. Η Αμερική η χώρα τών χωρών. Τα χρόνια πέρασαν, οι άνθρωποι άλλαξαν,τα ενδιαφέροντά τους διαφορετικά ,πιάσαμε φιλοσοφίες νέες, κάναμε την ζωή μας μουσικά τρελή, ανεβήκαμε στα άστρα, χρήμμα ο νέος μας θεός, με συνέπεια να αυτοκυβερνιόμαστε,τάχατες ελεύθεροι, αλλά χαμένοι μέσα στον μπούσουλα του μεγάλου αδελφού. Η Αμερική γιορτάζει. την 4η Ιουλίου - κι’είναι μεγάλη η γιορτή τρανή και δυνατή, μα εγώ τα καλοθυμούμαι ολα σαν νάτανε τότες 50 χρόνια πρίν.

Γεννήθήκανε τρία αγόρια με συνέπεια να σκέφτομαι σοβαρά το μέλλον. Η επαγγελματική στέγη και οι μπίζνες, κύριο μέλημα και κυρία απασχόληση στα 17 χρόνια της παραμονής, είχαν απορροφήσει τον Περίανδρο σε σημείο που έβλεπε τα παιδιά του στον ύπνο. Δεν ξέρω τι σχέδια και ποίοι παράγοντες επέδρασαν για να επέλθει στα χρόνια 1964-72 ανάπτυξη στον κατασκευαστικό κλάδο. Οι ουρανοξύστες ήταν γεγονός  που ξένιζε,  παράλληλα η ανέγερσή τους έδωκε  μπούμ  στην οικονομική ανάπτυξη της πόλης. Πρώτο και καλλίτερο το Ville Marie για ν’ακολουθήσουν όλα τ’αλλα. Συνέπεσε  και η εργώδης  προετοιμασία για την διεθνή έκθεση  και τους εορτασμούς  της πρώτης εκατονταετηρίδας της χώρας, γεγονότα που έφεραν εκατομμύρια κόσμο από Αμερική και Ευρώπη κατά το εξάμηνο του 1967. Την ίδια εποχή ανοίχτηκαν αυτοκινητόδρομοι, νέα καταστήματα, νέες παρακαμπτήριοι για διευκόλυνση της συγκοινωνίας, νέες οδικές συνδέσεις με προάστια, κι-έτσι το ΜΟΝΤΡΕΑΛ γίνηκε μητροπολιτικό κέντρο του Καναδά. Χαιρόσουνα να περπατάς στους δρόμους του, να χαζεύεις τίς γαλλιδούλες, να ψωνίζεις και να σε περιλούζουν με ευγένεια, να ζητάς ραντεβουδάκι και να το έχεις, να μπαίνεις σε σινεμά με παρεούλα και να απολαμβάνεις την ντόλτσε βιτα γαλλιστί. Αφισα την γαστρονομική στην άκρη, γιατί όπου κι’ αν πήγαινες η γαλλική κουζίνα καλίτερη των άλλων, συγκέντρωνε και τις προτιμήσεις. Τούτη η ιστορία γράφτηκε σε πρωτόλειο πριν 8 χρόνια, μα κάπου πετάχτηκε ξεχάστηκε, όπως θέλεις το ερμηνεύεις αναγνώστη, είχε γραφεί για τα παιδιά, έλα όμως που την ξανάπιασα ύστερα από πίεση τους, θέλανε να είναι διαβαστό βιβλίο στα εγγονάκια μου. Ελεγα πως δεν μπορώ, μα επέμεναν και να τώρα στα ογδόντα τρία με τα νικόμοδα του χρόνου, τις τελείες τις παύλες και τα ερωτηματικά, γράφω παρλάτες, και ιδού οι  αδυναμίες μου.
« *Οντες τα μάτια του ανθρώπου μετράνε πάνω από τους  ογδόντα  χρόνους, πάντα ένα ν, η ενας, η και κάποιο άλλο γράμμα, θα πηδάει στους αιθέρες, κι άντε να το πιάσει σαν μπορεί, η αδύνατη η κόρη, που θολά της είναι όλα. Αμα περάσει λίγος χρόνος και ξεκούραση πειά φτάσει εις το νεύρο του ματιού, ατενίζεις παραδόξως την αναμπουμπούλα πούχεις για το λάθος σου ετούτο. Σας πληροφορώ αδυναμίες που γεμίζουν τον Λορνιόν, για να μη παρεξηγιέτε από αναγνώστες, που τουκάναν την τιμή, να διαβάζουν ο,τι υπάρχει, ιδικό του στο γυαλί. Με συμπαθάτε φίλοι, ξένοι, λόγιοι και αδιάφοροι για τούτη την πατέντα, οπου ήθελε την ενημέρωσή σας  * ». Αναλογιέμαι πως θάταν η ζωή από το 1992 και μετά ,αν δεν είχα τούτο το εργαλείο για να σκοτώνω τον ανιαρό χρόνο των γερατιών.
Ειχα πεί από την αρχή πως εδώ μέσα όλα είναι ανορθόδοξα, μα αληθινά γιατί ποτέ δεν σκέφτηκα να γράψω αλλοιώς, - ήτανε λόξα, σαν να λέμε τεχνοτροπία, οι  σκόρπιες σκέψεις -. Λοιπόν επαγγελματικά πήραμε το  πρώτο μαγαζάκι για δοκιμή κατά το κοινώς λεγόμενο, το κρατήσαμε 3 χρόνια, το πουλήσαμε για μεγαλύτερο, πούταν υπό κατασκευήν. Δυστυχώς η κατασκευάστρια εταιρία οδηγήθηκε σε πτώχευση, με αποτέλεσμα να χαθούν δυό χρόνια ζωής και δουλειάς. Σαν ανοίξαμε φάνηκε πως το μέρος δεν ήταν τυχερό για όλους τους ενοικιαστές, γιατί πότε το νερό βούλωνε, πότε η θέρμανση σταματούσε χειμωνιάτικα,  πότε άλλαζε χέρια η ιδιοκτησία, γενικά η τοποθεσία δεν τραβούσε την πελατεία που οι ειδήμονες προσδοκούσαν.
Είχαμε  παράλληλα την ατυχία να κρυώσει ο  μικρός-αδελφός μου στο αυτί του κατά το 1970, γεγονός που κόστισε τρεχάματα για να γίνει καλά. Το κρύο και οι συνθήκες μας οδήγησαν στην απόφαση της επιστροφής του  στο νησί.  Τα παιδιά μεγάλωναν, πήγαιναν τα δυό πρώτα σχολείο με πρόοδο καλή, αλλά κάποιοι γαλλικοί εθνικισμοί, κάποιες παρενοχλήσεις συνομηλίκων στις γωνιές της γειτονιάς που τα  πίεζαν  να αλλάξουν σχολείο, «βέβαια κατάσταση δυσάρεστη» που με απασχολούσε σοβαρά. Τα πολιτικά στην επαρχία οδηγούντο σε αδιεξόδους, είχαμε τις πρώτες απαγωγές - τις πρώτες δολοφονίες, είχαμε και την ύφεση της οικονομίας, με συνέπεια την οδό της φυγής προς Οντάριο.                                                                 Διερευνητικό ταξείδι μου στην Νέα Υόρκη το 1968 με απέτρεψε να δοκιμάσω τα της ζωής εκεί.
Ηθελα να βλέπω το φως της μέρας κι’οχι το σταχτί των δρόμων και των ουρανοξυστών. Με την ευκαιρία, απόλαυσα τους καταράκτες του Νιαγάρα. Τι να πω. Το θέαμα τους από την καναδική μεριά είναι καταπληκτικό.
Τόσο εντυπωσιάστηκα που με την οικογένεια σε μέρες διακοπών πήγαμε 3-4 βίζιτες. Χιλιάδες οι τουρίστες καθε μέρα του χρόνου επισκέπτονται το θέαμα. Ο 401 αυτοκινητόδρομος καθημερινά είχε μετακινούμενους προς Τορόντο. Εταιρίες, φίρμες, εργοστάσια δημιουργούσαν βάσεις εργασιών στο Τορόντο με προοπτική έδρας. Μια κατάσταση συγκεχυμένη στην επιδίωξη της απόσχισης.
Πήρα την απόφαση της επανόδου στην γενέτειρα. Στα 1972. Δεν υπήρχε μέλλον για τα παιδιά στο Μόντρεαλ. Εφυγε πριν χρόνια ένας φτάσαμε  μετά από χρόνια πέντε. Κάτι είναι κι’αυτό. Η απόφαση είχε επιδράσεις ευεργετικές για τα παιδιά, τουλάχιστον αφομοίωσαν  την ελληνική γλώσσα.

                              ---------------------------------
                                                                            
65. Αναμνήσεις απο το Μοντρεάλ.

Στο προάστιο του Lachine και στην οδό Notre-Dame  υπήρχαν τα καλίτερα εστιατόρια της περιοχής, κεφαλονίτικης μάλιστα  ιδιοκτησίας. Tο ντομίνιον σε  Φαρσινούς το έξελ σε ληξουριότες, υπήρξαν κι’άλλα σαν το τηι- ρούμ των Μελλησινών το εβιέησιον του Σπύρου. Καλή παρέα ο Σπύρος του Οχτωρα, ο Μπάμπης του Φώτη, οι Φερεντίνοι, ο Ανδρέας κι’ο Γεράσιμος παιδιά του Σπύρου, ο Αντώνης ο Μήλας οι Νίκος και Σπύρος Μελλησσινοί ,ο θείος τους, οι φαρσινοί, Ο Μαρής ο Μοσχονάς, οι Κοντογιαννάτοι, ο Μεμάς ο καμηνάρης με τον αδελφό του, ο Πέτρος ο Μοσχονάς με την Διαμαντίνα του κι’άλλοι.΄Ολοι τούτοι  παληοί δεν είχανε λεφτά πριν λίγα χρόνια, μονάχα με την εμφάνιση του βασιλιά της ρόκ πλούτισαν σε μια διετία. Στα  ελληνικά ρεστωράν είχανε τοποθετήσει μηχανάκια πάνω στα τραπεζάκια που παίρνανε 100 τραγούδια και που με 25 σέντς άκουες ιδιωτικά 3 δίσκους της προτίμησής σου. Ετσι σε δυό μέρες σήκωναν και  200, 300 και  500 δολλάρια κι’ αυτή η είσπραξη μόνο από ένα μαγαζί, σκέψου νάχεις 4- 5. Λογαριάστε εισόδημα και δη αφορολόγητο, βέβαια μέχρι να το πάρει χαμπάρι η Εφορεία. Εποχή χρυσή του χρήμματος.

Στην Σαν Ντενίς το μαγαζί των Αναλυτή-Βοργιά και Ζαχαράτου, έκανε χρυσές δουλιές χάρις στην κουζίνα του και στο γαλλικό περιβάλλον. Ο ιδιοκτήτης του κτιρίου κάποιος Δεστούνης του Σαντή, δεν ηξερε γράμματα, κι’όπως καλά-καλά δεν έβλεπε έπαιρνε την εφημερίδα για να κάνει πως διαβάζει τον καιρό, μα την κύταζε ανάποδα. Οι άλλοι που ξέρανε την λόξα του, τον αφίνανε στην σοβαροφάνειά του με μειδίαμα. Οι κόρες του Αντζουλου του Μπουρμπούλη ήταν κάπου κει, επίσης ο Ανανίας με τα γάλατα,τα παιδιά του Προφούντου Μήτσος και Γληγόρης, οι Βοργαίοι Νικόλας και το σόι του, Ο Μπάμπης ο Καππάτος, ο Αχιλλεύς Καλαβίτης με την Ακρόπολη, Ο Χαλιώτης με την Ελλη, ο Μπασιάς συν σύζυγο και τέκνοις, τα παιδιά του Λευτέρη του Κατερέλου και όλοι οι Σκαφιδέοι Μπάμπης, Νίκος,Γεράσιμος.΄Τα Χαβδάτα με τα γενησαρούδια τους θάφταναν τους 500 και κάτι παραπάνω. Οι Ζαχαράτοι  μετακόμισαν στο Τορόντο, όπου κι’εκαναν χρυσές δουλιές. Σε ταλέντο ξεχώριζε ο Παναγής, μαστορέλη τον ξέραμε από μικρό, πούχε το χάρισμα φωνής και της  μελωδίας στο κεφαλονίτικο τραγούδι. Ήδη έχουν διασωθεί καντάδες του στο ιντερνετ.  Αμα και κάνεις κλικ στα Τυπαλδάτα  η στο kefalonia Anthem  θ’ακούσης φίλε αναγνώστη κεφαλονίτικη καντάδα. Τα χρόνια εκείνα οι Ελληνες περνούσαν καλά. Περιδιάβαζαν από μαγαζί σε μαγαζί, παίζανε χαρτιά, μιλούσαν μπίζνες, έκαναν καλή παρέα με ξύπνια πάντα αστεία. Είχανε συγχρωτισθεί μερικώς στην καναδική κουλτούρα. Μα αυτό το πήγαινε-έλα δεν ήταν και το απαύγασμα της κοινωνικότητάς τους, γιατί είχανε τους συλλόγους τους χορούς τις γιορτές και τις εκκλησίες. Μια απόδειξη που πιστοποιούσε  πως διατηρούσανε της φυλής τα ήθη και έθιμα. Ονομαστός στην κοινωνία ο πατήρ Σαλάμης υπέργηρος 100 ετών, παρουσιάστηκε στην τηλεόραση σαν παληά του ελληνισμού φιγούρα. Χάρηκα που τον είδα, με είχε στεφανώσει στα 1959 στην Αγία Τριάδα. Εμαθα πως απεδήμησεν εις Κύριον 107 ετών.
Στα 1973 στο Αργοστόλι ευρισκόμενος είχα μια απρόοπτη βίζιτα τον  Αντώνη τον Μήλα και τον Μαρή τον Μοσχονά. Ηλθαν να δουν τον τόπο τους για τελευταία φορά. Τα χρόνια δεν τους είχαν πάρει, ήτανε δεν ήτανε 75 χρόνων, μα κάτι θα συνέβαινε γιατί την άλλη χρονιά πέθαναν κι’οι δυό,εκεί που έζησαν, αφίνοντας  απογόνους. Ηταν κι’οι δυό τους στύλοι του Ελληνισμού στην περιοχή τους.Τυχερός του νόστου ο Σπύρος, ξέφυγε, παντρεύτηκε μεγάλος πια μια ελληνίδα, κι έζησε στην Αθήνα.
Ο μεγάλος δρόμος της  Αγίας Αικατερίνης συγκέντρωνε και λόγω εμπορικότητας τον κόσμο της πόλης. Περίπατο να κάνεις χαζεύοντας τις βιτρίνες δεν ήθελες καλίτερο θέαμα. Τα καταστήματα σε μόδα, χρωμματισμούς και στύλ οι Γάλλοι πρώτοι , με τους Ιταλούς να διατηρούν πρωτεία στο παπούτσι, ήτανε χάρμα όμως και τα αγγλικά σύνολα, που σούδιναν την αίσθηση του καλού ντυσίματος. Τότες με 120 δολλάρια μπορούσες να ντυθείς αγγλιστί η γαλιστί με ιταλικό παπούτσι των 30 δολλαρίων, έτοιμος για σαλόνι.
Τα καταστήματα σε αιχμαλώτιζαν από τις ποικιλίες και τις ποιότητες των προιόντων τους. Ολα ήταν παραγωγής Καναδά ΗΠΑ, η Αγγλίας, Γαλλίας. Τι διάβολοσύγχιση έπαθε το κεφάλαιο και τσάκισε την εδώ βιομηχανία του δεν ξέρω. Ο Τενγκ Τσιαο Πινγκ με την πολιτική του κατάφερε να γιομώσει την Κίνα εργοστάσια της δύσης, κι’ από τότες ντυνόμαστε σαν γύφτοι. Ετσι, η Κίνα  κατέστη υπερδύναμις στον χώρο της, στέλνοντας παράλληλα μερικά εκατομμύρια ανθρώπινου δυναμικού στην δύση, που με την παρουσία τους και την ενεργό συμμετοχή τους στα κοινά, επηρεάζουν  κατά τι την πολιτική. Τα καλά-καλά ρούχα είναι στην παραγγελία στους οίκους ραπτικής. Αλλα καταστήματα σε διαφορετικά στύλ , τα γούλγουορθς, τα Ζέλλερς γουντχάουζ, Αστορ, Φράνκ ντε ραις. Δεν αναφέρομαι στα μικρότερα μαγαζιά, αυτά που κοσμούν και γεμίζουν μια πόλη, γιατί είναι αδύνατη η καταγραφή. Οι δρόμοι του Αγίου Αντωνίου της Νότρε -ντάμ του Ντοτσέστερ της  Σέμπρουκ της  Αγίας Αικατερίνης της κότε-νέιτζες, πάρκ-αβενιου του αγίου Διονυσίου, αγίου Λαυρεντίου γιομάτοι εκκλησάκια και μεγαθήρια-εκκλησιές, μουσεία, ατελιέ, ραφεία και γραφεία κι-ό,τι άλλο φανταστεί ο άνθρωπος, γέμουν την ζωή, ικανοποιούν γούστα και παραδοξότητες με αντάλλαγμα το χρήμμα. Η εκκλησία πολύ δυνατός θεσμός σε πίστη και περιουσίες σε τούτες δω τις χώρες. Η επιρροή των καρδιναλίων ήτανε ισχυρή στην κοινωνία και την πολιτική αρένα. Φυσιογνωμία της καθολικής εκκλησίας ο καρδινάλιος Leger, ο οποίος είχε μεταβεί αυτόβουλα να υπηρετήσει την Αφρική. Στην δυτική μεριά της πόλης διέμεναν κατά το πλείστον Αγγλοσάξωνες, στην ανατολική το γαλλικό στοιχείο,υπήρχαν πολλές περιοχές με μικτούς πληθυσμούς, όλοι σε όλα τα μέρη της πόλης, σε μια αρμονική συμβίωση, λες κι’ήταν ομογενής λαός. Τούτο το ασύνηθες με είχε εντυπωσιάσει. Δεν υπήρχε φόβος όπου και να βρισκόσουνα. Ο Αγιος Ιωσήφ από του ύψους του λόφου του θωρούσε το βορρά. Στην μεριά προς την πόλη όπου ο λόφος ψήλωνε και το καλούσαν οι ντόπιοι το βουνό μας, ένας διαστάσεων φωτεινός σταυρός, σκορπούσε την ελπίδα και την αγάπη σ’όσους τον θωρούσαν. Η λίμνη με τα δέντρα κει δίπλα , καταφυγή τους θερινούς μήνες για δροσιά και πικ-νικ, πρόσφερε τα της εξοχής. Το βουνό το προτιμούσανε χιλιάδες κάτοικοι για την θαλπωρή την ξεγνοιασιά και την ησυχία. Οι χώροι της έκθεσης και το πάρκο του Κάρτσεβιλ συγκέντρωναν όλες τις ώρες παιδόκοσμο, μαμάδες και μεγάλους. Το Ντεκάρι μπούλεβαρτ με τα ξενοδοχεία του, τον ιππόδρομο, τον Ρούμπι-φούντς, το χάνι του στεκιού, το Τομάσο καταστήματα, κοσμήματα μπορεί να τα αποκαλέσεις, για χοντρά βαλάντια. Είχε πολλές ατραξιόν η πόλη τούτη, μ’ ‘αλλα λόγια τα είχε όλα. Μια μέρα κάνοντας βόλτα με τον Νίκο τον Μπουρμπούλη, συναντήσαμε αναπάντεχα τον Σπύρο τον Καβαδία φίλο καλό από τα παληά. Μας είπε πως είναι καραβίσιος μας είπε νέα της πατρίδας, τον κεράσαμε παγωτό. Ωραία δεν είναι να συναντιέσαι στην άκρη του κόσμου με φίλους περιπατώντας μάλιστα; Εκείνο που έκανε την πόλη παγκοσμίως γνωστή, ηταν η έκθεσή της και η εκατονταετηρίδα της χώρας.

                              ---------------------------------

No comments:

Post a Comment