Με υποθήκη στο Δημόσιο οι γονικές παροχές
«Μπλοκάρονται» από το υπουργείο Οικονομικών οι μεταβιβάσεις ακινήτων με γονική παροχή ή δωρεά στην περίπτωση που ο ιδιοκτήτης του ακινήτου έχει χρέη στο ελληνικό Δημόσιο ακόμα και αν αυτά είναι ρυθμισμένα. Ο μόνος τρόπος για να μπορέσει να μεταβιβάσει κάποιος το ακίνητό του, είναι να το υποθηκεύσει υπέρ του ελληνικού Δημοσίου. Μετά τη διαδικασία αυτή ο μεταβιβάζων θα λαμβάνει φορολογική ενημερότητα και θα μπορεί να μεταβιβάσει το ακίνητο με γονική παροχή ή μέσω δωρεάς. Το παράλογο σε αυτή την περίπτωση είναι ότι απαγορεύονται οι μεταβιβάσεις ακόμα και σε όσους οφειλέτες έχουν υπαχθεί στις ρυθμίσεις του υπουργείου Οικονομικών και εξοφλούν τα χρέη τους κανονικά. Η νέα διαδικασία που προωθεί το υπουργείο Οικονομικών αναμένεται να αποτρέψει πολλούς φορολογούμενους να ρυθμίσουν τα χρέη τους.
Στελέχη του υπουργείου Οικονομικών απαντούν ότι αυτό γίνεται για να διασφαλισθούν τα συμφέροντα του ελληνικού Δημοσίου έναντι μελλοντικού κινδύνου απώλειας των οφειλομένων.
Για παράδειγμα, σε περίπτωση οποιασδήποτε μεταβίβασης ακινήτου άνευ τιμήματος από φορολογούμενο ο οποίος οφείλει στο Δημόσιο ληξιπρόθεσμο χρέος, η διαδικασία κατάρτισης του μεταβιβαστικού συμβολαίου δεν μπορεί να προχωρήσει αν προηγουμένως ο ενδιαφερόμενος δεν βάλει υποθήκη είτε το ίδιο το μεταβιβαζόμενο ακίνητο είτε κάποιο άλλο ακίνητο περιουσιακό στοιχείο του. Σημειώνεται ότι στις γονικές παροχές δεν υπάρχει τίμημα, με αποτέλεσμα η εφορία να απαιτεί την υποθήκευση ακίνητης περιουσίας προκειμένου να χορηγήσει φορολογική ενημερότητα και να προχωρήσει η διαδικασία της μεταβίβασης.
Με το ισχύον φορολογικό καθεστώς, οι γονικές παροχές ακίνητων περιουσιακών στοιχείων συνολικής αξίας έως 150.000 ευρώ είναι αφορολόγητες, καθώς επίσης και οι γονικές παροχές πρώτης κατοικίας αξίας έως 200.000 ευρώ.
Αφορολόγητο όριο αξίας 150.000 ευρώ ισχύει και για τις δωρεές ακινήτων από τους γονείς προς τα ενήλικα τέκνα και από τους παππούδες ή τις γιαγιάδες προς τα εγγόνια.
Φόρος υπεραξίας
Στο μεταξύ από την εφορία θα περνούν πρώτα οι πωλητές ακινήτων προκειμένου να ελεγχθεί ο φόρος υπεραξίας ακινήτων που προκύπτει κατά την πώληση του ακινήτου, και εν συνεχεία θα ολοκληρώνεται η συμβολαιογραφική πράξη.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο συμβολαιογράφος θα είναι υπεύθυνος μόνο για την παρακράτηση και απόδοση του φόρου υπεραξίας. Η δήλωση υπεραξίας θα υποβάλλεται από τον πωλητή στη ΔΟΥ πριν από την υπογραφή του συμβολαίου, θα ελέγχεται η δήλωση, θα βεβαιώνεται ο φόρος και θα εκδίδεται η ταυτότητα οφειλής. Η σχετική υπουργική απόφαση αναμένεται να εκδοθεί τις επόμενες μέρες έτσι ώστε να ξεκινήσουν οι αγοραπωλησίες ακινήτων. Σημειώνεται ότι οι συμβολαιογράφοι απέχουν από τη σύνταξη και υπογραφή συμβολαιογραφικών πράξεων πώλησης ακινήτων, υπαγομένων στον φόρο υπεραξίας.
Επίσης, θα εκδοθεί και δεύτερη υπουργική απόφαση η οποία θα καθορίζει τον τρόπο υπολογισμού της τιμής κτήσης σε ειδικές περιπτώσεις, με στόχο ο προσδιορισμός της να γίνεται με τη χρήση αντικειμενικών κριτηρίων και τιμών.
Με τις δύο υπουργικές αποφάσεις θα λυθεί επί της ουσίας το θέμα της απεμπλοκής της ευθύνης των συμβολαιογράφων για τον υπολογισμό του φόρου υπεραξίας, αφετέρου θα δοθούν απαντήσεις για την τιμή κτήσης ορισμένων κατηγοριών ακινήτων.
Οπως αναφέρουν όσοι εμπλέκονται με τις αγοραπωλησίες ακινήτων τα περισσότερα προβλήματα σχετίζονται: • στις πωλήσεις ακινήτων από αντιπαροχή • στα δομημένα ακίνητα για τα οποία θα πρέπει να αναζητηθεί το κόστος κατασκευής της οικοδομής • στις περιπτώσεις επικαρπίας και ψιλής κυριότητας • στα ακίνητα κυρίως της επαρχίας που αποκτήθηκαν με χρησικτησία.
Με βάση τον νόμο ως υπεραξία νοείται η διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης που κατέβαλε ο φορολογούμενος και της τιμής πώλησης που καταβάλλεται σε αυτόν και λαμβάνεται αποπληθωρισμένη. Η τιμή κτήσης είναι το τίμημα που αναγράφεται στο συμβόλαιο ή το πραγματικό τίμημα που καταβλήθηκε, όπως προκύπτει από κατάλληλα δικαιολογητικά ή το πραγματικό κόστος σε περίπτωση ανέγερσης κτίσματος, και σε περίπτωση που δεν υπάρχει τίμημα, η αξία βάσει της οποίας προσδιορίστηκε ο φόρος μεταβίβασης ακινήτου ή κατοχής κατά τον χρόνο κτήσης. Δηλαδή θα λαμβάνεται υπόψη η αντικειμενική αξία του ακινήτου κατά τον χρόνο κτήσης ή η αξία την οποία προσδιόρισε η εφορία για τον υπολογισμό του φόρου μεταβίβασης, την εποχή που ο πωλητής απέκτησε το ακίνητο. Σε περίπτωση που το πωλούμενο ακίνητο έχει αποκτηθεί με κληρονομιά, δωρεά ή γονική παροχή, η τιμή κτήσης προσδιορίζεται με βάση τη φορολογητέα αξία κατά τον χρόνο επαγωγής της κληρονομιάς ή κατά τον χρόνο κατάρτισης του συμβολαίου δωρεάς ή γονικής παροχής. Αν η τιμή κτήσης δεν μπορεί να προσδιοριστεί θεωρείται ότι είναι μηδενική. Η υπεραξία αυτή μειώνεται με συντελεστές ανάλογα με την παλαιότητα του ακινήτου ως εξής: από 1 έως 5 έτη: 0,95, 5 - 10 έτη: 0,87, 10 - 15 έτη: 0,79, 15 - 20 έτη: 0,73, 20 - 25 έτη: 0,66, πάνω από 25 έτη: 0,61.
Η υπεραξία, απομειωμένη, με τους παραπάνω συντελεστές, μέχρι του ποσού των 25.000 ευρώ, απαλλάσσεται από τον φόρο, εφόσον ο φορολογούμενος διακράτησε το ακίνητο για πέντε τουλάχιστον έτη και δεν πραγματοποίησε άλλη μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας εντός της περιόδου διακράτησης.
No comments:
Post a Comment