Τελείωσαν τα ψέματα, τελείωσε κι ο χρόνος |
Του Στέφανου Κασιμάτη |
Αν η διάθεσή σας είναι μόνον για ανάλαφρα αναγνώσματα, σας προειδοποιώ να σταματήσετε εδώ. Γιατί, σήμερα, έχω βάλει στον εαυτό μου μια άσκηση, το αποτέλεσμα της οποίας δεν προμηνύεται ευχάριστο. Σκοπεύω να περιγράψω την κατάστασή μας και τις προοπτικές που ανοίγονται, όσο πιο απλά μπορώ, όπως αν έγραφα μια επιστολή σε έναν στενό φίλο στο εξωτερικό, ο οποίος αγνοεί μεν τα καθέκαστα στην Ελλάδα, αλλά ενδιαφέρεται ειλικρινά να μάθει τι γίνεται με την ωραιότερη χώρα του κόσμου, που, ως γνωστόν, κατοικείται από τον εξυπνότερο λαό του κόσμου. Πάμε, λοιπόν - που θα έλεγε κι ο Γιώργος... Το λάθος είναι πράγματι της Ευρώπης, όχι δικό μας. Εμείς αυτοί ήμασταν πάντα και ποτέ δεν το κρύψαμε. Αλλωστε, η κουλτούρα μας επιβάλει τον θαυμασμό προς εκείνον που δρα εκτός λογικής, διότι είναι σπουδαίο πράγμα «να είσαι ο εαυτός σου!». Οι Ευρωπαίοι μας πίστεψαν όταν είπαμε ότι είμαστε σαν κι αυτούς και διεκδικήσαμε μια θέση στο δικό τους κλαμπ. Στην εξαπάτηση, βέβαια, βοήθησε και η προστασία που μας παρέχει η γλώσσα μας, χάρη στην οποία η ελληνική ιδιαιτερότητα (ο πολιτικώς ορθός όρος για την παλαβομάρα...) είναι απροσπέλαστη στους ξένους. Οταν χρεοκοπήσαμε, λοιπόν, οι ξένοι, που έσπευσαν να βοηθήσουν, μας έδωσαν ένα πρόγραμμα και μας δέσμευσαν να το εφαρμόσουμε: δημοσιονομική εξυγίανση, περιστολή του κράτους, ιδιωτικοποιήσεις, μεταρρυθμίσεις για την απελευθέρωση του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Ενώ σε άλλες χώρες το πρόγραμμα έφερε αποτελέσματα, εδώ -οφείλουμε πια να το παραδεχθούμε αυτό- απέτυχε. Γιατί; Ο λόγος είναι ότι βασική προϋπόθεση για την επιτυχία του ήταν πάντα να εφαρμοστεί στην ολότητά του. Εμείς το εφαρμόσαμε ανισομερώς, αποφεύγοντας μάλιστα όσο ήταν δυνατόν να λέμε ξεκάθαρα την αλήθεια για την κατάσταση της χώρας. Ταράξαμε στους φόρους τα συνήθη κορόιδα και κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να προστατεύσουμε το Δημόσιο. Ούτε ένας άχρηστος οργανισμός δεν έκλεισε και τη μοναδική φορά που το επιχειρήσαμε σπασμωδικά κόντεψε να γκρεμιστεί η κυβέρνηση. Αναμενόμενο ήταν να συμβεί έτσι· διότι εκείνοι στους οποίους αναθέσαμε να σώσουν τη χώρα ήταν οι ίδιοι που την είχαν βουλιάξει. Γιατί, νομίζετε, η τρόικα επισκέπτεται τους υπουργούς στα γραφεία τους και δεν συνεννοείται απευθείας με τους αξιωματούχους των υπουργείων; Το απαιτούν οι ίδιοι οι υπουργοί, διότι έτσι βρίσκουν τη δικαιολογία που νομίζουν ότι τους σώζει: «μας το επιβάλλουν οι ξένοι, δεν φταίμε εμείς». Τι άλλο όμως μπορούσαμε να κάνουμε παρά να εμπιστευθούμε την τύχη μας σε αυτούς, όταν οι υπόλοιπες επιλογές οδηγούσαν στη μετατροπή της χώρας σε κράτος «παρία» της διεθνούς κοινότητας; Προτιμήσαμε έναν αργό θάνατο και την ελπίδα παρά το στιγμιαίο τέλος. Ποιος δεν θα το έκανε αν ήταν στη θέση μας; Οι επιπτώσεις της ανισομερούς εφαρμογής του προγράμματος ήταν δύο. Πρώτον, απογοητεύσαμε τους πάντες στη χώρα: και όσους γαντζωμένοι στις εξωπραγματικές βεβαιότητές τους πιστεύουν στη μαγική και ανώδυνη λύση, αλλά -το χειρότερο- και όσους καταλάβαιναν την ανάγκη εφαρμογής του προγράμματος και το υποστήριζαν. Δεύτερον, εξαντλήθηκε ο χρόνος. Αφού τα δύσκολα (απολύσεις, λουκέτο σε εταιρείες του Δημοσίου κ.λπ.) δεν τα κάναμε στην αρχή, πότε θα τα κάνουμε, τώρα; Εδώ ακόμη και υπουργοί υπονομεύουν δολίως την αξιολόγηση, που είναι προϋπόθεση για απολύσεις στο Δημόσιο! Ετσι, φθάσαμε στο σημείο όπου τα ψέματα τελείωσαν. Οι Ευρωπαίοι έχουν καταλάβει πού έμπλεξαν και δεν μας έχουν πια καμία εμπιστοσύνη, αν αφεθούμε μόνοι μας. Για τον λόγο αυτόν, ανομολόγητη, αλλά διαμορφωμένη επιδίωξή τους, είναι να μας δεσμεύσουν και με ένα τρίτο Μνημόνιο, ώστε να εξασφαλίσουν τη στενή εποπτεία της οικονομίας. Πώς φαντάζεστε ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατόν, όταν η κυβέρνηση διατυμπανίζει ότι έρχεται το τέλος του Μνημονίου και μοιράζει από τώρα πλεονάσματα; Πλησιάζουμε, λοιπόν, -ή, αν θέλετε, «κοντοζυγώνουμε»- στην ώρα της αλήθειας: τις ευρωεκλογές. Υποθέτω ότι οι λαϊκιστές θα τις αναγάγουν σε δημοψήφισμα και θα προσέλθουν στις κάλπες σωρηδόν, ενώ εμείς οι άλλοι θα μείνουμε σπίτι μας. Να μιλήσω για την προσωπική μου περίπτωση, αν μου επιτρέπετε. Θα πληρώσω 40 ευρώ για ταξί (ψηφίζω στη Βουλιαγμένη) για να στηρίξω μια κυβέρνηση που με βάζει να πληρώσω τρεις φορές τον ίδιο φόρο για το διαμέρισμά μου μέσα σε ένα χρόνο, ενώ, όπου να ‘ναι, έρχεται και ο τέταρτος; Οχι δα! Θα μείνω στο σπίτι μου. Φυσικά, έτσι αφήνω τους οπαδούς του χάους να επικρατήσουν στις εκλογές. Το ξέρω, αλλά δεν αντέχω άλλο να με θεωρούν τόσο ***! Εντάξει; Από εκεί και πέρα, τι να προβλέψουμε; Οπως θα μπορούσε να είχε πει ο μεγάλος, ο τρισμέγιστος Λώρενς «Γιόγκι» Μπέρρα, αλλά δεν είπε: «Είναι δύσκολο να προβλέψεις. Ιδίως το μέλλον»... Γεγονός Τώρα που το βιβλίο του Θαπατέρο έφερε ξανά στην επικαιρότητα την περίφημη σύνοδο των Καννών (Νοέμβριος 2011) και αφού έχει περάσει πολύς καιρός, ώστε ορισμένες λεπτομέρειες να μπορούν άφοβα πια να ειπωθούν, έφθασε η κατάλληλη στιγμή για να σας πω μια από αυτές - ολίγον ανατριχιαστική, θα την έλεγα. Οπως μας θύμισαν χθες τα δημοσιεύματα του Τύπου για το βιβλίο του πρώην πρωθυπουργού της Ισπανίας, στη διάρκεια της συνόδου ο Γιώργος, ο οποίος είχε προαναγγείλει δημοψήφισμα για το ευρώ στην Αθήνα, άκουσε τα εξ αμάξης. Αφού λοιπόν είχε χορτάσει τα «con» και «f*** psycho» που του πέταγε ο Σαρκοζί, επιστρέφοντας πια στην Αθήνα αεροπορικώς, ο Γιώργος στράφηκε στον Ευάγγελο τον Βενιζέλο, που καθόταν δίπλα του, και του είπε: «Δεν πήγαμε και άσχημα, ε;». Σαν να λέμε, δηλαδή, ότι μετά τη μάχη των Καννών, το 216 π.Χ., όπου οι Καρχηδόνιοι υπό τον Αννίβα εξολόθρευσαν ρωμαϊκό στράτευμα 80.000 ανδρών, ο ένας Ρωμαίος στρατηγός, ο Paullus, ή μάλλον το φάντασμά του, γιατί ο ίδιος είχε σκοτωθεί στη μάχη, στράφηκε προς τον άλλον στρατηγό, τον Varro και του είπε: «Τουλάχιστον εμείς τη γλιτώσαμε, ε;». Η αναλογία δεν είναι εντελώς άστοχη, διότι ο Γιώργος εκείνη την ώρα ήταν ήδη πολιτικά νεκρός, αλλά θα το καταλάβαινε έπειτα από μερικές ημέρες... |
Wednesday, 27 November 2013
Τελείωσαν τα ψέματα, τελείωσε κι ο χρόνος
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment