Αβεβαιότητες και βεβαιότητες της εκλογικής αναμέτρησης
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η εκλογική αναμέτρηση φαίνεται η πιο αμφίρροπη τα τελευταία 15 χρόνια, τουλάχιστον. Στο ερώτημα ποιον προτιμάτε πρωθυπουργό, τον κ. Τσίπρα ή τον κ. Μεϊμαράκη, καμία απάντηση δεν σημειώνει καθαρή νίκη μέχρι σήμερα – και καμία δεν δίδεται με ενθουσιασμό.
Ο κ. Μεϊμαράκης θα έπρεπε να αντιμετωπίσει δύο βαρίδια που του έχει φορτώσει το κόμμα του. Το ένα, να πείσει ότι πράγματι μπορεί να κυβερνήσει τη χώρα κάποιος που οι βαρώνοι της Ν.Δ. επέλεξαν ως μεταβατικό πρόεδρο, με την επιδίωξη να φορτωθεί αυτός την (τότε, βεβαία...) εκλογική ήττα, για να γλιτώσει τη φθορά ο «κανονικός» πρόεδρος της Ν.Δ., που θα εκλεγόταν μετά αυτήν. Το δεύτερο, μια σειρά φθαρμένα πρόσωπα που στοιχίζονται πίσω του, που δεν του επέτρεψαν να κάνει την παραμικρή ανανέωση στα ψηφοδέλτια του κόμματος και που, ήδη, διαπραγματεύονται μεταξύ τους θέσεις στο επόμενο υπουργικό συμβούλιο – λες και ήταν χθες…
Ο κ. Τσίπρας θα έπρεπε να πείσει το εκλογικό σώμα ότι αξίζει να τον εμπιστευτεί για τη συνέχιση της πρωθυπουργικής θητείας του. Οτι έχει διδαχτεί από τα τραγικά σφάλματα στα οποία περιέπεσε συμπορευόμενος μέχρι πρότινος με τους δραχμιστές, τις επιλογές κορυφαίων συνεργατών, την ιδεοληπτική (μνημόνιο- αντιμνημόνιο κ.ά.) κατανόηση ευρωπαϊκής και ελληνικής πραγματικότητας. Οτι έχει την ικανότητα να ακούει και να αφομοιώνει έγκαιρα νέες ιδέες και γνώσεις, ώστε να δρα αποτελεσματικά. Οτι διαθέτει και μπορεί να προσφέρει στη ελληνική κοινωνία κάτι σημαντικό, φρέσκο, μια νέα προοπτική μακριά από το πελατειακό, παρασιτικό καθεστώς – αντί για τη μονότονη επανάληψη σε όλες τις πτώσεις του «νέος, νέα, νέο». Πρωταρχικά, ότι μπορεί να φέρει επενδύσεις και να καταπολεμήσει την ανεργία. Αυτό είναι το θεμέλιο για όλα τα άλλα.
Ισως η εκλογική αναμέτρηση να είναι τόσο αμφίρροπη επειδή απουσιάζει από αυτήν το στοιχείο της πραγματικής πολιτικής, οι σαφείς επιλογές και οι επεξεργασμένες προτάσεις, τόσο έντονα όσο ποτέ άλλοτε στις αναμετρήσεις των τελευταίων 10 ετών. Αν στις 21 Σεπτεμβρίου απαιτηθεί να υπάρξει κυβέρνηση συνεργασίας (όπως προεξοφλούν όλες οι δημοσκοπήσεις), κανένα κόμμα δεν θα διαθέτει ένα κείμενο με τα 10-20 κεντρικά σημεία, «κλειδιά» για την άσκηση πολιτικής σε κεντρικούς τομείς και θεματικές ενότητες, πέραν των όσων προβλέπει το Γ΄ Μνημόνιο. Πέντε χρόνια και κάτι μήνες μετά το βίαιο ξέσπασμα της κρίσης, το πολιτικό προσωπικό της χώρας «δεν έχει βρει χρόνο» να εργαστεί για τη διαμόρφωση ενός εθνικού προγράμματος, ενός οδικού χάρτη για τη μετά-την-κρίση-Ελλάδα. Το μνημόνιο παραμένει το μοναδικό πρόγραμμα…
Αλλά, πέντε χρόνια αφότου ξέσπασε το τσουνάμι, δεν είμαστε στο μηδέν. Μέσα σε αυτά τα βασανιστικά χρόνια ο ελληνικός λαός έχει διανύσει μεγάλη απόσταση στον δύσβατο δρόμο της αυτογνωσίας και έχει αποκτήσει μια νέα ωριμότητα. Αυτό φαίνεται σχεδόν παντού. Από τον θετικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει την υγιή επιχειρηματικότητα, από τον διασυρμό που επιφυλάσσει στους (πάλαι ποτέ σχεδόν άξιους προς μίμηση…) φοροφυγάδες, από την αναβάθμιση όχι μόνο του αγαθού αλλά αυτής της ίδιας της έννοιας της εργασίας, μέχρι τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας: Τη συνειδητοποίηση ότι η Ελλάδα πρέπει να είναι μέλος της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας, ότι το μέλλον της είναι άρρηκτα δεμένο με το μέλλον των άλλων ευρωπαϊκών λαών.
Αυτό, ανεξάρτητα από κάθε άλλο, θα είναι ένα βέβαιο αποτέλεσμα που θα προκύψει από την εκλογική αναμέτρηση, με τρόπο σαφή και με μεγαλύτερη σταθερότητα από κάθε προηγούμενη. Το λόμπι της δραχμής ηττήθηκε κατά κράτος όταν αποπειράθηκε να σύρει τη χώρα εκτός Ευρωζώνης, εκμεταλλευόμενο τις ιδεοληψίες που είχαν καλλιεργηθεί και τις δυσκολίες της διαπραγμάτευσης. Είναι στρατηγικά σημαντικό ότι η ομάδα που επεδίωκε «επιστροφή στη δραχμή πάση θυσία» απομονώθηκε από τον κορμό του ΣΥΡΙΖΑ. Το δεύτερο ενθαρρυντικό στοιχείο είναι η πρωτοφανής αποδοχή του ευρωπαϊκού προσανατολισμού του ελληνικού λαού, όπως αυτή αποτυπώνεται στην αποδοχή της νέας, τρίτης συμφωνίας, στις δημοσκοπήσεις και όπως αντανακλάται στα πολιτικά κόμματα. Το πρώτο μνημόνιο είχε ψηφιστεί μόνο από ένα κόμμα, το δεύτερο από τρία κόμματα, το τρίτο ψηφίστηκε από πέντε, μεταξύ των οποίων και τα κυβερνητικά αλλά και η αξιωματική αντιπολίτευση.
Εγινε με μεγάλη καθυστέρηση αυτό που είχε γίνει αμέσως στην Πορτογαλία και την Ιρλανδία – τα μεγαλύτερα κόμματα είχαν από κοινού εγκρίνει τις συμφωνίες και μετά, διά των εκλογών, οι λαοί αποφάσισαν ποιο κόμμα θα τις υλοποιήσει, με προοδευτικό ή με συντηρητικό πρόσημο. Διότι η σύγκρουση μεταξύ προοδευτικής και συντηρητικής διαχείρισης δεν ακυρώνεται από τα μνημόνια. Δεν εξαερώνεται από την παραδοχή της πραγματικότητας, από την αναγνώριση της αλήθειας ότι δεν υπάρχει εναλλακτική (There Is No Alternative) για την Ελλάδα έξω από το ευρώ. Αντιθέτως, από αυτή την παραδοχή ξεκινά. Αν αυτό είχε γίνει κατανοητό το 2010, ο ελληνικός λαός θα είχε γλιτώσει πολλά βάσανα…
No comments:
Post a Comment