Thursday, 28 November 2013

Ανχελ Γκουρία στην «Κ»: «Η ελληνική κοινωνία δεν αντέχει νέα μέτρα»

Ανχελ Γκουρία στην «Κ»: «Η ελληνική κοινωνία δεν αντέχει νέα μέτρα»
Την πλήρη αντίθεσή του σε νέα δημοσιονομικά μέτρα εκφράζει, σε συνέντευξή του στην «Κ», ο γ.γ. του ΟΟΣΑ Ανχελ Γκουρία, σημειώνοντας ότι επιπλέον λιτότητα θα αυξήσει τον πολιτικό και κοινωνικό κίνδυνο, ενώ θα επιδράσει αρνητικά στη δημοσιονομική προσαρμογή που ήδη έχει επιτευχθεί, αλλά και στη βιωσιμότητα του χρέους.
Συνέντευξη στον Λεωνίδα Στεργίου

Ο Ανχέλ Γκουρία και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιώργος Προβόπουλος, στην παρουσίαση της έκθεσης του ΟΟΣΑ για την Ελληνική οικονομία.
Ούτε χρειάζονται, ούτε πρέπει να επιβληθούν νέα μέτρα λιτότητας στην Ελλάδα, καθώς οι αντοχές της κοινωνίας και της οικονομίας έχουν εξαντληθεί, επισημαίνει σε συνέντευξή του στην «Κ» ο γ.γ. του ΟΟΣΑ Ανχελ Γκουρία, ο οποίος πιστεύει ότι «το ενδεχόμενο “κουρέματος” του επίσημου τομέα δεν θα πρέπει να βγει από το τραπέζι». Σύμφωνα με τον κ. Γκουρία, το μόνο που χρειάζεται αυτή τη στιγμή η Ελλάδα είναι η «εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» και κυρίως στη δημόσια διοίκηση. Παραδέχεται ότι η Ελλάδα έχει πραγματοποιήσει τις περισσότερες και μεγαλύτερες μεταρρυθμίσεις, αλλά και τη μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή στο πιο σύντομο χρονικό διάστημα. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Φοροδιαφυγή, διαφθορά και γραφειοκρατία παραμένουν, όπως και οι στρεβλώσεις της αγοράς που κρατούν τις τιμές στα ύψη. Παράλληλα, απαιτείται επιτάχυνση των διαδικασιών στη Δικαιοσύνη. Ο επικεφαλής του ΟΟΣΑ πιστεύει στο σενάριο της ανάκαμψης από το 2014 και θεωρεί ότι «δημοσιονομικά» θα είναι πιο ελαστικό έτος. Ωστόσο, οι κίνδυνοι για ύφεση παραμένουν, καθώς ο ΟΟΣΑ προβλέπει μεγαλύτερη αρνητική επίπτωση στην οικονομία από την υψηλή ανεργία και τα μέτρα της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας.
– Tο πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας ήταν τελικά επιτυχημένο ή όχι; Μήπως είχε περισσότερη λιτότητα από ό,τι πρέπει;
– Το πρόγραμμα που σχεδιάστηκε το 2010 έδωσε έμφαση μόνο στη δημοσιονομική προσαρμογή και απέτυχε στην επανεκκίνηση της οικονομίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την υψηλότερη επιβάρυνση του δημοσίου χρέους που οδήγησε στην αναδιάρθρωση το 2012. Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι η Ελλάδα έχει ολοκληρώσει με επιτυχία τη δημοσιονομική προσαρμογή και έχει περιορίσει σημαντικά το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών που αντανακλά μεγάλη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Τώρα κάτι πρέπει να κάνει με το χρέος της και την προώθηση των μεταρρυθμίσεων που θα τονώσουν την ανάπτυξη, θα μειώσουν την ανεργία, θα προσελκύσουν επενδύσεις και θα κάνουν την οικονομία ακόμα πιο ανταγωνιστική.
– Οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν θα επιφέρουν νέες περικοπές; Για παράδειγμα, η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας δεν οδηγεί σε μειώσεις μισθών και σε απολύσεις; Οι απολύσεις στο Δημόσιο δεν είναι περικοπές;
– Οι μεταρρυθμίσεις που πρέπει να υλοποιηθούν δεν πρέπει να έχουν αρνητική δημοσιονομική επίπτωση ή τουλάχιστον όχι σημαντική. Από την άλλη, η Ελλάδα πρέπει να ολοκληρώσει όλο το φάσμα των μεταρρυθμίσεων και κυρίως να μεριμνήσει για μια πιο δίκαιη κατανομή του κόστους της κρίσης.
–Πώς μπορεί να γίνει αυτό;
– Μέχρι σήμερα, η δημοσιονομική προσαρμογή και οι όποιες μεταρρυθμίσεις έγιναν με τρόπο που έχει αυξήσει το αίσθημα της αδικίας. Οι απολύσεις και η εσωτερική υποτίμηση πραγματοποιήθηκε κυρίως μέσα από τον ιδιωτικό τομέα, τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους και τους επιχειρηματίες. Ο δημόσιος τομέας θίχτηκε πολύ λιγότερο αν και εκεί έγιναν μεγάλες παρεμβάσεις. Οι αδικίες φαίνονται και από την αύξηση της ανισοκατανομής του εισοδήματος, όπου τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα επλήγησαν περισσότερο από τα μέτρα λιτότητας. Ταυτόχρονα, αυξήθηκε η αβεβαιότητα από την αποδυνάμωση της κοινωνικής προστασίας, ενώ οι άνεργοι προήλθαν μόνο από τον ιδιωτικό τομέα. Επίσης, οι αποδοχές στο Δημόσιο –στα χαμηλότερα κλιμάκια και με χαμηλότερα προσόντα– παραμένουν υψηλότερες από τις αντίστοιχες του ιδιωτικού τομέα, αν και οι αποκλίσεις έχουν περιοριστεί σε σχέση με το 2010. Με άλλα λόγια, το κόστος της προσαρμογής και των μεταρρυθμίσεων πρέπει να μοιραστεί δίκαια στην κοινωνία. Δεν μπορεί να πληρώνουν τη λιτότητα μόνο οι ίδιοι και οι ίδιοι.
– Επιπλέον μέτρα αντέχει σήμερα η ελληνική κοινωνία;
– Οχι, και ούτε χρειάζονται. Επιπλέον λιτότητα θα αυξήσει τον πολιτικό και τον κοινωνικό κίνδυνο, ενώ θα επιφέρει αρνητικές συνέπειες στη δημοσιονομική προσαρμογή που ήδη έχει επιτευχθεί, αλλά και στη βιωσιμότητα του χρέους. Ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερος της μονάδας, πράγμα που σημαίνει ότι κάθε περικοπή ή αύξηση φόρου έχει μεγαλύτερη αρνητική επίπτωση στην ανάπτυξη. Τα μέτρα πρέπει να αφορούν μεταρρυθμίσεις έχοντας ταυτόχρονα την προσοχή στην ανάπτυξη και την ανεργία – κυρίως των νέων.
– Μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα σημαίνει χαμηλότεροι μισθοί;
– Ηδη, το μισθολογικό κόστος έχει μειωθεί περισσότερο από ό,τι είχε προβλεφθεί. Ομως, η υψηλή ανεργία και η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας θα επιφέρουν περαιτέρω πιέσεις μισθών χωρίς να αποφασιστούν νέα μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά δεν είναι μόνο το μισθολογικό κόστος. Αν εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις και περιοριστεί η φοροδιαφυγή, η γραφειοκρατία, και εκλείψουν οι στρεβλώσεις στην αγορά, τότε αυτομάτως θα πέσουν οι τιμές και το μοναδιαίο κόστος παραγωγής. Αυτό θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα. Με άλλα λόγια, όσο περισσότερα γίνουν προς την κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων, τόσο λιγότερη θα είναι η ανάγκη για μείωση των μισθών. Και όταν μια οικονομία γίνει ανταγωνιστική και προσελκύει επενδύσεις και γίνει εξαγωγική, τότε αυξάνονται οι θέσεις εργασίας και οι μισθοί έρχονται σε μια ισορροπία.
– Πιστεύετε ότι η καθυστέρηση στις μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα κόστισαν περισσότερο στον ιδιωτικό και, κατά συνέπεια, στο σύνολο της οικονομίας;
– Ναι. Η προσαρμογή θα ήταν πιο ανώδυνη για όλους αν είχαν προχωρήσει οι μεταρρυθμίσεις νωρίτερα. Για κάθε μεταρρύθμιση που δεν προχωρούσε με δημοσιονομική επίπτωση, η Ελλάδα έπαιρνε το αντίστοιχο οριζόντιο μέτρο λιτότητας.
– Η πρόβλεψη για μείωση μισθών και τιμών λόγω ανεργίας και μεταρρυθμίσεων παραπέμπει περισσότερο σε επιβράδυνση, παρά σε ανάπτυξη που προβλέπει και ο Οργανισμός από το 2014 και μετά. Και αυτό δεν θα έχει επίπτωση στη βιωσιμότητα του χρέους;
– Πράγματι, ο ΟΟΣΑ θεωρεί ότι οι κίνδυνοι για ύφεση είναι μεγαλύτεροι από τις πιθανότητες για υψηλή ανάπτυξη ώστε το χρέος να φτάσει στο 124% του ΑΕΠ μέχρι το 2020 που προβλέπει η τρόικα. Πιστεύουμε ότι η ανεργία και η πτώση των τιμών θα περιορίσουν τους ρυθμούς ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια, χωρίς αυτό να σημαίνει ύφεση. Εμείς προβλέπουμε ότι το χρέος θα αυξάνεται μέχρι το 2015 και θα πέσει κάτω από το 160% του ΑΕΠ το 2020. Για να επιτευχθεί ο στόχος του 124% του ΑΕΠ θα πρέπει ο ρυθμός ανάπτυξης σε ετήσια βάση να κινείται άνω του 4,8% από το 2014 μέχρι το 2020. Αυτό δεν είναι πολύ πιθανό. Εμείς θεωρούμε ότι η δημοσιονομική προσαρμογή και οι μεταρρυθμίσεις θα οδηγήσουν σωρευτικά σε εσωτερική υποτίμηση της τάξης του 20% από την αρχή του προγράμματος μέχρι το 2020. Τόση θα είναι και η αύξηση της ανταγωνιστικότητας.
– Επομένως, το ελληνικό χρέος θα χρειαστεί «κούρεμα»;
– Εμείς αυτό που λέμε είναι ότι η ανάλυση της τρόικας είναι πιο αισιόδοξη από τη δική μας. Επίσης, πιστεύουμε ότι η διάρκεια του ελληνικού χρέους είναι η μεγαλύτερη στην Ευρώπη και το κόστος εξυπηρέτησης επίσης το χαμηλότερο. Επομένως, είναι πιο βιώσιμο από ό,τι λέει η ανάλυση βιωσιμότητας ως δείκτης «χρέος προς ΑΕΠ». Εάν μάλιστα ληφθούν τα μέτρα στήριξης από την Ευρωζώνη, τα οποία μπορεί να είναι μεγαλύτερη επιμήκυνση και χαμηλότερα επιτόκια, τότε σίγουρα το χρέος γίνεται βιώσιμο. Ταυτόχρονα, η λύση αυτή θα δώσει «ανάσα» στην ελληνική οικονομία για πιο ελαστική δημοσιονομική πολιτική. Θα πραγματοποιεί πιο εύκολα πρωτογενή πλεονάσματα. Ωστόσο, θα πρέπει να δούμε όλα αυτά πώς θα εξελιχθούν. Πρέπει να δούμε πού θα κλείσει το πρωτογενές πλεόνασμα το 2013 και πώς θα κινηθεί η ανάπτυξη και πώς οι τιμές. Και μέχρι τότε δεν πρέπει να φύγει από το τραπέζι και το ενδεχόμενο «κουρέματος» του επίσημου τομέα (κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις) σε συνδυασμό ή όχι με κάποια επιμήκυνση κ.λπ. Είναι νωρίς γι’ αυτή τη συζήτηση.kathimerini

No comments:

Post a Comment