Ολα αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Υπάρχουν ψηφοφόροι που μπορούν να επηρεαστούν από το δίπολο παλιού και νέου; Υπάρχουν, δηλαδή, πολίτες που πιστεύουν ότι η αντιπαράθεση μεταξύ παλιού και νέου αντανακλά τον προβληματισμό και τις ανάγκες της κοινωνίας, ύστερα από έξι χρόνια ύφεσης και χρεοκοπίας με ό,τι συνεπάγεται για τη χώρα;
Κι όμως· η αντίστιξη, σε ένα πολιτικό σκηνικό αποψιλωμένο και ανέμπνευστο, έχει απήχηση. Χρησιμοποιείται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, από τους περισσότερους πολιτικούς αρχηγούς και υποψήφιους σε αυτήν την προεκλογική εκστρατεία. Σταχυολογούμε ενδεικτικά:
Αλέξης Τσίπρας: «Ξεμπερδεύουμε με το παλιό, κερδίζουμε το αύριο».
Ζωή Κωνσταντοπούλου: «Ακούω τον απελθόντα πρωθυπουργό να μιλάει για παλιό και νέο, δεν υπάρχει πιο παλιό απ’ αυτούς που άλλα λένε και άλλα κάνουν».
Φώφη Γεννηματά: «Ο Τσίπρας δεν είναι η αρχή του νέου, είναι το τέλος του παλιού».
Βαγγέλης Μεϊμαράκης: «Αυτό το "παλαιό" έχει ιστορία για την οποία είναι υπερήφανο, αυτό το "παλαιό" με την ψήφο του λαού κυβερνούσε, αυτό το "παλαιό" είναι που ενώνει το νέο και το παλιό μαζί, τους γονείς με τα παιδιά, εμείς είμαστε και νέο και παλιό μαζί και μπορούμε να εγγυηθούμε την πορεία της χώρας».
Πάνος Καμμένος: «Θα φέρουμε το καινούργιο στην πολιτική ζωή του τόπου».
Σταύρος Θεοδωράκης: «Θα διαλέξεις ανάμεσα στο παλιό παλιό ή το νέο παλιό»;
Είναι ορατή η αγωνία κάποιων να αποστασιοποιηθούν από το παλιό, η προσπάθεια κάποιων άλλων να οριοθετηθεί το περιεχόμενό του, να αποκαθαρθεί και να επιστρέψει αν όχι ανανεωμένο, τουλάχιστον περισσότερο αξιόπιστο. Οπως ορατή είναι και η αυτονόητη ταύτιση της επόμενης μέρας με το «νέο».
Ο διαχωρισμός αφορά πρωτίστως την εποχή. Κι εδώ, παραμονεύει η πρώτη παγίδα: παρά τη σφοδρή κριτική της Μεταπολίτευσης, από την πολιτική σκηνή της πέρασαν πρόσωπα με κύρος. Οι ατέλειες και τα λάθη που επιδαψιλεύονται εκ των υστέρων δεν αφαιρούν από τα πρόσωπα το κύρος. Ακόμη κι αν η διαφθορά και η διαπλοκή συνδέονται με τις προηγούμενες περιόδους διακυβέρνησης της χώρας και, στον μεγαλύτερο βαθμό, με τον δικομματισμό, τίποτα δεν εγγυάται ότι το νέο είναι και άφθαρτο. Υστερα, μάλιστα, από τους τελευταίους επτά μήνες ολέθριας διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Αρα, αν συνειρμικά το «νέο» μπορεί να γεννήσει την προσδοκία, στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα η απόκλιση είναι πλήρης. Το «νέο» δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί σε κανένα από τα χαρακτηριστικά του· τουλάχιστον αυτά που επικαλείτο στην προηγούμενη προεκλογική εκστρατεία. Γι’ αυτό και ευσχήμως αποφεύγεται και η χρήση της λέξης «ελπίδα» σε αντιδιαστολή με τον «φόβο», που ήταν το σουξέ του Ιανουαρίου του 2015. Η ελπίδα δεν ήρθε, ο φόβος δεν έφυγε. Αρα εκείνα τα συνθήματα διαλύθηκαν βίαια μαζί με τις διαβεβαιώσεις για την έξοδο από το μνημόνιο ή για μια καλύτερη διαπραγμάτευση.
Η παιδαριώδης αποθέωση του νέου ή η απροκάλυπτη, αβασάνιστη, καταδίκη του παλιού είναι στην πραγματικότητα το πλέον αυταρχικό και καταπιεστικό ιδεολόγημα, γιατί είναι κενό περιεχομένου. Είναι μια «ψευδής συνείδηση» που προσπαθεί να συγκαλύψει ανισότητες, ανικανότητες, αδυναμίες. Ο αντιστικτικός χαρακτήρας ανάμεσα στο παλιό και στο νέο, ο οποίος θα παρήγε και πολιτική αντιπαράθεση, αποδεικνύεται άσφαιρος. Φάνηκε και στο πρόσφατο debate των πολιτικών αρχηγών. Η κόπωση, η επανάληψη, η παρωχημένη, ακυρωμένη από την ίδια την συγκυρία, διαδικασία ερωτοαπαντήσεων ήταν κυρίαρχη εικόνα. Με το «παλιό», εμμονικό να εξαντλείται στην αντιμνημονιακή μονοκαλλιέργεια, και το «νέο», καθόλου καινοτόμο, αυθάδες ή δυναμικό.
Είναι ορατή η αγωνία κάποιων να αποστασιοποιηθούν από το παλιό, η προσπάθεια κάποιων άλλων να οριοθετηθεί το περιεχόμενό του, να αποκαθαρθεί και να επιστρέψει αν όχι ανανεωμένο, τουλάχιστον περισσότερο αξιόπιστο. Οπως ορατή είναι και η αυτονόητη ταύτιση της επόμενης μέρας με το «νέο».
Ο διαχωρισμός αφορά πρωτίστως την εποχή. Κι εδώ, παραμονεύει η πρώτη παγίδα: παρά τη σφοδρή κριτική της Μεταπολίτευσης, από την πολιτική σκηνή της πέρασαν πρόσωπα με κύρος. Οι ατέλειες και τα λάθη που επιδαψιλεύονται εκ των υστέρων δεν αφαιρούν από τα πρόσωπα το κύρος. Ακόμη κι αν η διαφθορά και η διαπλοκή συνδέονται με τις προηγούμενες περιόδους διακυβέρνησης της χώρας και, στον μεγαλύτερο βαθμό, με τον δικομματισμό, τίποτα δεν εγγυάται ότι το νέο είναι και άφθαρτο. Υστερα, μάλιστα, από τους τελευταίους επτά μήνες ολέθριας διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Αρα, αν συνειρμικά το «νέο» μπορεί να γεννήσει την προσδοκία, στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα η απόκλιση είναι πλήρης. Το «νέο» δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί σε κανένα από τα χαρακτηριστικά του· τουλάχιστον αυτά που επικαλείτο στην προηγούμενη προεκλογική εκστρατεία. Γι’ αυτό και ευσχήμως αποφεύγεται και η χρήση της λέξης «ελπίδα» σε αντιδιαστολή με τον «φόβο», που ήταν το σουξέ του Ιανουαρίου του 2015. Η ελπίδα δεν ήρθε, ο φόβος δεν έφυγε. Αρα εκείνα τα συνθήματα διαλύθηκαν βίαια μαζί με τις διαβεβαιώσεις για την έξοδο από το μνημόνιο ή για μια καλύτερη διαπραγμάτευση.
Η παιδαριώδης αποθέωση του νέου ή η απροκάλυπτη, αβασάνιστη, καταδίκη του παλιού είναι στην πραγματικότητα το πλέον αυταρχικό και καταπιεστικό ιδεολόγημα, γιατί είναι κενό περιεχομένου. Είναι μια «ψευδής συνείδηση» που προσπαθεί να συγκαλύψει ανισότητες, ανικανότητες, αδυναμίες. Ο αντιστικτικός χαρακτήρας ανάμεσα στο παλιό και στο νέο, ο οποίος θα παρήγε και πολιτική αντιπαράθεση, αποδεικνύεται άσφαιρος. Φάνηκε και στο πρόσφατο debate των πολιτικών αρχηγών. Η κόπωση, η επανάληψη, η παρωχημένη, ακυρωμένη από την ίδια την συγκυρία, διαδικασία ερωτοαπαντήσεων ήταν κυρίαρχη εικόνα. Με το «παλιό», εμμονικό να εξαντλείται στην αντιμνημονιακή μονοκαλλιέργεια, και το «νέο», καθόλου καινοτόμο, αυθάδες ή δυναμικό.
Ποιες είναι οι αντιλήψεις που επικρατούν για το περιεχόμενο των δύο αυτών λέξεων; Μήπως νέο είναι αυτό που έχει σημαία του τη ρήξη με το παρελθόν και έναν απροσδιόριστο, δήθεν, «αντισυστημισμό»; Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι υπάρχει απογοήτευση σε μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος, ιδίως εκείνου που είχε ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ. Οι ηλικίες 18-34, ο πιο σκληρός πυρήνας του αντιμνημονιακού μετώπου, είχε στηρίξει τον ΣΥΡΙΖΑ σε ποσοστό πάνω από 55%, ενώ 8 στους 10 είχαν επιλέξει το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα. Η εικόνα του Αλέξη Τσίπρα έχει τραυματιστεί. Από το 70% θετικών γνωμών του Απριλίου κατρακύλησε στο 35%. Η δεξαμενή της «αποχής» στις εκλογές της ερχόμενης Κυριακής θα τροφοδοτηθεί, σε έναν βαθμό, από αυτήν την ηλικιακή ομάδα, των απογοητευμένων νέων.
Στην Ελλάδα της κρίσης το παλιό και το νέο στην πολιτική αποτελούν μεγέθη συμμετρικά και συναφή, όσο κι αν φαινομενικά εκπροσωπούν δύο διαφορετικούς κόσμους. Αποδείχθηκε στην πράξη. Τι πιο νέο από εκείνους που θα κατορθώσουν να προσφέρουν στη χώρα μια μακρόπνοη εθνική πολιτική και εθνική ανανέωση, οι οποίες και θα δημιουργήσουν συνθήκες ανάκαμψης και ψυχικής υγείας; Υποψιαζόμαστε πώς είναι το νέο, δεν το έχουμε δει να εφαρμόζεται. Υπερ-επενδύουμε σε αυτό με απελπισία, αλλά δεν έχει αποκτήσει ακόμα υπόσταση. Οσο για το παλιό, που θεωρείται «σάπιο και τοξικό», άλλοτε δαιμονοποιείται και άλλοτε εξιδανικεύεται διά της νοσταλγίας. Τίποτα, δηλαδή, δεν έχει τις σωστές διαστάσεις. Η πλειοδοσία υπέρ του νέου δεν αρκεί από μόνη της για να κατατροπώσει το παλιό. Εστω ότι, μαγικά, το εξαφανίσαμε. Και λοιπόν;
Θα εξαφανιστεί και η διαφθορά, η συναλλαγή, θα επικρατήσουν η αξιολόγηση και η αξιοκρατία, θα δημιουργηθεί μια στέρεη παραγωγική βάση, θα επιτευχθεί η ανάπτυξη, θα ολοκληρωθούν θεσμικές, οικονομικές ή πολιτισμικές αλλαγές;
Υστερα από έξι χρόνια καταστροφικής ύφεσης κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι πολιτικά αθώος. Οτι δεν γνωρίζει τι θα βοηθήσει την κοινωνία και την οικονομία. Ούτε η πεισματική απόρριψη του άλλου, ούτε η αλαζονεία, ούτε ο χλευασμός, ο θυμός, ή η περαιτέρω γελοιοποίηση του κοινοβουλευτικού θεσμού (με την αυξημένη δύναμη γραφικών νεοεισερχόμενων) θα δώσουν κυβερνητική λύση την 20ή Σεπτεμβρίου.
Το σύνθημα «πάμε μπροστά», που προβάλλουν τα διαφημιστικά σποτ των κομμάτων, απαιτεί συναίνεση. Καμία «σταθερότητα» και «προοπτική» δεν είναι εφικτές χωρίς συνεργασία. Δεν υπάρχει τίποτα πιο παλιό και πιο εδραιωμένο από το λάθος.
No comments:
Post a Comment